13/12/10

"Keeping Things Whole" by Mark Strand

«Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα»

Σ' ένα πεδίο
είμαι η απουσία
του πεδίου.
Ετσι
πάντα συμβαίνει.
Οπου κι αν είμαι
είμαι αυτό που λείπει.

Οταν περπατάω
χωρίζω τον αέρα
και πάντα
ο αέρας ξανάρχεται
για να γεμίσει τα κενά
εκεί που το σώμα μου ήταν.

Ολοι έχουμε λόγους
που κινούμαστε.
Εγώ κινούμαι
για να διατηρώ τα πράγματα ολόκληρα.


Ποίημα από τη συλλογή Λόγοι που Κινούμαστε (Reasons for Moving) του Μαρκ Στραντ, αμερικανού ποιητή γεννημένου το 1934 στον Καναδά. Το Πεντάλ τον συνάντησε πριν από τρία χρόνια στην Κόρδοβα, σχεδόν ακίνητο, ολιγόλογο, απίστευτα ευγενή και μετριόφρονα. Γράφει ακόμη με μολύβι.

Ενδεικτικοί τίτλοι συλλογών: Ο άνθρωπος και η Καμήλα, Η Ιστορία της Ζωής μας, Σκοτεινό Λιμάνι.

Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ τον έχει μεταφράσει εδώ και χρόνια. Αντί για τη λέξη «πεδίο» (η μόνη αλλαγή που επιχείρησε διστακτικό το Πεντάλ), η Ρουκ έχει προτιμήσει τη λέξη «χωράφι». Ο αναγνώστης μπορεί και να διαλέξει τη λέξη «λιβάδι», που είναι κι αυτή θεμιτή, και θερμότερη.

http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=51381




"Keeping Things Whole" by Mark Strand


In a field
I am the absence
of field.
This is
always the case.
Wherever I am
I am what is missing.

When I walk
I part the air
and always
the air moves in
to fill the spaces
where my body's been.

We all have reasons
for moving.
I move
to keep things whole.


"Coming To This"  by Mark Strand


We have done what we wanted.
We have discarded dreams, preferring the heavy industry
of each other, and we have welcomed grief
and called ruin the impossible habit to break.

And now we are here.
The dinner is ready and we cannot eat.
The meat sits in the white lake of its dish.
The wine waits.


Coming to this
has its rewards: nothing is promised, nothing is taken away.
We have no heart or saving grace,
no place to go, no reason to remain.



"The Remains"  by Mark Strand


I empty myself of the names of others. I empty my pockets.
I empty my shoes and leave them beside the road.
At night I turn back the clocks;
I open the family album and look at myself as a boy.

What good does it do? The hours have done their job.
I say my own name. I say goodbye.
The words follow each other downwind.
I love my wife but send her away.

My parents rise out of their thrones
into the milky rooms of clouds. How can I sing?
Time tells me what I am. I change and I am the same.
I empty myself of my life and my life remains.

http://famouspoetsandpoems.com/poets/mark_strand/poems/11842

3/12/10

Salvador Dalí "The Dream is Getting Closer"

"Il sogno si avvicina"
Palazzo Reale, Milan
September, 22 2010 – January, 30 2011

After over 50 years, Salvador Dalì’s genius is back in Milan:
Palazzo Reale houses a great exhibition investigating the relationship between this Spanish artist and the landscape, the dream, the desire.

The Milan City Councillorship for Culture and 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE are honoured to present at Palazzo Reale “Salvador Dalì. Il sogno si avvicina” (“The Dream is Getting Closer”), under the curatorship of Vincenzo Trione, from September 22, 2010 to January 30, 2011.

The exhibition, made possible thanks to the extraordinary collaboration with Fundaciò Gala-Salvador Dalì of Figueres, counts on important loans from Italian and international museums and institutions, including the Fundaciò itself, the Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofia of Madrid, the Dalí Museum of St. Petersburg, Florida, the Boijmans Museum of Rotterdam, the Animation Research Library of the Walt Disney Animation Studios of Burbank, California, the Peggy Guggenheim Collection of Venice, the Mart of Rovereto and the Vatican Museums.

The exhibition – promoted by Comune di Milano-Culture and produced by Palazzo Reale and 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE in collaboration with Unipol Financing Group and with the support of Spanish Office for Tourism of Milan, focuses on the relationship between painting and landscape.

Salvador Dalì is back in town for the first time since the solo exhibition which took place in October 1954 in Sala delle Cariatidi, always at Palazzo Reale. This same Cariatidi’s room was so inspiring for this artist that he took it as model for his mansion in Figueras, today seat of the Fundaciò Gala-Salvador Dalì.

“Once again, we need Dalì to escape from an often boring and predictable condition. And this exhibition aims exactly to break the cultural conformism and express the great power of creativity at best – explains the Milan City Councillor for Culture Massimiliano Finazzer Flory. “Because the dream is inside of us, and it is one of the manifestations of reality and of desire told by art and through which art tells itself. Dalì in Milan is the symbol of the creativity or – better – of the power of creativity. A relation not to be missed”.

The set of the exhibition is designed by the architect Oscar Tusquests Blanca, friend and collaboration of Salvador Dalì: he is author, together with the master of Surrealism, of Mae West’s room in Figueras’s museum and of the famous sofa Dalilips.

For the first time, the Mae West room will be reproduced inside this exhibition exactly as Dalì originally imagined it: an extraordinary surprisingly installation of contemporary art.


“Salvador Dalí. Il sogno si avvicina” counts on a top level scientific committee, composed of important international scholars: Montse Aguer, director of the study centre on Dalì of the Fundaciò; Hank Hines, director of the Dalí Museum of St. Petersburg; Antonio Paolucci, director of Vatican Museums; Francisco Calvo Serraller, out standing expert of Spanish modern art; Robert Storr, American curator and art critic of the Yale School of Art.

In the exhibition path is possible to enjoy the short animation movie Destino, by Salvador Dalì and Walt Disney, never on Italian screens before: Dalì worked side by side with Disney between 1945 and 1946, but the movie was completed only in 2003 thanks to the original drawings preserved at the Animation Research Library of Walt Disney Animation Studios of Burbank, California. Some of these drawings are also extraordinary displayed thanks to the important collaboration with The Walt Disney Company.

The exhibition is accompanied by the rich catalogue with texts by Vincenzo Trione, Montse Aguer, Paolo Bertetto, Robert Storr, Oscar Tusquets Blanca, Catherine Millet, Bruce Sterling, published and distributed by 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE.


IULM University is the official university of this exhibition.

28/11/10

Μοιραράκιον...

24/11/10

«Η αυτοκρατορία του μεμψίμοιρου»

Βαρέθηκα ν' ακούω αυτή την ασταμάτητη γκρίνια, την απύθμενη μιζέρια που ανακυκλώνεται παντού, στην τηλεόραση, στις παρέες, στο facebook, στο κυριακάτικο τραπέζι. Αυτή την μεμψίμοιρη στάση του φτωχού που πάντα τον εκμεταλεύονται, του στήνουν παγίδα, που δεν τον αφήνουν στην ησυχία του, που υπήρξε πάντα ένα αθώο θύμα συνομωσίας, που του παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα, και που τελικά τον κάνουν πιο μίζερο από όσο θέλει να είναι.

Αρνούμαι να συναινέσω σ' αυτήν την ταπεινωτική υποβίβαση του έθνους μου σε ένα κατώτερο έθνος, μειονεκτικό, κουτσό, κομπλεξικό, λιγούρικο, άκαρπο, κατακεραυνωμένο και κακόμοιρο. Ως  Ελληνίδα δεν δέχομαι να θέσω τον εαυτό μου σε κατώτερο σκαλί από τους Γερμανούς και τους Τροϊκανούς. Η παραίτηση έχει πάρει το μέρος της αυτοεκτίμησης τώρα πια και σ' όποιον παραπονιέται θα ήθελα πολύ να ρίξω δυο χαστούκια, για να συνέλθει και για να πάψει με τούτη τη μοιρολατρεία της φτώχειας. Ο παππούς μου με ένα αμπέχωνο και ένα σαράβαλο τουφέκι πήρε τα βουνά της Αλβανίας χωρίς να τον σταματάει τίποτα. «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» ήταν η περίφημη φράση του Τσώρτσιλ που έμεινε στην ιστορία, μόνο που τώρα από την ιστορία αποσυρθήκαμε εμείς αμαχητί.

Μου φαίνεται ότι έχουμε αγαπήσει τη φτώχεια μας,  αναπαράγουμε τη φιγούρα του Καραγκιόζη κουρελή και κάπου (λέω κάπου) ίσως και να μας εξιτάρει αυτή η εικόνα του φουκαρά που δε βρίσκει πουθενά φιλευσπαχνία.

Χωρίς να έχω ιδιαίτερες επιστημονικές γνώσεις, καταθέτω μονάχα τον απλοϊκό συλλογισμό μου, παρομοιάζοντας το κάθε έθνος με μια ανθρώπινη φιγούρα και σκέφτομαι πως -όμοια με μια μονάδα έτσι κι ένα έθνος- αν εγώ έχω συνηθίσει να λυπάμαι τον εαυτό μου κατηγορώντας τους άλλους για την κατάντια μου, τότε δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθώ. Ούτε βέβαια να ενηλικιωθώ. Όχι ότι τα πράγματα πάνε καλά, ούτε ότι οι δυναμικότερες οικονομίες δεν έχουν βάλει στο μάτι τα νησιά και τα πετρέλαιά μου. Δυστυχώς όμως οι κοινωνίες ήταν πάντα φτιαγμένες για να επιβιώνει ο δυνατότερος, και παρατηρώντας τη φύση καταλαβαίνω πως κάτι τέτοιο δεν είναι παράτερο, μια και το ανάπηρο μικρό κουνελάκι θα γίνει μια χαψιά από το πρώτο λιοντάρι που θα συναντήσει. Μέχρι και τη στιγμή της ίδιας της σύλληψης στην απαρχή της δημιουργίας, μονάχα το δυνατότερο σπερματοζωάριο καταφέρνει να γονιμοποιήσει το ωάριο, γιατί; Για να βγει γερό παιδί.

 Αντί να κατηγορούμε τις πλούσιες χώρες για την απληστία τους (όχι, δεν επικροτώ τη λαιμαργία) θα ήταν καλύτερο να είχαμε οχυρωθεί, να είχαμε ενώσει τα χέρια εδώ και τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια, να είχαμε δουλέψει συνετά και σοβαρά πάνω στην ανάπτυξη της χώρας μας. Η ελευθερία προϋποθέτει κάποια οικονομική ανξαρτησία.  Όλοι έπρεπε να είχαμε δουλέψει, όλοι για όλους κι ο καθένας για τον εαυτό του. Αντ' αυτού είμαστε με τη δικαιολογία στο στόμα, θα μου πεις τώρα για τους πολιτικούς, ότι εσύ δε φταίς, τί φταις κι εσύ ο καημένος που σου έκοψαν και το μισθό και δεν θα έχεις να πας στη Βίσση τα Χριστούγεννα. Αντί για Βίσση και βύσσινα, μήπως πρέπει να σου θυμίσω πριν μια δυο δεκαετίες που λέγαμε ότι ο Έλληνας ζυγό δεν σηκώνει και δεν κόβει τα μπουζούκια με καμία Παναγία και ας δουλεύουν οι Ευρωπαίοι για να πίνουμε στην υγειά του κορόϊδου; Το «μαζί τα φάγαμε» σε έθιξε, αλλά είναι η σαρκαστική αλήθεια, γιατί άμα δε σ άρεσαν οι πολιτικοί και το ξερες ότι κλέβανε γιατί τους ξαναψήφιζες;  Για να βάλουν τον ανηψιό σου στη δουλειά; Ποιά δουλειά, εκείνη την κοροϊδία που πάει μουτρωμένος στη δημόσια θεσούλα του κι αν φτάσει στην ώρα του παίρνει κι επίδομα, και γύρω στις 11 βγαίνει για καφέ και λαϊκή; Το μισθό όμως τότε τον έβαζε στην τσέπη και τον αποσιωπούσε, τώρα που κόβεται, κόπτεται κι εκείνος. Δε μας ένοιαζε τί θα απογίνουν οι άλλοι, έφτανε να έχουμε εμείς το μέσον για να βολέψουμε την πάρτη μας κι η κοινωνική αλληλεγγύη ήταν ανέκδοτο με τον Τοτό. Θεοποιήσαμε το «μέσον» τον πολιτικό της γειτονιάς μας, που μπορεί να δεχτεί στο γραφείο του. Κι όταν ο ρουσφετοπολιτικός σου έκανε τις αυθαίρετες  προσλήψεις του και στοιβάζονταν στο δημόσιο οι αχρείαστοι ναναι υπάλληλοι δεν είδα να κλείνουνε καμιά Ακρόπολη, όταν όμως τους διώξανε απ' το βόλεμα τότε  μόνο ταμπουρωθήκανε στον ιερό βράχο σαν Λυσιστράτες. Τί άλλο θες να σου πω, για τη λαμογιά που θεωρείται το καλύτερο προσόν κι από το κάθε μορφής διδακτορικού κι ότι εμείς σαν κοινωνία την υποδεχτήκαμε; Στην Ελλάδα έτσι είναι, ήταν η απάντηση αν εξέφραζες και παράπονο. Έχει επίγνωση της ανταγωνιστικής αγοράς ο Έλληνας φοιτητής που του αρκεί να έχει φραπεδιά και τάβλι για καμιά δεκαριά χρόνια; Να μιλήσω για επιχειρηματικότητα; Πας να νοικιάσεις ένα κατάστημα και σου ζητάνε «αέρα» όσο ένα διαμέρισμα για προίκα, το κράτος φταίει δηλαδή κι εδώ, ή εμείς που έχοντας μια ιδιοκτησία θέλουμε να ζούμε στις πλάτες αυτών που θα έχουν του κουράγιο -ή την ανόητη ιδέα- να νοικιάσουν το μαγαζί μας;

Τώρα που ανατράπηκε η βάρκα γκρινιάζουμε, πολύ δε μας πάει; Μην θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο γιατί καταντάμε γελοίοι.

Με τσατίζουν οι Γερμανοί κι ένας λόγος είναι ότι δεν είναι μεμψίμοιροι. Κι ακόμη γιατί θέλουν πολλά, ενώ εμείς αρκούμαστε στο να είμαστε είμαστε κλεφτοκοτάδες. Δυο φορές και μια  τρίτη σχεδόν τώρα έχουν φέρει τα πάνω κάτω κι όσες φορές κι αν καταστραφούν πάλι πρώτοι θα είναι, μου το εξηγείς; Ίσως γιατί είναι τόσο πεπεισμένοι ότι είναι η πιο ανώτερη φυλή, άλλο τόσο όσο κι εμείς ότι είμαστε η κατώτερη. Γι αυτό σου λέω κόφ' την κλάψα και δούλευε, μην τοποθετείς τον εαυτό σου στο τελευταίο σκαλάκι, για χατήρι του Σωκράτη και του Πλάτωνα δηλαδή. Το «όπου φτωχός κι η μοίρα του» είναι για τους ηττοπαθείς. Γιατί η μιζέρια είναι μια κακή συνήθεια και όσο την κολλάς πάνω σου τόσο γίνεσαι ένα μαζί της.

 Μεταμόρφωση. Δημιουργικότητα. Περηφάνεια. Είμαστε Έλληνες, ας μην το ξεχνάμε.     

13/11/10

PHOTOGRAPHY WORKSHOP BY PEDRO MEYER

21-23 Νοεμβρίου
Διάρκεια: 12 ώρες
Λήξη υποβολής συμμετοχής: 18 Νοεμβρίου

Ο καταξιωμένος Μεξικανός φωτογράφος Pedro Meyer (www.pedromeyer.com), έκθεση του οποίου παρουσιάζεται τις ημέρες αυτές για πρώτη φορά στη χώρα μας στις γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, θα πραγματοποιήσει τριήμερο εκπαιδευτικό εργαστήριο με τίτλο Editing projects for different presentations.

Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών, η φωτογραφία έχει μετεξελίξει τους κώδικες που μέχρι πρότινος τη χαρακτήριζαν. Η παρουσίαση της φωτογραφίας μέσω της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών ανοίγει νέους δρόμους αφήγησης και ανάγνωσης και επαναπροσδιορίζει τους όρους διάδρασης μεταξύ καλλιτέχνη-έργου-θεατή.

Πρόκειται για μια καλλιτεχνική εντατική πρακτική που απευθύνεται σε φωτογράφους, καλλιτέχνες και σε όσους επιθυμούν να λάβουν πρακτικές συμβουλές και κατευθυντήριες αναφορικά στο editing και την ανάδειξη του προσωπικού τους portfolio μέσω διαφορετικών μορφών παρουσίασης. Το εργαστήριο θα λειτουργήσει με αφορμή τις φωτογραφικές εργασίες των ίδιων των συμμετεχόντων. Στο τέλος του workshop οι συμμετέχοντες θα λάβουν βεβαίωση παρακολούθησης.

Η παρουσία του Pedro Meyer στην Αθήνα, συμπληρώνεται με τη διεξαγωγή συζήτησης στρογγυλής τράπεζας με θέμα Τέχνη και Διαδίκτυο που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου, ώρα 20:00, στο Auditorium της Ελληνομαρικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22).

Δήλωση συμμετοχής

Oι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλλουν συμπληρωμένη τη δήλωση συμμετοχής που βρίσκεται διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο www.photofestival.hcp.gr. Η δήλωση συμμετοχής θα πρέπει να πλαισιώνεται από 5-10 φωτογραφίες που παρουσιάζουν μέρος μίας φωτογραφικής εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει ολοκληρωθεί. Λόγω του περιορισμένου αριθμού συμμετοχόντων, οι τελικοί συμμετέχοντες θα επιλεγούν, ενώ ταυτόχρονα θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Oι φωτογράφοι που έχουν δηλώσει συμμετοχή θα ενημερώνονται εγκαίρως για την έκβαση της συμμετοχής τους.

Λήξη υποβολής συμμετοχής

Οι δηλώσεις συμμετοχής και το φωτογραφικό υλικό θα πρέπει να υποβληθούν έως την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το workshop, παρακαλούμε επικοινωνήστε με το Εληνικό Κέντρο Φωτογραφίας Τ: 210 92 10 545, Ε: contact@hcp.gr, http://www.photofestival.hcp.gr/

8/11/10

«Tails of Manhattan» by Woody Allen

Two weeks ago, Abe Moscowitz dropped dead of a heart attack and was reincarnated as a lobster. Trapped off the coast of Maine, he was shipped to Manhattan and dumped into a tank at a posh Upper East Side seafood restaurant. In the tank there were several other lobsters, one of whom recognized him. “Abe, is that you?” the creature asked, his antennae perking up.
“Who’s that? Who’s talking to me?” Moscowitz said, still dazed by the mystical slam-bang postmortem that had transmogrified him into a crustacean.

“It’s me, Moe Silverman,” the other lobster said.

“O.M.G.!” Moscowitz piped, recognizing the voice of an old gin-rummy colleague. “What’s going on?”

“We’re reborn,” Moe explained. “As a couple of two-pounders.”

“Lobsters? This is how I wind up after leading a just life? In a tank on Third Avenue?”

“The Lord works in strange ways,” Moe Silverman explained. “Take Phil Pinchuck. The man keeled over with an aneurysm, he’s now a hamster. All day, running at the stupid wheel. For years he was a Yale professor. My point is he’s gotten to like the wheel. He pedals and pedals, running nowhere, but he smiles.”

Moscowitz did not like his new condition at all. Why should a decent citizen like himself, a dentist, a mensch who deserved to relive life as a soaring eagle or ensconced in the lap of some sexy socialite getting his fur stroked, come back ignominiously as an entrée on a menu? It was his cruel fate to be delicious, to turn up as Today’s Special, along with a baked potato and dessert. This led to a discussion by the two lobsters of the mysteries of existence, of religion, and how capricious the universe was, when someone like Sol Drazin, a schlemiel they knew from the catering business, came back after a fatal stroke as a stud horse impregnating cute little thoroughbred fillies for high fees. Feeling sorry for himself and angry, Moscowitz swam about, unable to buy into Silverman’s Buddha-like resignation over the prospect of being served thermidor.

At that moment, who walked into the restaurant and sits down at a nearby table but Bernie Madoff. If Moscowitz had been bitter and agitated before, now he gasped as his tail started churning the water like an Evinrude.

“I don’t believe this,” he said, pressing his little black peepers to the glass walls. “That goniff who should be doing time, chopping rocks, making license plates, somehow slipped out of his apartment confinement and he’s treating himself to a shore dinner.”

“Clock the ice on his immortal beloved,” Moe observed, scanning Mrs. M.’s rings and bracelets.

Moscowitz fought back his acid reflux, a condition that had followed him from his former life. “He’s the reason I’m here,” he said, riled to a fever pitch.

“Tell me about it,” Moe Silverman said. “I played golf with the man in Florida, which incidentally he’ll move the ball with his foot if you’re not watching.”

from the issuecartoon banke-mail this.“Each month I got a statement from him,” Moscowitz ranted. “I knew such numbers looked too good to be kosher, and when I joked to him how it sounded like a Ponzi scheme he choked on his kugel. I had to do the Heimlich maneuver. Finally, after all that high living, it comes out he was a fraud and my net worth was bupkes. P.S., I had a myocardial infarction that registered at the oceanography lab in Tokyo.”

“With me he played it coy,” Silverman said, instinctively frisking his carapace for a Xanax. “He told me at first he had no room for another investor. The more he put me off, the more I wanted in. I had him to dinner, and because he liked Rosalee’s blintzes he promised me the next opening would be mine. The day I found out he could handle my account I was so thrilled I cut my wife’s head out of our wedding photo and put his in. When I learned I was broke, I committed suicide by jumping off the roof of our golf club in Palm Beach. I had to wait half an hour to jump, I was twelfth in line.”

At this moment, the captain escorted Madoff to the lobster tank, where the unctuous sharpie analyzed the assorted saltwater candidates for potential succulence and pointed to Moscowitz and Silverman. An obliging smile played on the captain’s face as he summoned a waiter to extract the pair from the tank.

“This is the last straw!” Moscowitz cried, bracing himself for the consummate outrage. “To swindle me out of my life’s savings and then to nosh me in butter sauce! What kind of universe is this?”

Moscowitz and Silverman, their ire reaching cosmic dimensions, rocked the tank to and fro until it toppled off its table, smashing its glass walls and flooding the hexagonal-tile floor. Heads turned as the alarmed captain looked on in stunned disbelief. Bent on vengeance, the two lobsters scuttled swiftly after Madoff. They reached his table in an instant, and Silverman went for his ankle. Moscowitz, summoning the strength of a madman, leaped from the floor and with one giant pincer took firm hold of Madoff’s nose. Screaming with pain, the gray-haired con artist hopped from the chair as Silverman strangled his instep with both claws. Patrons could not believe their eyes as they recognized Madoff, and began to cheer the lobsters.

“This is for the widows and charities!” yelled Moscowitz. “Thanks to you, Hatikvah Hospital is now a skating rink!”

Madoff, unable to free himself from the two Atlantic denizens, bolted from the restaurant and fled yelping into traffic. When Moscowitz tightened his viselike grip on his septum and Silverman tore through his shoe, they persuaded the oily scammer to plead guilty and apologize for his monumental hustle.

By the end of the day, Madoff was in Lenox Hill Hospital, awash in welts and abrasions. The two renegade main courses, their rage slaked, had just enough strength left to flop away into the cold, deep waters of Sheepshead Bay, where, if I’m not mistaken, Moscowitz lives to this day with Yetta Belkin, whom he recognized from shopping at Fairway. In life she had always resembled a flounder, and after her fatal plane crash she came back as one. ♦

Read more: http://www.newyorker.com/humor/2009/03/30/090330sh_shouts_allen?currentPage=all#ixzz14ib9fxxz

6/11/10

«Kι από Δευτέρα δίαιτα»

   Η ψήφος ήταν πάντα αναφαίρετο δικαίωμά μας. Ναι, σωστά, είπα ήταν γιατί δυστυχώς δεν είναι πια. Έχουμε φτάσει στο σημείο να κατηγορούμε εκείνους που σκοπεύουν να ψηφίσουν στις εκλογές, να τους κοιτάμε με μισό μάτι σαν να προσπαθούν να κρύψουν κάτι, λες και πάνε να ψηφίσουν έχοντας στα σκαριά κάτι το συμφέρον και το συνωμοτικό. Ναι, εμείς, η Ελλάδα της δημοκρατίας φτάσαμε να θεωρούμε προδοσία το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Αν δεν είναι αυτό κατάλυση της δημοκρατίας και παραλήρημα των ηθών, τότε ποιό είναι;
   Εγώ πάντως λέω να ψηφίσω Χατζηγιάννη. Γιατί δηλαδή, χειρότερος είναι από τους εν ενεργία πολιτικούς; Τόσα βροχερά απογεύματα αναγκάστηκα να τον ακούω στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου όταν οι άλλοι σταθμοί έκαναν χιόνια, τον συνήθισα. Άσε που αν εντοπίσω μάλιστα πως ολισθαίνει πολιτικώς μπορώ και να του τραγουδήσω «Χέρια ψηλά» και να παραδοθεί στο άψε-σβύσε. Με τους άλλους τι τύχη να ’χω σάμπως; Ξαδιάντροπα τομάρια με μισθό για παντεσπάνι.
   Τσίπα δεν μας έμεινε σε εθνικό επίπεδο. Ακόμη και τώρα μιλάνε για εκλογική πίτα και τους τρέχουνε αναίσχυντα τα σάλια. Τον Βενιζέλο ειδικά τον είδα που γυάλισε το μάτι του μόλις οι εταιρίες δημοσκοπήσεων ανάφεραν τη λέξη «πίτα». Αν και για να πω την αλήθεια, δυσκολεύτηκα κάπως να διακρίνω το γυάλισμα του ματιού, έτσι όπως έχει κλείσει απ’ το λίπος. Φάγαvε καλά δε λέω, φαίνεται άλλωστε. Έτσι κι εγώ από Δευτέρα λέω να αρχίσω δίαιτα γιατί σιχάθηκα. Απελπίστηκε η ψυχή μου μ’ αυτά που βλέπω κι εκεί όπου πορεύεται ο τόπος. Και τί να κάνω που κατάντησα να σκέφτομαι να ψηφίσω Χατζηγιάννη για να το ρίξω κάπου. Να εξοστρακιστώ λες για να μη βλέπω; Άσε, έχουν σειρά άλλοι…
   Καλά το είπε ο Πάγκαλος, ότι για να αρχίσουμε την επανάσταση πρέπει να παρκάρουμε κάπου τις Μercedes. Κι αυτή η καμπάνα δεν χτυπά μονάχα για την πολιτική τάξη, αλλά για όλους εκείνους που κρέμασαν το αμπέχωνο στην αίθουσα αναμονής και καβάλισαν τα κάμπριο. Και μια που μιλάμε για τετράτροχα βλέπω τόσες αγγελίες τελευταία να πουλάνε αυτοκίνητα και μηχανάκια όσο όσο «λόγω αναχώρησης στο εξωτερικό». Καλά μ’ αυτά, αλλά και καφετιέρες και φουρνάκια μικροκυμάτων που τα πουλάμε όλα λόγω αναχώρησης, τί πάθανε και δεν χωράνε μαζί μας στη βαλίτσα; Που βρήκες βρε Κίτσο μ’ λεβέντη να πας στο εξωτερικό; Πουλήσαμε πρώτα τις ιδεολογίες και τώρα μας απόμειναν οι καφετιέρες… Καλά κρασιά.

3/11/10

«Νυχτερινά»
Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας

Καζούο Ισιγκούρο
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2009

Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
σελ. 208   € 14,00


Στη νέα του εξαιρετική συλλογή διηγημάτων ο Καζούο Ισιγκούρο καταπιάνεται με τον έρωτα, τη μουσική, το πέρασμα του χρόνου. Το εξαίσιο αυτό λογοτεχνικό κουιντέτο μάς μεταφέρει από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο κι από το σαλόνι ενός λονδρέζικου διαμερίσματος στους αχανείς διαδρόμους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο Χόλιγουντ. Στη διάρκεια της διαδρομής γνωρίζουμε νεαρούς ονειροπόλους, αφανείς μουσικούς και σταρ στη δύση τους, που όλοι βρίσκονται σε μια στιγμή απολογισμού και προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Όμως οι πέντε ήρωες αυτών των νυχτερινών διηγημάτων έχουν ακόμα ένα κοινό σημείο: την αγωνία τους να μη χάσει η ζωή τη μαγεία της, ακόμη κι όταν έχουν πια ξεθωριάσει οι ανθρώπινες σχέσεις και οι νεανικές ελπίδες έχουν διαψευσθεί.

«Τα βιβλία του Ισιγκούρο είναι Ζεν κήποι δίχως “ανθισμένες” μεταφορές, δίχως ατίθασα ζιζάνια που απειλούν να καταπιούν την ουσία της πλοκής».
The Globe and Mail

«Ένας συγγραφέας που παίρνει τεράστια ρίσκα και κατόπιν χρησιμοποιεί τα εξαιρετικά του χαρίσματα για να τα χειριστεί όσο πιο λιτά γίνεται».  
The New York Times Book Review

Το σχόλιο του viewer:  Ένας βρετανοθρεμένος ιάπωνας συγγραφέας με πραγματικά δυνατή πένα σε ένα κουϊντέτο που ραγίζει καρδιές! Μετρημένος  αλλά όχι συντηρητικός, γενναιόδωρος  μα διόλου υπερφίαλος, βουτάει  στην ανθρώπινη ψυχή με  λιτότητα μέσα σε μια ελαφριά ατμόσφαιρα που φυσά θαρρείς ένα  νυχτερινό αεράκι, τσαλακώνοντας τους χαρακτήρες του με χιούμορ, σκιτσάροντας μουσικά  το χρόνο καθώς επίσης πράγματα και καταστάσεις,  σε τούτα τα τόσο ολοκληρωμένα διηγήματα που θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηρισθούν νουβέλες-καρποί ξεφλουδισμένοι από τα εξωτερικά τους φυλλώματα. Αν και είμαι πολιτικά αντίθετη, υπήρξε από εκείνα τα αναγνώσματα που μου φόρεσε το γνωστό μου μειδίαμα ονειροπόλησης κι απόλαυσης...

23/10/10

Ἰ­α­πω­νι­κὰ ἄν­θη


Ρα­φα­έ­λε Λὰ Κά­πρια (Raffaele La Capria, Fiori giapponesi)


   ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ μὲ τὴν ἐ­πι­γρα­φὴ «Φαν­τα­σί­α ἀ­πὸ Χαρ­τὶ» πω­λοῦν­ταν χι­λιά­δες πράγ­μα­τα φτι­αγ­μέ­να ἀ­πὸ χαρ­τί, κου­τιὰ κά­θε χρώ­μα­τος καὶ δι­ά­στα­σης, τε­τρά­δια μὲ φαν­τα­χτε­ρὰ ἐ­ξώ­φυλ­λα, πό­στερ ὑ­πέ­ρο­χα ποὺ κρε­μιοῦν­ται στὸν τοῖ­χο, κα­πέ­λα, φο­ρε­σι­ές, χαρ­τα­ε­τοί, μά­σκες, καρ­να­βα­λί­στι­κες ντουν­τοῦ­κες κι οἱ ἐκ­πλή­ξεις δὲν τε­λει­ώ­νουν πο­τέ. Σὲ κά­ποι­ον ἀ­πὸ τοὺς πάγ­κους ἕ­νας ἄν­τρας μὲ τὰ μά­τια τρα­βηγ­μέ­να πρὸς τὰ πά­νω σὰν δυ­ὸ μαῦ­ρα εἰ­σα­γω­γι­κὰ κά­νει νό­η­μα στὸ κο­ρι­τσά­κι νὰ πλη­σιά­σει. Ἐ­κεί­νη σφίγ­γον­τας τὸ χέ­ρι τοῦ πα­τέ­ρα προ­σεγ­γί­ζει δι­στα­κτι­κὰ στὸν πάγ­κο. Ὁ ἄν­τρας τῆς δεί­χνει τρί­α μι­κρὰ κο­χύ­λια πού ’­χουν τὰ χεί­λη σφρα­γι­σμέ­να κι ἔ­πει­τα τῆς λέ­ει «Κοί­τα!» καὶ τ’ ἀ­φή­νει νὰ πέ­σουν σὲ ἕ­να πο­τή­ρι ποὺ ξε­χει­λί­ζει ἀ­πὸ νε­ρό. Βυ­θι­σμέ­να στὸ νε­ρὸ τὰ κο­χύ­λια ἀ­νοί­γουν σι­γὰ-σι­γὰ τὰ χεί­λη τους, κά­τι σὰν νὰ τὰ σπρώ­χνει ἀ­πὸ μέ­σα, ἀ­νοί­γουν δι­ά­πλα­τα καὶ νά­ ‘το ἀ­να­δύ­ε­ται ἕ­να ἄν­θος ζων­τα­νὸ ποὺ ἀ­πορ­ρο­φών­τας ἀ­νοί­γει καὶ δι­α­στέ­λ­λε­ται, ἀ­να­πτύσ­σε­ται ἐ­πά­νω στὸ μί­σχο, ἐ­νῶ τὰ πέ­τα­λα ἀ­νοί­γουν κι ἁ­πλώ­νον­ται ὁ­λο­έ­να καὶ πε­ρισ­σό­τε­ρο, μέ­χρι ποὺ κα­τα­λαμ­βά­νουν ὁ­λό­κλη­ρο τὸ πο­τή­ρι. Ἡ μι­κρού­λα μα­γεύ­τη­κε.

«Μα τί εἶ­ναι;»

«Ἰ­α­πω­νι­κὰ ἄν­θη»

«Ἰ­α­πω­νι­κὰ ἄν­θη; Τί ὄ­μορ­φα ποὺ εἶ­ναι!»

«Δὲν τὰ κα­τα­φέρ­νουν ν’ ἀ­νοί­ξουν ὅ­λα, βλέ­πεις;»

«Για­τί;»

«Ποιὸς ξέ­ρει. Εἶ­ναι λου­λού­δια ἀ­πὸ χαρ­τί. Κά­ποι­ο ἔρ­χε­ται στὴν ἐ­πι­φά­νεια, κά­ποι­ο ὄ­χι.»

«Αὐ­τὸ ἐ­δῶ φαί­νε­ται ἀ­λη­θι­νό!»

«Κι ἀ­νοί­γουν γιὰ σέ­να.»

«Γιὰ μέ­να;»

«Α­νοί­γουν γιὰ τὸν κα­θέ­να μὲ τρό­πο δι­α­φο­ρε­τι­κό, σὰν νὰ εἶ­ναι ὁ κα­θέ­νας τὸ νε­ρὸ ποὺ τὰ πε­ρι­έ­χει.»

«Τὰ θέ­λω! Μοῦ τ’ ἀ­γο­ρά­ζεις μπαμ­πὰ τὰ ἰ­α­πω­νι­κὰ ἄν­θη;»

«Πά­ρ’­ τα καὶ βά­λ’­ τα στὸ δω­μά­τιό σου καὶ θὰ δεῖς ποὺ ἀ­πό­ψε τὴ νύ­χτα θ’ ἀν­θί­σουν.»

«Λοι­πόν, θὰ μοῦ τὰ πά­ρεις;»

   Τὰ κοι­τά­ζει κι ὁ πα­τέ­ρας, ἀλ­λὰ μὲ μιὰ ἀ­νη­συ­χί­α ποὺ δὲν κα­τα­φέρ­νει νὰ συγ­κρα­τή­σει. Σή­με­ρα τὸ βρά­δυ ἡ μι­κρού­λα ξύ­πνη­σε ἀ­πὸ τὸν ὕ­πνο οὐρ­λι­ά­ζον­τας. Ἐ­κεῖ­νος ξέ­ρει τί τῆς συμ­βαί­νει ὅ­ταν σπα­ρά­ζει ἔ­τσι. Συ­νέ­βαι­νε καὶ σὲ κεῖ­νον, τὴ στιγ­μὴ ποὺ κά­θε ἀ­κίν­δυ­νο ἀν­τι­κεί­με­νο τῆς κά­μα­ρης ὅ­που κοι­μό­ταν, ἔ­μοια­ζε νὰ φου­σκώ­νει. Καὶ με­γά­λω­νε μέ­σα του σὰν ἰ­α­πω­νι­κὸ ἄν­θος, τὸ Ἀ­πε­ρι­ό­ρι­στο Πράγ­μα, τὸ ὑ­περ­βο­λι­κό, χω­ρὶς πο­τὲ νὰ βρί­σκει τὸν ἀ­παι­τού­με­νο χῶ­ρο, πο­τέ, μή­τε καὶ μέ­σα στὴ φαν­τα­σί­α. Κι ἔ­τσι σπρώ­χνο­ν­τας τὸ ἀ­πέ­βαλ­λε ἀ­πὸ μέ­σα του ρί­χνον­τάς το στὴν ἄ­βυσ­σο, σβῶ­λος ἀ­πὸ σκο­τά­δι στὸ σκο­τά­δι, κα­θὼς ἕ­να οὐρ­λια­χτὸ ζων­τά­νευ­ε, ἀ­γνώ­ρι­στο, θη­ρι­ῶ­δες, τὸ οὐρ­λια­χτό του, τὸ τε­λευ­ταῖ­ο του ἅρ­παγ­μα. Μέ­χρι ποὺ κά­ποι­ος ἔ­τρε­χε θο­ρυ­βη­μέ­νος, προ­λα­βαί­νον­τας ἴ­σα-ἴ­σα νὰ τὸν σώ­σει, κι ἄ­να­βε τὸ πορ­τα­τὶφ στὸ κο­μο­δί­νο. Τὸ με­τρη­μέ­νο φῶς τῆς λάμ­πας δι­έ­λυ­ε τὸ σκο­τά­δι δη­μι­ουρ­γών­τας κα­τα­πρα­ϋν­τι­κὲς σκι­ὲς γύ­ρω ἀ­π’ τὸ κρεβ­βά­τι. Τὸ κα­λὸ καὶ δί­και­ο φῶς ποὺ τοῦ ἀρ­κοῦ­σε γιὰ νὰ δεῖ ποῦ κα­τα­λή­γουν τὰ μπρά­τσα καὶ τὰ πό­δια, ν’ ἀ­να­γνω­ρί­σει σὲ μιὰ κα­ρέ­κλα ἢ ἕ­να τρα­πέ­ζι τὰ ση­μεῖ­α ἀ­να­φο­ρᾶς ποὺ τὸν ἐ­πα­νέ­φε­ραν στὴ θέ­ση του στὸν κό­σμο.

Ὅ­λα αὐ­τὰ περ­νοῦ­σαν ἀ­πὸ τὸ μυα­λὸ τοῦ πα­τέ­ρα γιὰ μιὰ στιγ­μὴ ἐ­νῶ ἡ μι­κρού­λα τὸν ρώ­τα­γε «Λοι­πὸν θὰ μοῦ τὰ πά­ρεις;» Κι ἐ­κεῖ­νος ψά­χνει στὰ μά­τια τῆς κό­ρης ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κεί­νη τὴ λα­θραί­α κι ἄ­πια­στη νυ­χτε­ρι­νὴ ζω­ή, ὁ­πό­ταν κι αὐ­τὴ αἰ­σθά­νε­ται ἀ­νε­πα­νόρ­θω­τα μό­νη. Μὰ τί­πο­τα δὲν φα­νε­ρώ­νει ­κεῖ­νο τὸ βλέμ­μα ἀ­πὸ ὑ­γρὸ κε­χριμ­πά­ρι, θαμ­πὸ καὶ μα­ζὶ ἰλ­λιγ­γι­ῶ­δες, μα­γε­μέ­νο μπρο­στὰ σὲ τοῦ­τα τὰ λου­λού­δια ποὺ ἀν­θί­ζουν μὲ τρό­πο δια­φο­ρε­τι­κὸ γιὰ τὸν κα­θέ­ναν.


Πη­γή: Ἀ­πὸ τὸν τό­μο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).


Raffaele La Capria (Νά­πο­λη τῆς Ἰ­τα­λί­ας, 1922). Ἰ­τα­λὸς συγ­γρα­φέ­ας, γνω­στὸς ἰ­δι­αί­τε­ρα γιὰ τὰ τρί­α μυ­θι­στο­ρή­μα­τά του ποὺ συγ­κεν­τρώ­θη­καν ὑ­πὸ τὸν τίτ­λο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).

Με­τά­φρα­ση ἀ­πὸ τὰ ἰ­τα­λι­κά:

Ξέ­νια Πα­πα­δη­μη­τρί­ου (Θεσ­σα­λο­νί­κη, 1974). Σπού­δα­σε φω­το­γρα­φί­α καὶ συν­τή­ρη­ση ἔρ­γων τέ­χνης. Δη­μο­σί­ευ­σε δι­η­γή­μα­τά της στὰ πε­ρι­ο­δι­κὰ Νὰ ἕ­να μῆ­λο, Συμ­παν­τι­κὲς δι­α­δρο­μὲς καὶ Ὥ­ς3. Ζεῖ καὶ ἐρ­γά­ζε­ται στὴν Ἰ­τα­λί­α καὶ στὴν Ἑλ­λά­δα.

http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/09/19/raffaele-la-capria-iaponika-anthi/

14/10/10

The art of losing

Ο μεγάλος Τζον Μπάνβιλ μιλάει στη Δέσποινα Τριβόλη για την τέχνη της αποτυχίας.


Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα.
Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας.

Το πιο συνηθισμένο επίθετο που χρησιμοποιείται για τον Τζον Μπάνβιλ είναι «δύσκολος». Η γραφή του θυμίζει ποίηση -αιχμηρή και πυκνή συγχρόνως-, η γλώσσα του είναι δουλεμένη αριστοτεχνικά και λαξευμένη σαν μάρμαρο στον ήλιο. Τον παραλληλίζουν συχνά με έναν άλλο μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα, τον Τζέιμς Τζόις. Ο Μπάνβιλ γράφει πάνω από τριάντα χρόνια - έχει πια γίνει διάσημος, θεωρείται από τους κορυφαίους συγγραφείς του αγγλοσαξονικού κόσμου, κάτι που επιβεβαιώθηκε πλέον και επισήμως με το Βραβείο Μπούκερ που κέρδισε το 2005 για τη Θάλασσα. Ο ίδιος δηλώνει ότι απεχθάνεται τα βιβλία του. Ίσως γι' αυτό μετά το Μπούκερ, σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης, εφηύρε μια άλλη συγγραφική περσόνα, τον Μπέντζαμιν Μπλακ, που γράφει ιστορίες μυστηρίου με πρωταγωνιστή έναν σκληρό ιατροδικαστή. Έχει μάλιστα βγάλει τέσσερα βιβλία στα τελευταία τρία χρόνια· περίεργη αντίφαση για έναν συγγραφέα που μοιάζει να γράφει με το σταγονόμετρο και έχει παραδεχτεί ότι γράφει μόλις διακόσιες λέξεις την ημέρα (μετά τη Θάλασσα έχει κυκλοφορήσει μόλις ένα βιβλίο ως Τζον Μπάνβιλ, τους Άπειρους Κόσμους).

Aφού κερδίσατε το Βραβείο Μπούκερ για το βιβλίο σας «Η Θάλασσα» δηλώσατε ότι χαρήκατε που ένα έργο τέχνης κέρδισε το Μπούκερ, κάτι που μάλλον ξένισε τους Λονδρέζους διανοούμενους. Παράλληλα, βέβαια, δηλώνετε συνέχεια πόσο πολύ αντιπαθείτε τα βιβλία που έχετε γράψει ως Τζον Μπάνβιλ. Δεν βλέπετε κάποια αντίφαση σε αυτό;

Νομίζω πως μάλλον μετανιώνω τώρα πια γι' αυτήν τη δήλωση. Ήμουν μάλλον σκανδαλιάρης και ήθελα να ενοχλήσω τους Λονδρέζους διανοούμενους, αν και εννοούσα αυτό που είπα: ήταν καλό που ένα βιβλίο σαν τη Θάλασσα, το οποίο τουλάχιστον φιλοδοξεί να είναι έργο τέχνης, κέρδισε ένα βραβείο που αποδίδεται ουσιαστικά στη mainstream λογοτεχνία που απευθύνεται στον μέσο όρο - όχι ότι υπάρχει τίποτα κακό στη mainstream λογοτεχνία που απευθύνεται στον μέσο όρο, αν αυτό είναι που σου αρέσει. Όσο για την απέχθεια που έχω για τα βιβλία μου, πρέπει στ' αλήθεια να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Τα βιβλία μου είναι καλύτερα από οποιουδήποτε άλλου, φυσικά, απλώς όχι αρκετά καλά για μένα. Το μόνο που βλέπω όταν τα κοιτώ είναι τα ψεγάδια και οι ατέλειές τους, αν και φυσικά τέτοια πράγματα είναι αναπόφευκτα. Όπως λέει και ο Μπέκετ: «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».

Τι μπορεί να κάνει κανείς αφού κερδίσει το Βραβείο Μπούκερ; Υπήρξε κάποια στιγμή που αναρωτηθήκατε τι θα μπορούσατε πλέον να επιτύχετε μετά από ένα τόσο σημαντικό βραβείο;

Το Βραβείο Μπούκερ είναι πάρα πολύ σημαντικό για έναν συγγραφέα, τον εκδότη του και τον τομέα των εκδόσεων γενικότερα, γιατί πουλάει πολλά βιβλία, πολλά από αυτά μάλιστα σε ανθρώπους που δεν θα διάβαζαν έναν συγκεκριμένο συγγραφέα ή ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Αυτή όμως είναι και η μόνη του σημασία. Δεν αποτελεί κρίση για την τέχνη κάποιου. Ένας συγγραφέας που εντυπωσιάζεται από τα βραβεία έχει πρόβλημα.
Έχετε περιγράψει με μεγάλη λεπτομέρεια ότι ο Μπέντζαμιν Μπλακ έχει την ελευθερία να κάνει πράγματα που δεν κάνει ο Τζον Μπάνβιλ. Είναι αυτός ο λόγος που εφηύρατε αυτή την εναλλακτική συγγραφική περσόνα;

Δεν είμαι σίγουρος γιατί εφηύρα τον Μπέντζαμιν Μπλακ. Στην αρχή έμοιαζε με ένα παιχνίδι του μυαλού, αλλά πλέον νομίζω πως ήταν ένα παιχνίδι από την πλευρά του Μπάνβιλ για να κάνει ένα πείραμα και να δει πώς θα ήταν να πάει προς μια διαφορετική κατεύθυνση και τι ακριβώς θα μπορούσε να κάνει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι φιλοδοξίες του Μπέντζαμιν Μπλακ δεν είναι τόσο υψηλές όσο του Μπανβιλ, αλλά ο Μπλακ, με τον δικό του ήσυχο τρόπο, αντλεί περηφάνια από το έργο του. Αυτή την περηφάνια τη ζηλεύει ο Μπάνβιλ.

 Παρατήρησα πως όταν μιλάτε για τις δυο συγγραφικές περσονές σας αναφέρεστε στον εαυτό σας στο τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι λίγο παράξενο αυτό;

Το κάνω μόνο και μόνο για να διαχωρίσω τον Μπέντζαμιν Μπλακ από τον Τζον Μπάνβιλ. Δεν αισθάνομαι διαιρεμένος ή διχασμένος. Για πάρα πολλά χρόνια έβγαζα τα λεφτά μου από την πρωινή μου δουλειά ως επιμελητή στις εφημερίδες. Αυτή η ζωή ήταν πιο διχασμένη από τη ζωή που ζω τώρα.

«Πόσο ανακριβής είναι η γλώσσα, και πόσο δύσκολο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων» λέει ο Μαξ στη Θάλασσα. Αυτό μοιάζει να είναι μοτίβο σε όλα σας τα βιβλία. Όχι μόνο δίνετε μεγάλη σημασία στη γλώσσα, αλλά στη δουλειά σας συναντά κανείς την αντίληψη ότι η γλώσσα περιορίζει, ή ότι οι λέξεις δεν φτάνουν για να εκφράσουν το εύρος των συναισθημάτων ή των εικόνων που θα μπορούσε να έχει κάποιος. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Οποιοσδήποτε γράφει ένα γράμμα στη μητέρα του, σε έναν διευθυντή τράπεζας ή στον εραστή του ξέρει πόσο ανεπαρκής και καμιά φορά προδοτική μπορεί να γίνει η γλώσσα. Όταν έχει γραφτεί το γράμμα, ο συγγραφέας κάνει ένα βήμα πίσω και παρατηρεί πως αυτό που ήθελε να πει δεν έχει ειπωθεί ή τουλάχιστον δεν έχει ειπωθεί πλήρως. Κάποιος άλλος μοιάζει να μιλάει, υπερκαλύπτοντας ή υποσκάπτοντας τη φωνή του συγγραφέα. Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα. Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, η γλώσσα είναι το πιο πολύτιμο δώρο που μας έχουν δώσει οι θεοί. Αν κάποιος με ρωτούσε ποια είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, θα έλεγα αμέσως: η πρόταση. Έχουν υπάρξει πολιτισμοί που τα κατάφεραν μια χαρά χωρίς τον τροχό, αλλά όλοι τους χρειαζόντουσαν την πρόταση, όχι μόνο για να ανθίσουν αλλά απλά και μόνο για να επιζήσουν.

Πολλές φορές σας βλέπουν ως δύσκολο ή έντονο συγγραφέα, κάποιον με εμμονή στη λεπτομέρεια, που γράφει σχεδόν ποιητικά. Πιστεύετε ότι ισχύει κάτι τέτοιο για τη δουλειά σας; Σας νοιάζει τι πιστεύουν οι άλλοι για τα βιβλία σας;

Θα ήθελα να αρέσουν τα βιβλία μου στους αναγνώστες -ή μάλλον να τα αγαπούν-, αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράφω όσο πιο καλά μπορώ και να ελπίζω για το καλύτερο. Προσπαθώ να δώσω στην πρόζα μου το βάρος και την πυκνότητα της ποίησης - γιατί όχι; Ο μακαρίτης ο φίλος μου ο John McGahern έκανε πάντα έναν ωραίο διαχωρισμό: Έλεγε ότι υπάρχει η πρόζα, υπάρχει ο στίχος και υπάρχει και η ποίηση. Η ποίηση μπορεί να συμβεί και στις δυο μορφές γραφής. Η ποίηση είναι αυτή που δίνει αυτή την αίσθηση εγρήγορσης, αυτή την αίσθηση της έντονης ζωής για την οποία καταφεύγουμε στην τέχνη.

 Γράφετε πάνω από 30 χρόνια. Τι νομίζετε ότι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε το γράψιμο ή τον τρόπο με τον οποίο γράφετε;

Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Γράφω όπως έγραφα πάντα, προσπαθώντας να πω αυτό που θέλω όσο πιο σωστά γίνεται και αποτυγχάνω. Ίσως όμως αποτυγχάνω λίγο καλύτερα κάθε φορά.

Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να αλλάξει ένα βιβλίο τη ζωή κάποιου; Υπάρχει ένα βιβλίο που να έχει αλλάξει τη δική σας με κάποιον τρόπο;

Εξαρτάται από το βιβλίο και για ποια αλλαγή μιλάμε. Ο Ρίλκε έχει δηλώσει πως από τη στιγμή που θα αντικρίσεις τον αρχαϊκό κορμό του Απόλλωνα πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου, και πράγματι πρέπει, αλλά αυτή η αλλαγή πρέπει να είναι απειροελάχιστη. Όλα μάς αλλάζουν, μας μεγαλώνουν λίγο και η τέχνη έχει αυτό το αποτέλεσμα λίγο πιο έντονα από τα περισσότερα πράγματα τουλάχιστον. Οπότε όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει με έχουν αλλάξει με κάποιον μικρό τρόπο.

Επισκεφτήκατε την Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν δουλεύατε για την Aer Lingus. Υπάρχει μια εικόνα ή μια ιστορία από αυτή σας την επίσκεψη που να την έχετε κρατήσει μετά από όλα αυτά τα χρόνια;

Να περπατάω στο λυκόφως στη Μύκονο -όχι μόνο δεν είχε αεροδρόμιο, δεν είχε καν λεωφορεία ή αυτοκίνητα όσο ήμουν εκεί- και να συναντάω έναν όρμο με μια ξανθή παραλία, μια θάλασσα σκούρα σαν το κρασί και μία μόνο ταβέρνα που έπαιζε θρηνητική ελληνική μουσική από το ραδιόφωνο. Ήταν μια αξέχαστη στιγμή.

http://www.lifo.gr/mag/features/2105


ΤΖΟΝ ΜΠΑΝΒΙΛ - ΑΠΕΙΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
Μτφρ.: Τόνια Κοβαλένκο, Εκδόσεις Καστανιώτη, Σελ.: 252, τιμή: €14 .

 Τροχίζοντας επίμονα τις προεξοχές των λέξεων, ο Τζων Μπάνβιλ φέρνει στο φως την υπεροχή της περιγραφής στη λογοτεχνία. Ένας υπέροχος στυλίστας, που ξεγλιστρά από την εκζήτηση. Το φως και η σκιά είναι τα αναπότρεπτα στοιχεία της συγγραφικής πραγματογνωμοσύνης του μεγάλου Ιρλανδού αφηγητή, στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Άπειροι Κόσμοι». Η ένταση και η πυκνότητα του κειμένου δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι η πεζογραφία δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Στο εν λόγω έργο ιχνογραφείται το χρονικό ενός επικείμενου θανάτου όπου οι Θεοί δεν είναι αμέτοχοι. Ο Αργειφάντης Ερμής, αυτός που φωτίζει τον ουρανό, ο προστάτης της αυγής, ο γλυκομίλητος κατεργάρης, επεμβαίνει συχνά στον ρου της εξιστόρησης βοηθώντας στην αποτροπή ή στη μετεξέλιξη των συμβάντων. Δεν ξεχνά βέβαια να καλύψει τα ίχνη του γέρο-Δία πατέρα, που η αποτρόπαιη δίψα του για ερωτική αποδοχή περιπλέκει τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Ο κύριος όγκος του μυθιστορήματος, από την άλλη, εκφράζεται μέσα από το ανθρώπινο στοιχείο, που αντιπροσωπεύεται από μια οικογένεια. Μια ιεραρχική ομάδα, όπου δεσπόζει η μορφή του πατέρα. Θα λέγαμε, καλύτερα, η απουσία αυτού. Διότι ο δεινός μαθηματικός, ο εφευρέτης συμβόλων, ο μελετητής των αριθμών, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σάβανο της σάρκας του. Στο «Υπερώο» του σπιτιού, ο Αδάμ πεθαίνει. Πρωτόπλαστος, που ταυτόχρονα είναι και εξόριστος. Με μια έννοια πραγματιστική. Ποτέ του δεν χώρεσε σε κανόνες. Το αδούλωτο πνεύμα του σαρώνει περιοχές απάτητες και σκέψεις απωθημένες. Γαντζωμένα θραύσματα συσσωρευμένων παθών. Μιλιά δεν έχει. Κέρινη ακινησία. Από κοντά η πολύ νεότερη γυναίκα του. Τι την μάγεψε σε αυτόν το δυσοίωνο άντρα, ακόμη αναρωτιέται. Ένα βροχερό απόγευμα σε μια γέφυρα, θυμάται. Ελπίζει πως αυτή θα είναι η τελευταία εικόνα που θα πάρει μαζί του. Ακολουθεί η Πέτρα, η νευρωτική κόρη. Συντάσσει με ευλάβεια ιερομόναχου ένα ευρετήριο ιατρικών παθήσεων. Δυσκολεύεται στην επικοινωνία. Ο χρόνος είτε σέρνεται είτε την παρασύρει σε ένα ξέφρενο αγώνα ταχύτητας. Δίπλα της, στον ρόλο του αδερφού, ο Αδάμ νούμερο δύο. Ανασφαλής και υπόλογος της πατρικής χειραφέτησης. Όσο και αν προσπαθεί να αποκτήσει ολότελα δική του φωνή, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η γυναίκα του, μια ηθοποιός του κλασικού θεάτρου, ερωτικά παραμελημένη, αποτελεί το νήμα της στάθμης για τη πνευματική του υγεία.

Η ψυχρή πρόζα του Μπάνβιλ, γνωστός και με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ, ξεχύνεται χειμαρρώδης, από κάθε δυνατή πηγή. Οι πόροι της αναπνέουν ζωτικότητα. Στροβιλίζει τον μύθο γύρω από μνήμες και απαριθμήσεις. Οι παλιότεροι τις καταχωνιασμένες απώλειές τους, οι νεότεροι τη δειλία τους, οι Θεοί τις αταξίες τους. Αυτό το αμβλύστομο μείγμα παρασύρει στη μυστική σπηλιά του τον φέροντα σκελετό μιας μυθιστορίας, που ακάματη ερεθίζει τις αισθήσεις. Ο λόγος του ακριβός, με μαύρο χιούμορ και σαιξπηρικές απολήξεις, αποκτά την στιλπνότητα της ποίησης δίχως να είναι καν ποιητικός. Ο τίτλος και μόνο προδίδει ένα παράδοξο ερώτημα. Το άπειρο πολλαπλασιάζεται; Είναι ένα όλον ή στοιχειοθετημένες ψηφίδες, ατάκτως σπαρμένες; Το μυστήριο του Άλλου.

Η αρχική ιδέα για το μυθιστόρημα πάρθηκε από το θεατρικό έργο του Γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Χάινριχ φον Κλάιστ, «Αμφιτρύων». Τελικά αυτονομήθηκε, αφού ο σχηματισμός των ηρώων τράβηξε τον Μπάνβιλ σε άλλα μονοπάτια. Ένα άπειρο σύμπαν όπου όλες ή τουλάχιστον οι περισσότερες επιθυμίες τείνουν να πραγματοποιηθούν. Η κύρια αδυναμία των «θνητών» έγκειται στο ότι αξιολογούν τη λογική σαν την οδό προς την αλήθεια. Έτσι χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι από τη γοητεία των πραγμάτων. Εκεί σημαντικό ρόλο παίζει η έκφραση, οι διαστάσεις και όχι το αντικείμενο αυτό καθεαυτό. Οι σχέσεις των επίγειων χαρακτήρων προσβάλλονται από την ανυπαρξία. Αγνοούν τα κομμάτια που λείπουν από τον χάρτη. Ενώ προσπαθούν να τα βρουν, επινοούν δικά τους σχέδια και φαντασιακές ενασχολήσεις που τελικά τους ενώνουν. Αυτοσχεδιάζουν, εναρμονισμένοι με την φύση που οργιάζει γύρω τους. Έχουν κατασκευάσει μια ιδιότυπη Κιβωτό, όπου ο καθένας παροτρύνει τον διπλανό του για τη τελική έξοδο. Ο πατέρας, αυτός ο φροντιστής και τιμωρός, μετακινεί σαν μαριονέτες τους οικείους του. Η φαινομενική αυθεντία του ενός σπάει σε μικρά κομμάτια όταν ξεσπά η οδύνη και η ενοχή παλιότερων πληγών.

Ο Μπάνβιλ εκτροχιάζει τη σκέψη των πρωταγωνιστών του, βάζοντάς τους συνεχώς διλήμματα. Ακόμη και μια απλοϊκή πράξη είναι βάσανο. Διακτινίζεται σε παράλληλες περιφέρειες χωροχρόνου. Ο συγγραφέας δοκιμάζει σε αυτό το βιβλίο να μετατρέψει τη γνώριμη αποστασιοποίηση του σε λυρικό τραγούδι και το πετυχαίνει σε εξαίσιο βαθμό. Ένας υδροβιότοπος από ζωγραφισμένες αρτ-ντεκώ σκηνές, όπου διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού η αγάπη του Μπάνβιλ για τους κόλαφους των ακατονόμαστων ηδονών, και δεν μιλάμε αποκλειστικά γι' αυτούς της σάρκας. Ύστερα από το βραβείο Booker (με το μυθιστόρημα «Η θάλασσα», 2005), ο Τζων Μπάνβιλ επιστρέφει ως Μπάνβιλ, συστήνοντας μας, ξανά, τον ζωτικό χώρο του αδιανόητου, σαν μοχλός σκέψης. Σαν τρίχα πάνω στην επιφάνεια της λίμνης, σαν σκόνη που μπαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα. Αξίζει να σημειώσουμε πως η μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο μεταγγίζει απλόχερα όλη την υγρασία του πρωτότυπου κειμένου.

του Νίκου Κουρμουλή
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=547978

9/10/10

Αντόνιο Ταμπούκι “Η ζωή δε βρίσκεται σε αλφαβητική σειρά”

"Η ζωή δε βρίσκεται σε αλφαβητική σειρά, όπως πιστεύετε εσείς. Εμφανίζεται λίγο εδώ και λίγο εκεί, όπως νομίζει αυτή καλύτερα, θρυμματίζεται, το πρόβλημα είναι να μαζέψεις μετά τα ψίχουλα, είναι μια σωρός από άμμο -και ποιός είναι άραγε ο κόκκος που συγκρατεί τον άλλο; Κάποιες φορές εκείνος που βρίσκεται στην κορυφή και φαίνεται υποβασταζόμενος από όλη τη σωρό είναι ακριβώς αυτός που κρατάει ενωμένους όλους τους άλλους. Γιατί αυτή η σωρός, βλέπεις, δεν υπακούει στους νόμους της φυσικής, βγάλε τον κοκκίσκο που πίστευες ότι δεν στήριζε τίποτα και καταρρέουν όλα, η άμμος γλυστρά, ισοπεδώνεται και δεν σου μένει άλλο από το να κάνεις ζιγκ ζαγκ με το δάχτυλο, κλωθογυρίσματα, μονοπάτια που δεν σε βγάζουν πουθενά, και δώστου να μένεις εκεί σχεδιάζοντας ελιγμούς, μα που να’ναι εκείνος ο ευλογημένος κόκκος που τους ένωνε όλους μαζί… Κι ύστερα, μια μέρα το δάχτυλο σταματά από μόνο του, δεν αντέχει πια να κλωθογυρίζει, στην άμμο υπάρχει ένα διάγραμμα περίεργο, ένα σχέδιο ανώφελο δίχως νόημα κι εκεί μια υποψία σε κυριεύει, ότι η σημασία όλου αυτού του πράγματος ήτανε τελικά τα ζιγκ ζαγκ."                                           


Μετάφραση: Ξένια Παπαδημητρίου


 Antonio Tabucchi
“La vita non è in ordine alfabetico”

"La vita non è in ordine alfabetico come credete voi. Appare... un po' qua e un po' là, come meglio crede, sono briciole, il problema è raccoglierle dopo, è un mucchietto di sabbia, e qual è il granello che sostiene l'altro? A volte quello che sta sul cocuzzolo e sembra sorretto da tutto il mucchietto, è proprio lui che tiene insieme tutti gli altri, perché quel mucchietto non ubbidisce alle leggi della fisica, togli il granello che credevi non sorreggesse niente e crolla tutto, la sabbia scivola, si appiattisce e non ti resta altro che farci ghirigori col dito, degli andirivieni, sentieri che non portano da nessuna parte, e dai e dai, stai lì a tracciare andirivieni, ma dove sarà quel benedetto granello che teneva tutto insieme... e poi un giorno il dito si ferma da sé, non ce la fa più a fare ghirigori, sulla sabbia c'è un tracciato strano, un disegno senza logica e senza costrutto, e ti viene un sospetto, che il senso di tutta quella roba lì erano i ghirigori."



Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε το 1943 στην Πίζα, πόλη στην οποία εξακολουθεί να μένει, μετά από πολύχρονη παραμονή στην Πορτογαλία. Το 1997 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Αριστείο Γραμμάτων. Τα βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα είναι τα εξής : Piazza d'Italia (1975), Il piccolo naviglio (1978), Il gioco del rovescio (1981), Donna di Porto Pim (1983 - Η γυναίκα του Πόρτο Πιμ, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα 1977), Notturno Indiano (1984 - Νυχτερινό στην Ινδία, ελλην. μτφρ. Μυρσίνης Ζορμπά, Οδυσσέας, 1990), Piccoli equivoci senza importanza (1985), Il filo dell'orizzonti (1986 - Η γραμμή του ορίζοντα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1998), I volatili del Beato Angelico (1987), I dialoghi mancati (1988), Un baule pieno di gente (1990), L'angelo nero (1991 - Ο Μαύρος Άγγελος, ελλην. μτφρ. Τότας Κονβερτίνο, Εστία, 1995), Sogni di sogni (1992 - Όνειρα ονείρων, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999), Requiem (1992 - Ρέκβιεμ, ελλην. μτφρ. Domenica Minniti, Οδυσσέας, 1994), Gli ultimi tre giorni di Fernando Pessoa (1994 - Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999) Sostiente Pereira (1994 - Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1995), La testa perduta di Damasceno Monteiro (1997 - Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1998), Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες - Συζητήσεις του Αντόνιο Ταμπούκι με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης (Άγρα, 1999).

6/10/10

Socotra Island-Νήσος Σοκότρα, το εξωγήινο νησί!


 

Το νησί αυτό διαλύει κάθε έννοια "φυσιολογικού" για ένα τοπίο εδώ στη Γη.
Φαντάσου να ξυπνήσεις μια μέρα στο νησί αυτό και να ρίξεις μια ματιά γύρω σου.
Μετά από ένα επιφώνημα έκπληξης θα νομίσεις ότι σε μετέφεραν σε κάποιο άλλο πλανήτη.
Στην πραγματικότητα πρόκειται για μια ομάδα τεσσάρων νησιών που έχει μείνει απομονωμένη γεωγραφικά απότην Αφρικανική ήπειρο για περισσότερο από 6 ή 7 εκατομμύρια χρόνια.
Όπως και τα νησιά Γκαλαπάγκος, το νησί αυτό βρίθει από περίπου 700 εξαιρετικά σπάνια είδη χλωρίδας και πανίδας,το 1/3 των οποίων είναι ενδημικά εκεί, δηλαδή δεν βρίσκονται πουθενά αλλού στη Γη.


Το κλίμα είναι αντίξοο, ζεστό και ξηρό, αλλά και όμως -τα πιο καταπληκτικά φυτά ευδοκιμούν εκεί.
Ευρισκόμενο στον Ινδικό Ωκεανό, 250 χλμ. από τη Σομαλία και 340 χλμ. από την Υεμένη, οι πλατειές αμμώδεις παραλίες υψώνονται σε σχιστολιθικές πλαγιές γεμάτες από σπηλιές (μερικές μέχρι και 7 χλμ. μήκος) και σε βουνά ύψους 1525 μέτρων .


Το όνομα Σοκότρα προέρχεται από τα Σανσκριτικά και σημαίνει Ευδαιμονία.


Μερικές από τις ποικιλίες των φυτών και των δένδρων μέσα από γεωλογική απομόνωση είναι γένη 20 εκατομμυρίων ετών.

Το δένδρο "Αίμα του Δράκου" είναι πηγή πολύτιμων συστατικών, βαφών αλλά και φαρμάκων για όλες τις ασθένειες.
Από απόσταση φαίνονται σαν ιπτάμενοι δίσκοι και από πάνω σα γιγάντια μανιτάρια.

Το "Άνθος της Ερήμου" μοιάζει με πόδι ελέφαντα.
Αυτό το φυτό φαίνεται να μη χρειάζεται καθόλου χώμα και περνά τις ρίζες του κατευθείαν μέσα από το βράχο.
Επίσης έχει ξεχωριστή προσωπικότητα και του αρέσει να "χαμογελάει" για μια φωτογραφία!

Η κυκλοφορία είναι πρόβλημα καθώς δεν υπάρχουν σχεδόν καθόλου δρόμοι..
Παρόλα αυτά το νησί έχει 40.000 κατοίκους.


Η κυβέρνηση της Υεμένης έφτιαξε τους πρώτους δρόμους μόλις πριν δυο χρόνια μετά από διαπραγματεύσεις με την UNESCO που ανακήρυξε το νησί Παγκόσμια Φυσική Κληρονομιά.
Ξεχάστε τα ξενοδοχεία και τα εστιατόρια, εδώ επιτρέπεται μόνο "οικοτουρισμός" που διαφυλάσσει την τοπική οικονομία και τον τρόπο ζωής.

Το νησί είναι παράδεισος επίσης για 140 διαφορετικά είδη πουλιών, 10 από τα οποία δεν υπάρχουν πουθενά αλλού στον κόσμο.
Al Hajarah, Υεμένη - τυλιγμένη στην ομίχλη.
Μια ιδέα από την μοναδική αρχιτεκτονική του Σοκότρα και της Υεμένης γενικότερα.
 

4/10/10

"Μεταμορφώσεις" της Άννας Περντρώ-Παροίκου

Μία ξεχωριστή έκθεση με δημιουργίες της Άννας Περντρώ-Παροίκου παρουσιάζει ο Πολιτισμικός Οργανισμός του Δήμου. Η Άννα Περντρώ-Παροίκου, που σχεδιάζει και υλοποιεί η ίδια όλες τις δημιουργίες της από την αρχή μέχρι το τέλος, θα παρουσιάσει στο κοινό μία σειρά έργων από γλυπτά, ταπισερί, κοστούμια και μάσκες.


Εγκαίνια: Τετάρτη 06 Οκτωβρίου 2010, ώρα 20:00

Η δημιουργός είναι ιδρυτικό μέλος του θεάτρου "Έξοδος Αιγαίου" και έχει την αποκλειστική ευθύνη της εικαστικής όψης όλων των παραγωγών του θεάτρου με εκατοντάδες θεατρικά κοστούμια και μάσκες στο ενεργητικό της. Με αφορμή τη θεατρική της δράση και παράλληλα με αυτή αναζητά και άλλους τρόπους έκφρασης με έργα γλυπτικής, ταπισερί και ζωγραφικής.

Η έκθεση αυτή είναι το αποτέλεσμα της τριαντάχρονης περιπλάνησής της μέσα στο λαβύρινθο του θεάτρου και η εικαστική έκφραση των μεταμορφώσεων που προκαλεί η αγωνία της θεατρικής δημιουργίας.

Ώρες λειτουργίας: Καθημερινά 10:00-20:00, Κυριακή 10:00-14:00
Επικοινωνία: 210 3452150
Τόπος: Πολιτιστικό Κέντρο “Μελίνα”
Διεύθυνση: Ηρακλειδών 66 και Θεσσαλονίκης, Θησείο, στάση Μετρό: Κεραμεικόs

Πηγή: http://www.cityofathens.gr/

2/10/10

Σύμη: το ελληνικό Capri

Καθώς το καταμαράν της Dodecanisos Seaways κόβει ταχύτητα για να μπει στο λιμάνι της Σύμης νιώθεις εκείνη την υπέροχη ησυχία να σε τυλίγει κι εσύ να συναινείς καθώς έχεις μείνει άφωνος από τη συγκηνητική ομορφιά του τοπίου. Θα τη θυμάμαι για πάντα αυτή τη μαγική στιγμή που το καράβι έπλεε στα ατάραχα νερά και τα πολύχρωμα σπιτάκια έστεκαν να κοιτάνε με τ' αθώα ματάκια τούς τους καινούριους ξένους που κατέφθαναν. Μια ώρα από την πολύβουη Ρόδο, τόσο ανυπεράσπιστη, σκέφτηκα, μια άσπιλη ομορφιά, όπως η ομορφιά οφείλει να είναι. Κι όταν κατεβήκαμε και χαθήκαμε στα στενάκια της με κάθε σπιτάκι να γίνεται μια έκπληξη, το φούρνο ίδιο με τριάντα χρόνια πριν και τις γάτες παχουλές κι άφοβες να χαϊδεύονται στα πόδια μας, ένιωσα να μπαίνω σε ένα χωροχρόνο πολύ μακρινο από αυτόν που ζω, μια απλότητα που φοβήθηκα να μην τη λερώσω, μια ησυχία που νόμιζα πως έχει χαθεί για πάντα. Δεν ξέρω αν είναι έτσι ή έτσι φαίνεται, όμως εγώ επέλεξα να την κρατήσω έτσι στην καρδιά μου, έστω και ως ψευδαίσθηση, για να την κουβαλώ μαζί μου και στις πιο βαριές μου στιγμές.

 Ιστορία της Σύμης

Στην εποχή του μύθου, διάφορες εκδοχές αναφέρονται από αρχαίους συγγραφείς για την ονομασία της Σύμης.

Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης λέει πως απόκτησε το όνομα το νησί, από την νύμφη Σύμη με την οποία ζευγάρωσε ο Ποσειδώνας φέρνοντας στο κόσμο ένα αγόρι που το ονόμασαν Χθόνιο.

Στη Σύμη έφτασε και ο Προμηθέας, αδελφός του Ατλαντα και δίδαξε πολλές τέχνες και τη μακροβιότητα. Ο Ευστάθιος αποδίδει το όνομα στη κόρη του Ιαλυσού και της Δωτίδας τη Σύμη, την οποίαν έκλεψε ο Γλαύκος και την έφερε στο νησί.

Ο Γλαύκος ο οποίος θεωρείται ο πρώτος κάτοικος της Σύμης, ήταν δεινός κολυμβητής και ναυπηγός και τις ικανότητες του αυτές τις δίδαξε στους κατοίκους του νησιού. Θεωρείται ο κατασκευαστής του πλοίου της Αργοναυτικής εκστρατείας «Αργώ», το πλοίο στο οποίο επιβιβάστηκαν οι Αργοναύτες για την εκστρατεία τους στην Κολχίδα.

Το νησί είχε και άλλα ονόματα όπως Καρική, Μεταποντίς, Αιγλη και Έλκουσα.

Ο πρώτος βασιλιάς της Σύμης ήταν ο Νιρέας ο οποίος αναφέρεται από τον Όμηρο για τη συμμετοχή του στην εκστρατεία της Τροίας με 3 πλοία. Στο νησί υπήρχε κάποτε και ιερό του Ποσειδώνα.

Από το νησί πέρασαν οι Λέλεγες, οι Ρόδιοι, οι Αργείοι, οι Λακεδαιμόνιοι και αργότερα οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί για να ακολουθήσουν οι Ιωαννίτες Ιππότες. Οι Συμιακοί έγιναν γνωστοί ως ναυπηγοί, ψαράδες και σφουγγαράδες και έφεραν πλούτο και δόξα στο νησί. Το 1460 κατάφεραν να αποκρούσουν τον πολυάριθμο στρατό των Τούρκων. Το 1522 κατέλαβαν τη Σύμη οι Τούρκοι αλλά οι Συμαίοι προσφέροντας δώρα στο Σουλτάνο, εξασφάλισαν σημαντικά προνόμια όπως αυτό της ελευθερίας στη θρησκευτική έκφραση και γλώσσα. Πρόοδος σημειώθηκε στα γράμματα και ιδρύθηκαν σχολεία όπως η Σχολή της Αγίας Μαρίνας (1756-1821).

Στην Επανάσταση του 1821 πήρε ενεργά μέρος λόγω της ευημερίας στη ναυτιλία και στο εμπόριο. Η συμμετοχή τους, όμως, στην επανάσταση είχε ως αποτέλεσμα την κατάργηση ορισμένων προνομίων.


Από το 1912 περιήλθε κάτω από Ιταλική κατοχή, η οποία υπήρξε ιδιαίτερα σκληρή για τους κατοίκους. Η άλλοτε ευημερούσα Σύμη γνώρισε μέρες φτώχειας. Εκείνη την περίοδο έγινε και η αντικατάσταση των ιστιοφόρων με τα ατμοκίνητα πλοία, η σπογγαλιεία άρχισε να παρακμάζει ενώ ξεκίνησε και ο Β' Παγκόσμιος Πόλεμος, που οδήγησε σε μεγάλο κύμα μετανάστευσης.

Το 1943 τελείωσε η Ιταλική κυριαρχία. Στις 25 Σεπτεμβρίου 1944, οι Άγγλοι καταλαμβάνουν για τρίτη φορά τη Σύμη, ενώ την ίδια ημέρα ανατινάχτηκε το Κάστρο της και όλη η γύρω από αυτό περιοχή.

Στις 8 Μαϊου 1945 υπογράφηκε στη Σύμη η παράδοση των Δωδεκανήσων από τους Γερμανούς, ενώ την 1η Απριλίου του 1947, η Βρετανική Στρατιωτική Διοίκηση παρέδωσε καθήκοντα στην Ελληνική Διοίκηση.

Τέλος, στις 7 Μαρτίου 1948 στη Σύμη υπεγράφη το Πρωτόκολλο Ενσωμάτωσης και παράδοσης όλων των νησιών της Δωδεκανήσου στο Ελληνικό κράτος.


Αρχιτεκτονική /Ο οικισμός της Χώρας από ψηλά
 
Η Σύμη ανακηρύχθηκε νωρίς ως διατηρητέος οικισμός, επιστέγασμα πολύχρονων αγώνων του Συμαίου aesthete Κώστα Α. Φαρμακίδη, και κατάφερε να διατήρησει τον κεντρικό χαρακτήρα της αρχιτεκτονικής της.

Τα σπίτια της, δίπατα και τρίπατα με δώμα, με αυλές, στρωμένες συχνά με βοτσαλωτά δάπεδα, σε θεματικά (καράβια, άγκυρες) και διακοσμητικά (μαίανδρος) motifs, με αετώματα ανάμεσα στις δίρριχτες κεραμιδένιες στέγες τους, μπαλκόνια με σιδεριές, εξωτερικούς τοίχους σοβατισμένους στο χρώμα της ώχρας ή σπανιότερα πέτρινους, και καφετιά παραθυρόφυλλα, χωρίς να λείπουν οι ιώδεις ή βαθυπράσινες πόρτες. Η τολμηρή πολυμορφία των σπιτιών της Σύμης και η χρωματική ελευθεριότητα (λουλακί, ώχρα, terra cotta), γαληνεύουν τους τραχείς, αυστηρούς και επιβλητικούς βράχους, αφήνοντας μετάγευση αρμονίας.

 Το "μάτι του βοδιού" ο ιδιαίτερος τρόπος εξαερισμού στις μετώπες των αρχοντικών

Εσωτερικά τα σπίτια της Σύμης έχουν την απαραίτητη, λόγω της ανυδρίας, στέρνα στο βάθος του ισογείου ή κάτω από την ακμή του ορόφου, αφήνοντας μικρό χώρο μαγειρείου. Σε αντίθεση, στα ισόγεια του Γιαλού, υπάρχουν μόνο μεγάλοι χώροι αποθήκευσης και κατεργασίας σπόγγου. Στον όροφο υπήρχε το σαλόνι με καθρέπτες, κονσόλες, πορσελάνες και, ενίοτε, τοιχογραφίες ή νωπογραφίες (frescos), και η μουσάντρα, εκ του ονόματος του Γάλλου αρχιτέκτονα F. Mansart που, εκμεταλλευόμενος το μεγάλο ύψος των σπιτιών του 17ου αιώνα, πρόσθεσε ξυλοκατασκευή, δημιουργώντας ένα ανοικτό (για να φωτίζεται) μεσοπάτωμα, το οποίο λειτουργούσε ως συμπληρωματικός χώρος ύπνου (ανάλογο του Αγγλοσαξονικού sleeping loft). Ακριβώς κάτω από την μουσάντρα βρισκόταν ο κύριος χώρος ύπνου, ο σουφάς, μια επίσης ξύλινη υπερυψωμένη κατασκευή, ενσωματωμένη στον τοίχο, κάτω από την οποία υπήρχε αποθηκευτικός χώρος. Ο σουφάς χωριζόταν από τον υπόλοιπο χώρο του ορόφου με κουρτίνα, υαλοπέτασμα ή ψευδόπορτα.


Νεοκλασικισμός 19ου Αιώνα. Περίοδος της Μεγάλης Ακμής

Τα κτίρια αυτής της περιόδου διακρίνονται, εκτός από την επιβλητικότητα του όγκου και τις μεγάλες αψιδωτές πόρτες και παράθυρα, από αετώματα και faux δωρικά ή κορινθιακά κιονόκρανα, με μονές ή διπλές κορνίζες. Η νεοκλασική αρχιτεκτονική χρησιμοποιούσε ως βάση άξονες συμμετρίας και τη χρυσή τομή, όχι μόνο στις σχέσεις ύψους και πλάτους του κτιρίου, αλλά και των ανοιγμάτων του, δηλαδή ανάμεσα στα παράθυρα και τις πόρτες. Βεβαίως, παρατηρούνται και άλλα αρχιτεκτονικά στοιχεία στα κτίρια της περιόδου. Συχνά, το τύμπανο του αετώματος της στέγης φέρει ένα κυκλικό άνοιγμα, αμιγώς Αναγεννησιακό στοιχείο. Τα ανοίγματα αυτά είχαν σχέση με την αισθητική αλλά και την προστασία της στέγης από δυνατούς ανέμους. Προλαμβάνουν, δηλαδή, την δημιουργία διαφοράς πίεσης μεταξύ της ατμοσφαιρικής (μηδενικής) κάτω από τη στέγη και της υπατμοσφαιρικής (αρνητικής) πάνω από τη στέγη πίεσης που μπορεί να προκαλέσει η μεγάλη ταχύτητα του ανέμου (φαινόμενο Ventouri), με αποτέλεσμα να παρασύρονται τα κεραμίδια.

Η πρωτεύουσα του νησιού αποτελείται από το Γιαλό (λιμάνι) και το Χωριό (Άνω Σύμη). Τους δύο οικισμούς σχεδόν ενωμένους σήμερα συνδέει η Καλή Στράτα ένας φαρδύς δρόμος με 500 περίπου πέτρινα σκαλοπάτια

Η επίδραση του Ευρωπαϊκού (Ρωμαϊκού) και Αθηναϊκού Νεοκλασικισμού ήταν τόσο μεγάλη στους κοσμοπολίτες Συμιακούς, ώστε να μην υπολογίζουν το κόστος. Έφερναν μάρμαρο από την Πάρο και την Πεντέλη για σκάλες, μπαλκόνια και φουρούσια, θηραϊκή γη για τη λιθοδομή από τη Σαντορίνη, και πορσελάνη για τους σοβάδες από τη Νίσυρο. Από την από την Τεργέστη προμηθεύονταν ξυλεία για πορτοπαράθυρα, οροφές και τις μουσάντρες. Τα κεραμίδια έρχονταν από τη Μασσαλία. Στη Σύμη αφθονούν η πέτρα και ο ασβέστης. Δουλεύοντας την πέτρα, οι Συμιακοί δημιούργησαν κομψά αετώματα, ανώφλια, κατώφλια, κορνίζες και κομόνες στις εξώπορτες και τα παράθυρα.


 Χαρακτηριστικά του Οικισμού/Παραδοσιακά Κτίσματα του Χωριού

 Ο αρχικός Αιγαιοπελαγίτικος οικισμός της Σύμης βρίσκεται μακριά από τη θάλασσα, σε ένα πλάτωμα κρυμμένο πίσω από το Κάστρο για το φόβο των πειρατών. Για τον ίδιο λόγο, ο οικισμός διασχίζεται από δαιδαλώδη, στενά, πλακόστρωτα δρομάκια και καλντερίμια. Εκεί βρίσκονται και τα πρώτα αρχοντικά, των οποίων η μορφολογία και τυπολογία ουδεμιά έχει σχέση με τα μεταγενέστερα νεοκλασικά του δευτέρου ημίσεος του 19ου στο Γιαλό. Ήταν παραδοσιακά διώροφα κτίρια με μεγάλες αυλές στρωμένες με πλάκες από συμαϊκό σχιστόλιθο ή διακοσμημένες με σχέδια βοτσαλωτού (χαλικερά κατά τη συμαϊκή διάλεκτο), απομεινάρι της βυζαντινής εποχής, τυπικά δείγματα Αιγαιοπελαγίτικης αρχιτεκτονικής.


Η εντυπωσιακή Μητρόπολη (Αγ. Νικόλαος) με το πανέμορφο βοτσαλωτό δάπεδο στο προαύλιο της


Νεοκλασικά Μέγαρα Πετριδών, Μουράγιου και Γιαλού

Η δόμηση στη Σκάλα του νησιού, δηλαδή τον Γιαλό και το Μουράγιο, άρχισε ουσιαστικά τον 19ο αιώνα, αφού είχε εκλείψει ο φόβος των πειρατών. Τα κτίρια του Γιαλού χαρακτηρίζονται και από Ευρωπαϊκή επιρροή (Ρωμαϊκό Νεοκλασικισμό), όπως το διώροφο του Φωτάρα και το τριώροφο του Καλαφατά, αμφότερα με ισόγεια από πέτρα πελεκητή κατά την τεχνοτροπία των Βενετσάνων και της Νάπολης.
Η εσωτερική διαρρύθμιση, η επίπλωση και το ύφος των οικιών του Μουράγιου όχι μόνο διέφεραν, αλλά θύμιζαν Γαλλικό boudoir. Τα μαρμάρινα λουτρά διέθεταν υδραυλικό σύστημα αρνητικής πίεσης που αντλούσε θαλάσσιο νερό για καθαρισμό. Τα αυθεντικά έπιπλα περιόδου και αντικείμενα των οικιών αμφοτέρων των θυγατέρων Γ. Πετρίδη, ειδικά οι σουίτες Λουδοβίκου Φιλίππου (Louis Philippe), και Δευτέρας Γαλλικής Αυτοκρατορίας (Napoléon III), οι καθρέφτες, τα secrétaires à tambour και abattant, τα ασημικά Christofle, οι ελαιογραφίες και τα κινέζικα βάζα 17ου αιώνα, που μεταφέρθηκαν στην Αθήνα προ του Β Παγκοσμίου Πολέμου και σώζονται, είναι απτοί μάρτυρες.

Ο τουρισμός της Σύμης έρχεται κυρίως από τη Ρόδο με τα ταχύπλοα της γραμμής αλλά και πολλά ιδιωτικά που πραγματοποιούν ημερήσιες εκδρομές στα μικρότερα νησιά της Δωδεκανήσου. Μια μεγάλη φέτα τουρισμού ανήκει και στα ιστιοφόρα και στα πολυτελή κότερα που αράζουν στο βαθύ λιμάνι της Σύμης απολαμβάνοντας την κοσμοπολίτικη ομορφιά της.  


 Καλύτερα είναι ν' αποφύγετε τους ζεστούς μήνες γιατί η Σύμη ανεβάζει... πυρετό το καλοκαίρι! Με τα καραβάκια, που λειτουργούν ως θαλάσσια ταξί από το Γιαλό, μπορεί κανείς να μοιραστεί ανάμεσα στις παραλίες Άγιο Νικόλαο, τη Μαραθούντα με τον λευκό αμμουδερό βυθό, την Αγία Μαρίνα, τον Αγ. Γιώργιο Δησάλωνα με τον επιβλητικό βράχο-πόλο έλξης των αναρριχητών, αλλά και το Πέδι μέσα στους οπωρώνες και τ' αμπέλια και τον Άγιο Αιμιλιανό με το όμορφο ξωκλήσι που ενώνεται με τη στεριά με μια στενή λωρίδα γης. Αν έχετε χρόνο και κατανυκτική διάθεση, επισκεφθείτε τη Μονή του Ταξιάρχη Μιχαήλ (Πανορμίτη) που είναι ένα από τα μεγαλύτερα μνημεία της Χριστιανοσύνης στα Δωδεκάνησα. Μπορείτε επίσης να επισκεφθείτε το Λαογραφικό και το Ναυτικό μουσείο στη χώρα. Αν θέλετε απλώς να ησυχάσετε, αράξτε στο λιμάνι και δοκιμάστε το συμιακό γαριδάκι, χταποδάκι γιαχνί, με πιλάφι ή μακαρόνια, γαελλόπιτες (μικρά τηγανητά πιτάκια με αθερίνα), αλούμια (λουκουμάδες με ντόπιο αρωματικό μέλι) και λικέρ φραγκοσυκιάς αφήνοντας την ατμόσφαιρα του νησιού να ηρεμήσει το "ενδότερον" με έναν τρόπο που μονάχα η Σύμη γνωρίζει.

Πηγές:
Dodecanisos Magazine, τεύχος 1

1/10/10

Καλό μήνα με Kostaki Son

Είδατε που είπατε ήδη τον Κωστή Κωστάκη; (κατά το ψωμί ψωμάκι) Κοιτάξτε τί σας έχω... Λαυράκι!!! 

11/9/10

67ο Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Βενετίας

Η Αριάν Λαμπέντ, πρωταγωνίστρια της ελληνικής ταινίας «Attenberg» της Αθηνάς Ραχήλ Τσαγγάρη απέσπασε το βραβείο Volpi καλύτερης γυναικείας ερμηνείας στο 67ο φεστιβάλ κινηματογράφου Βενετίας, η αυλαία του οποίου έπεσε το Σάββατο το βράδυ. Αυτό σημαίνει ότι μια ακόμη ελληνική ταινία διακρίνεται με βράβευση μέσα σε ένα διάστημα δυο χρόνων μετά τον «Κυνόδοντα» του Γιώργου Λάνθιμου στις Κάνες και την «Ακαδημία Πλάτωνος» του Φίλιππου Τσίτου στο Λοκάρνο.

Σε ταινία που σκηνοθέτησε επίσης γυναίκα, η αμερικανίδα Σοφία Κόπολα, δόθηκε και το ανώτατο βραβείο της εφετινής Μόστρα, ο Χρυσός Λέοντας, ενώ ένας άλλος αμερικανός, ο Βίνσεντ Γκάλο είναι ο ηθοποιός που απέσπασε το βραβείο Coppa καλύτερου ηθοποιού για την αντιπολεμική ταινία «Essentialkilling» του Γέρζι Σκολιμόφσκι.

Με την υπερβολική βράβευση του Αργυρού Λέοντα σκηνοθεσίας και του βραβείου σεναρίου διακρίθηκε η ισπανική ταινία του Αλεξ ντε λα Ιγκλέσιας «Η θλιμμένη μπαλάντα της τρομπέτας» μια αλληγορία πάνω στην σύγχρονη ιστορία της Ισπανίας με κεντρικά πρόσωπα δυο κλόουν.

Το βραβείο καλλιτεχνικής συμβολής πήρε ο Μιχαήλ Κρίτσμαν για την ρωσική ταινία «Σιωπηλές ψυχές» του Αλεξέι Φεντορτσένκο η οποία κέρδισε επίσης το βραβείο της διεθνούς ένωσης κινηματογραφικών κριτικών (Fipresci).

Ενας ειδικός Λέοντας δόθηκε στον αμερικανό σκηνοθέτη Μόντι Χέλμαν για την εντός συναγωνισμού ταινία του «Roadtonowhere».

Το «Attenberg» που συζητήθηκε πολύ κατά την διάρκεια της διοργάνωσης εστιάζει στην περίπτωση μιας αντικοινωνικής κοπέλας (Λαμπέντ) που ζει με τον καρκινοπαθή πατέρα της σε κάποια ανώνυμη ελληνική επαρχία. Η ταινία της Τσαγγάρη απέσπασε επίσης το παράλληλο βραβείο Lina Mangiacapre στις βραβεύσεις Collateral.

Στα άλλα προγράμματα η ταινία «Beyond», σκηνοθετικό ντεμπούτο της σουηδής ηθοποιού και σκηνοθέτιδας Περνίλα Ογκαστ απέσπασε το βραβείο του προγράμματος της Εβδομάδας Κριτικής στο οποίο συμμετείχε η ελληνική ταινία «Χώρα προέλευσης» του Σύλλα Τζουμέρκα.

Στα βραβεία για τις μεγάλου μήκους ταινίες του τμήματος Ορίζοντες η μεξικάνικη ταινία του Νικολα Περέδα «VeranodeGoliat» απέσπασε το πρώτο, ενώ το ειδικό επιτροπής δόθηκε στο ολλανδικό «Forgottenspace» των Νοέλ Μπουρκ και Αλαν Σέκουλα.

ΓΙΑΝΝΗΣ ΖΟΥΜΠΟΥΛΑΚΗΣ