18/11/11

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΛΕΚΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ


Έπαψα να πιστεύω στο τυχαίο, στο σπουδαίο και στα δυο ταυτόχρονα. Δεν κυνηγάω πλέον να εξηγήσω το τυχαίο, δεν επιδιώκω να το δω ως ορόσημο και ειδικά δεν προσπαθώ ν’ αδράξω την ευκαιρία του τυχαίου για ν’ αλλάξω καταστάσεις ζωής. Κακώς.


Από την άλλη πλευρά, δεν με καλύπτει πια το σπουδαίο. Το θεωρώ μια καθαρά υποκειμενική κρίση και ό,τι θεωρείται αντικειμενικά σπουδαίο δεν είναι παρά μία συλλογική θεώρηση υποκειμενικών κρίσεων που συγκλίνουν, ώστε να βγει ένα πόρισμα για τη σπουδαιότητα μιας αξίας.


Ό,τι θεωρείται σπουδαίο ίσως έτσι να φαίνεται κάτω από τη δύναμη της συνήθειας, που είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε είδους σπουδαίο. Ένας «σπουδαίος καφές» κερδίζει το αξίωμά του περισσότερο από την ανάγκη μας για καφεΐνη παρά απ’ την πλούσια γεύση του.


Επομένως δεν υπάρχουν κριτήρια για το σπουδαίο. Και φυσικά δεν μπορεί το σπουδαίο να συμβεί τυχαία, αφού γίνεται βήμα βήμα ενώ στην περίπτωση του τυχαίου απλά διαταράσσεται το επαναλαμβανόμενο. Το τυχαίο όμως είναι σπουδαίο, γιατί μπορεί από μόνο του να δρομολογήσει ικανότητες, καταστάσεις και να καταργήσει συνήθειες.


Θα μπορούσε όμως μια σειρά συμπτώσεων να οδηγήσει στο σπουδαίο; Αν, ναι, τότε αυτόματα καταλύεται ο αρχικός συλλογισμός πως το σπουδαίο συμβαίνει τυχαία. Προφανώς βρισκόμαστε σε αδιέξοδο και να που η εξίσωσή μας σ’ αυτό το σημείο παραμένει άλυτη.


Αν ξαναγυρίσουμε όμως στο αρχικό στάδιο του συλλογισμού, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι το αντικειμενικά σπουδαίο δεν μπορεί έτσι απλά να τύχει, ενώ το υποκειμενικά σπουδαίο μπορεί να βασιστεί σε συμπτώσεις.


Διότι αν σ’ αυτό το σημείο προσθέσουμε στην εξίσωσή μας τη λέξη «εξέλιξη», κι αφαιρέσουμε λέξεις όπως «πρότυπα», «κλισέ» και «στασιμότητα», είναι αυτόματα εξηγήσιμο πως η έννοια του σπουδαίου πρέπει ν’ αναφέρεται σε μεμονωμένες ενέργειες που αποτελούν μέρος της παγκόσμιας προόδου κι όχι σε πρόσωπα-πρότυπα του σπουδαίου.


Μιλάμε δηλαδή ετούτη τη στιγμή για μία μηχανή καθολικής προόδου όπου τα πρόσωπα-εργάτες του σπουδαίου διατηρούν την ανωνυμία τους, μιλάμε για ποιοτική επιλογή έργου του κάθε ατόμου, δηλαδή για ένα αυστηρό σχολείο, όπου η παραγωγή των μαθητών ελέγχεται αξιοκρατικά χωρίς να επεισέρχονται παράγοντες κοινωνικής προέλευσης, όπως δόξα χρήμα, κοινωνική καταξίωση, ταξικές διαφορές.   Ξ.Π. (1992)