24/12/09

Ένας χρόνος δίχως Πίντερ

Ο θάνατος του Χάρολντ Πίντερ αφήνει τον κόσμο των γραμμάτων και του θεάτρου φτωχότερο. ΄Ηταν, φυσικά, γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια ο συγγραφέας περνούσε σημαντικές περιπέτειες με την υγεία του. Είχε, ωστόσο, μια φυσική ρώμη και μια δύναμη θέλησης τόσο έντονη που περίμενε κανείς πως θα ταν για αρκετά ακόμα χρόνια μαζί μας. Δυστυχώς, τον χάσαμε σε ηλικία 78 ετών.



Ο Χάρολντ Πίντερ γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Χάκνεϊ, μια εργατική συνοικία του Ανατολικού Λονδίνου, το οποίο εξηγεί εν μέρει το ότι σε όλη του τη ζωή, εντός και εκτός σκηνής, τάχθηκε στο πλευρό των «αδυνάμων». ΄Ηταν μοναχογιός εβραίου ράφτη πορτογαλικής καταγωγής (πραγματικό όνομα: Ντα Πίντα). Τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια στις φτωχογειτονιές σημαδεύτηκαν από το συναίσθημα που ο ίδιος χαρακτήρισε «πόνο αποχωρισμού και φόβο ενός αβέβαιου μέλλοντος» κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Το 1949 ο Πίντερ ήταν ήδη ένας αντιρρησίας συνειδήσεως όταν αρνήθηκε να καταταγεί στον στρατό. Την ίδια χρονιά ξυλοκοπήθηκε αφού επιτέθηκε στους φασίστες στο Ιστ Εντ.

Το 1948 γράφτηκε στη Βασιλική Ακαδημία Δραματικής Τέχνης, την οποία όμως εγκατέλειψε έναν χρόνο αργότερα. Φοίτησε στην Κεντρική Σχολή Λόγου και Δραματικής Τέχνης και για λίγο δούλεψε ως ηθοποιός σε διάφορους επαρχιακούς θιάσους ρεπερτορίου με το ψευδώνυμο Ντέιβιντ Μπάιρον. Την ίδια περίοδο, δηλαδή αρχές της δεκαετίας του 1950, γράφει τα πρώτα του ποιήματα, στα οποία είναι πρόδηλη η επιρροή του Ντίλαν Τόμας. Το 1968 εκδόθηκε για πρώτη φορά η ανθολογία των ποιημάτων του (έχουν μεταφραστεί και στα ελληνικά).

Από το πρώτο κιόλας θεατρικό του έργο, ένα μονόπρακτο με τίτλο «Το δωμάτιο», που ανέβηκε το 1957 στο Πανεπιστήμιο του Μπρίστολ, άρχισαν να διαφαίνονται οι κύριες αρετές του ξεχωριστού του τρόπου: ο κλειστός χώρος από τις ρωγμές του οποίου τελικά εισβάλλει ο κίνδυνος που μας απειλεί. ΄Ηδη από τότε έγραψαν ότι ξεκινάει μια νέα εποχή στο αγγλικό θέατρο. Σύντομα ανέβηκε το «Πάρτι γενεθλίων», το πρώτο κανονικής διάρκειας έργο του, που αρχικά αποδοκιμάστηκε από την κριτική και το κοινό (το 1958) για να φτάσει να θεωρείται σήμερα ένα από τα πιο αντιπροσωπευτικά έργα της πρωτοπορίας, το οποίο παίζεται ξανά και ξανά στα θέατρα όλου του κόσμου. Με τον «Επιστάτη» (1960), ένα δράμα πάνω στην αδυναμία επικοινωνίας των ανθρώπων και μετά με τον «Γυρισμό» (1965) και την «Προδοσία» (1978), ο Πίντερ καθιερώνεται ως το κορυφαίο ταλέντο του μοντερνισμού.

Μεταξύ των θεατρικών του έργων ξεχωρίζουν τα μονόπρακτα «Νυχτερινό σχολείο», «Η συλλογή» (1961), «Ο εραστής» (1963), «Πρόσκληση για τσάι» (1965), «Το υπόγειο» (1967), τα πιο γνωστά «Παλιοί καιροί» (1971), «Μονόλογος» (1975) και «Ουδέτερη ζώνη» (θα ανεβεί σύντομα στο θέατρο Duke of Υork του Λονδίνου), η τριλογία μονοπράκτων με γενικό τίτλο «΄Αλλοι τόποι» (1982). Συνολικά έγραψε περισσότερα από τριάντα έργα.

Βαθύτατα επηρεασμένα από τον Σάμιουελ Μπέκετ, τα θεατρικά κείμενα του Πίντερ έμοιαζαν μέσα στη λιτότητά τους απλώς σαν καταγραφές προφορικού λόγου, χωρίς κανένα λογοτεχνικό φτιασίδωμα. Αυτό ήταν το μεγαλείο και η δύναμή τους: οι απολύτως αποδραματοποιημένοι διάλογοι, καθρέφτης της πιο κοινότοπης γλώσσας, μπόρεσαν να μεταδώσουν στο κοινό την ωμότητα της καθημερινότητας, τον κυνισμό του μεταπολεμικού κόσμου, και να μεταφέρουν τη φρίκη, τον σιωπηλό πόνο, τον τρόμο, το κενό που είχε νιώσει και ο ίδιος ως άνθρωπος. Διάσημοι οι υπαινιγμοί αλλά και οι παύσεις ή «σιωπές» στις προτάσεις του, που φόρτιζαν την ένταση. Μόνιμες θεματικές του τα μυστικά που μας ενώνουν και μας απομακρύνουν, οι ανομολόγητες επιθυμίες. Το έργο του συμπύκνωσε όλη την πραγματικότητα του μεταπολεμικού κόσμου και του Ψυχρού Πολέμου και είναι ταυτόχρονα ύμνος στον άνθρωπο.

"Οι άνθρωποι δεν ξεχνούν. Δεν ξεχνούν τον θάνατο των συντρόφων τους, δεν ξεχνούν τα βασανιστήρια και τους ακρωτηριασμούς, δεν ξεχνούν την αδικία, δεν ξεχνούν την καταπίεση, δεν ξεχνούν την τρομοκρατία των μεγάλων δυνάμεων. Και όχι μόνο δεν ξεχνούν. Ανταποδίδουν το χτύπημα..."

Ο Χάρολντ Πίντερ έπαιρνε θέση σε όλα τα καίρια ζητήματα της ανθρωπότητας. Είχε εξαπολύσει δριμεία κριτική κατά του βομβαρδισμού της Σερβίας από το ΝΑΤΟ και κατά της αμερικανικής και αγγλικής εισβολής στο Αφγανιστάν και στο Ιράκ. Αγωνίστηκε για την υπεράσπιση της ελευθερίας του λόγου από τη θέση του αντιπροέδρου του ΡΕΝ, της Διεθνούς Ένωσης Συγγραφέων. Αρνήθηκε να χρισθεί ιππότης από τη βασίλισσα και επινοήθηκε ειδικός τίτλος (Companion of Ηonour) για χάρη του, τον οποίο του απένειμαν το 2002. Το 1979, ύστερα από μια απεργία στο Εθνικό Θέατρο της Αγγλίας, είχε ψηφίσει τη Μάργκαρετ Θάτσερ, πράγμα που αργότερα χαρακτήρισε «την πιο επαίσχυντη πράξη της ζωής του». ΄Οσο εύγλωττα και αν τοποθετείτο στα δημόσια πράγματα, για τα προσωπικά του δράματα τηρούσε σιγήν ιχθύος. Δεν εκφράστηκε ποτέ για τον θάνατο της πρώτης του γυναίκας, της ηθοποιού Βίβιαν Μέρτσαντ, που έγινε αλκοολική μετά τον χωρισμό τους το 1980 (πέθανε το 1982, πολύ νέα). Ούτε για την αποξένωση από τον γιο τους. Η σιωπή του και εδώ ήταν εκφραστική. Η δεύτερη σύζυγός του, τα τελευταία 33 χρόνια, ήταν η συγγραφέας λαίδη Αντόνια Φρέιζερ.

Καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του ο Πίντερ υπήρξε ένας πολιτικός ακτιβιστής, ο οποίος πάλεψε ενεργά εναντίον της υποκρισίας, της τυραννίας και της διαφθοράς, όπου κι αν αυτή εκδηλωνόταν, ακόμα και στη δική του χώρα (νωπά στη μνήμη τα επίθετα με τα οποία «στόλισε» τον Τόνι Μπλερ). ΄Ενας πλήρης δημιουργός με όλη τη σημασία της λέξης.

΄Ηταν από τους αγαπημένους δραματουργούς των Ελλήνων σκηνοθετών και ηθοποιών αλλά και του κοινού. Αρκετά από τα έργα του έχουν γνωρίσει διαφορετικά ανεβάσματα. Ο Κάρολος Κουν πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα αρκετά από τα πιο γνωστά έργα του συγγραφέα: «Ο Γυρισμός» (1964), «Ο Επιστάτης»(1965), «Πάρτι γενεθλίων» (1969), «Παλιοί καιροί» (1973), «Προδοσία» (1980), «Τοπίο» (1982). Ακολουθεί ο Αντώνης Αντύπας, ο οποίος ανέβασε τα «Αλλοι τόποι», γενικός τίτλος που στεγάζει τα «Οικογενειακές φωνές», «Μια κάποια Αλάσκα», «Σταθμός Βικτόρια» (1987), «Φεγγαρόφωτο»(1995), «Νεκρή Ζώνη» (2000), «Η επέτειός μας» (2002). Ο Μίνως Βολανάκης σκηνοθέτησε την «Επίδειξη μόδας» (1976) και τους «Νάνους» (1991), ο Λευτέρης Βιογιατζής το «Τέφρα και σκιά» (2000), ο Μιχαήλ Μαρμαρινός τη «Νύχτα»(1984), ο Νίκος Διαμαντής τη «Βουνίσια γλώσσα» (1990) και τη «Σιωπή» (1999), ο Γιάννης Κακλέας «Το πάρτι» (1987), ο Νίκος Μαστοράκης τους «Παλιούς καιρούς» (1986), ο Σταμάτης Φασουλής το «Ωραία χρόνια» (20ο),, ο Νίκος Χουρμουζιάδης το «Νυχτερινό σχολείο» (1983) και ο «Αγνωστος εχθρός», τα μονόπρακτα «Το δωμάτιο» και «΄Ενας ασήμαντος πόνος» (2006), η Νίκη Τριανταφυλλίδη το «΄Ενα για τον δρόμο», ο Κυριαζής Χαρατσάρης το «΄Ενας ασήμαντος πόνος» (1963), ο Νίκος Χατζίσκος τον «Εραστή» (1970) και ο Δημήτρης Κωνσταντινίδης «Το βουβό γκαρσόνι» (1970).

΄Επρεπε, όμως, να φτάσει ο Σεπτέμβριος του 1997 για να έρθει για πρώτη φορά στην Ελλάδα. Τον προσκάλεσε η «Ελευθεροτυπία» και τον τίμησε στο πλαίσιο του 10ου Πανοράματος Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου. Ο Νίκος Κούρκουλος, τότε διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου, του άνοιξε την κεντρική σκηνή του Τσίλερ και πλήθος θεατρόφιλων έσπευσε να δει από κοντά και να ακούσει τον αγαπημένο θεατρικό συγγραφέα.

Τρία χρόνια αργότερα ο Πίντερ, συνοδευόμενος από τη σύζυγό του Αντόνια Φρέιζερ, ήρθε πάλι στην Ελλάδα. Το 2000, άλλωστε, η αθηναϊκή σκηνή προσέφερε δύο σημαντικές παραστάσεις έργων του (το «Τέφρα και Σκιά» από τον Λευτερη Βογιατζή και τη «Νεκρή ζώνη» από τον Αντώνη Αντύπα). Τις παρακολούθησε και τις δύο, εκφράζοντας τον απερίφραστο θαυμασμό του.