14/10/10

The art of losing

Ο μεγάλος Τζον Μπάνβιλ μιλάει στη Δέσποινα Τριβόλη για την τέχνη της αποτυχίας.


Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα.
Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας.

Το πιο συνηθισμένο επίθετο που χρησιμοποιείται για τον Τζον Μπάνβιλ είναι «δύσκολος». Η γραφή του θυμίζει ποίηση -αιχμηρή και πυκνή συγχρόνως-, η γλώσσα του είναι δουλεμένη αριστοτεχνικά και λαξευμένη σαν μάρμαρο στον ήλιο. Τον παραλληλίζουν συχνά με έναν άλλο μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα, τον Τζέιμς Τζόις. Ο Μπάνβιλ γράφει πάνω από τριάντα χρόνια - έχει πια γίνει διάσημος, θεωρείται από τους κορυφαίους συγγραφείς του αγγλοσαξονικού κόσμου, κάτι που επιβεβαιώθηκε πλέον και επισήμως με το Βραβείο Μπούκερ που κέρδισε το 2005 για τη Θάλασσα. Ο ίδιος δηλώνει ότι απεχθάνεται τα βιβλία του. Ίσως γι' αυτό μετά το Μπούκερ, σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης, εφηύρε μια άλλη συγγραφική περσόνα, τον Μπέντζαμιν Μπλακ, που γράφει ιστορίες μυστηρίου με πρωταγωνιστή έναν σκληρό ιατροδικαστή. Έχει μάλιστα βγάλει τέσσερα βιβλία στα τελευταία τρία χρόνια· περίεργη αντίφαση για έναν συγγραφέα που μοιάζει να γράφει με το σταγονόμετρο και έχει παραδεχτεί ότι γράφει μόλις διακόσιες λέξεις την ημέρα (μετά τη Θάλασσα έχει κυκλοφορήσει μόλις ένα βιβλίο ως Τζον Μπάνβιλ, τους Άπειρους Κόσμους).

Aφού κερδίσατε το Βραβείο Μπούκερ για το βιβλίο σας «Η Θάλασσα» δηλώσατε ότι χαρήκατε που ένα έργο τέχνης κέρδισε το Μπούκερ, κάτι που μάλλον ξένισε τους Λονδρέζους διανοούμενους. Παράλληλα, βέβαια, δηλώνετε συνέχεια πόσο πολύ αντιπαθείτε τα βιβλία που έχετε γράψει ως Τζον Μπάνβιλ. Δεν βλέπετε κάποια αντίφαση σε αυτό;

Νομίζω πως μάλλον μετανιώνω τώρα πια γι' αυτήν τη δήλωση. Ήμουν μάλλον σκανδαλιάρης και ήθελα να ενοχλήσω τους Λονδρέζους διανοούμενους, αν και εννοούσα αυτό που είπα: ήταν καλό που ένα βιβλίο σαν τη Θάλασσα, το οποίο τουλάχιστον φιλοδοξεί να είναι έργο τέχνης, κέρδισε ένα βραβείο που αποδίδεται ουσιαστικά στη mainstream λογοτεχνία που απευθύνεται στον μέσο όρο - όχι ότι υπάρχει τίποτα κακό στη mainstream λογοτεχνία που απευθύνεται στον μέσο όρο, αν αυτό είναι που σου αρέσει. Όσο για την απέχθεια που έχω για τα βιβλία μου, πρέπει στ' αλήθεια να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Τα βιβλία μου είναι καλύτερα από οποιουδήποτε άλλου, φυσικά, απλώς όχι αρκετά καλά για μένα. Το μόνο που βλέπω όταν τα κοιτώ είναι τα ψεγάδια και οι ατέλειές τους, αν και φυσικά τέτοια πράγματα είναι αναπόφευκτα. Όπως λέει και ο Μπέκετ: «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».

Τι μπορεί να κάνει κανείς αφού κερδίσει το Βραβείο Μπούκερ; Υπήρξε κάποια στιγμή που αναρωτηθήκατε τι θα μπορούσατε πλέον να επιτύχετε μετά από ένα τόσο σημαντικό βραβείο;

Το Βραβείο Μπούκερ είναι πάρα πολύ σημαντικό για έναν συγγραφέα, τον εκδότη του και τον τομέα των εκδόσεων γενικότερα, γιατί πουλάει πολλά βιβλία, πολλά από αυτά μάλιστα σε ανθρώπους που δεν θα διάβαζαν έναν συγκεκριμένο συγγραφέα ή ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Αυτή όμως είναι και η μόνη του σημασία. Δεν αποτελεί κρίση για την τέχνη κάποιου. Ένας συγγραφέας που εντυπωσιάζεται από τα βραβεία έχει πρόβλημα.
Έχετε περιγράψει με μεγάλη λεπτομέρεια ότι ο Μπέντζαμιν Μπλακ έχει την ελευθερία να κάνει πράγματα που δεν κάνει ο Τζον Μπάνβιλ. Είναι αυτός ο λόγος που εφηύρατε αυτή την εναλλακτική συγγραφική περσόνα;

Δεν είμαι σίγουρος γιατί εφηύρα τον Μπέντζαμιν Μπλακ. Στην αρχή έμοιαζε με ένα παιχνίδι του μυαλού, αλλά πλέον νομίζω πως ήταν ένα παιχνίδι από την πλευρά του Μπάνβιλ για να κάνει ένα πείραμα και να δει πώς θα ήταν να πάει προς μια διαφορετική κατεύθυνση και τι ακριβώς θα μπορούσε να κάνει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι φιλοδοξίες του Μπέντζαμιν Μπλακ δεν είναι τόσο υψηλές όσο του Μπανβιλ, αλλά ο Μπλακ, με τον δικό του ήσυχο τρόπο, αντλεί περηφάνια από το έργο του. Αυτή την περηφάνια τη ζηλεύει ο Μπάνβιλ.

 Παρατήρησα πως όταν μιλάτε για τις δυο συγγραφικές περσονές σας αναφέρεστε στον εαυτό σας στο τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι λίγο παράξενο αυτό;

Το κάνω μόνο και μόνο για να διαχωρίσω τον Μπέντζαμιν Μπλακ από τον Τζον Μπάνβιλ. Δεν αισθάνομαι διαιρεμένος ή διχασμένος. Για πάρα πολλά χρόνια έβγαζα τα λεφτά μου από την πρωινή μου δουλειά ως επιμελητή στις εφημερίδες. Αυτή η ζωή ήταν πιο διχασμένη από τη ζωή που ζω τώρα.

«Πόσο ανακριβής είναι η γλώσσα, και πόσο δύσκολο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων» λέει ο Μαξ στη Θάλασσα. Αυτό μοιάζει να είναι μοτίβο σε όλα σας τα βιβλία. Όχι μόνο δίνετε μεγάλη σημασία στη γλώσσα, αλλά στη δουλειά σας συναντά κανείς την αντίληψη ότι η γλώσσα περιορίζει, ή ότι οι λέξεις δεν φτάνουν για να εκφράσουν το εύρος των συναισθημάτων ή των εικόνων που θα μπορούσε να έχει κάποιος. Ισχύει κάτι τέτοιο;

Οποιοσδήποτε γράφει ένα γράμμα στη μητέρα του, σε έναν διευθυντή τράπεζας ή στον εραστή του ξέρει πόσο ανεπαρκής και καμιά φορά προδοτική μπορεί να γίνει η γλώσσα. Όταν έχει γραφτεί το γράμμα, ο συγγραφέας κάνει ένα βήμα πίσω και παρατηρεί πως αυτό που ήθελε να πει δεν έχει ειπωθεί ή τουλάχιστον δεν έχει ειπωθεί πλήρως. Κάποιος άλλος μοιάζει να μιλάει, υπερκαλύπτοντας ή υποσκάπτοντας τη φωνή του συγγραφέα. Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα. Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, η γλώσσα είναι το πιο πολύτιμο δώρο που μας έχουν δώσει οι θεοί. Αν κάποιος με ρωτούσε ποια είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, θα έλεγα αμέσως: η πρόταση. Έχουν υπάρξει πολιτισμοί που τα κατάφεραν μια χαρά χωρίς τον τροχό, αλλά όλοι τους χρειαζόντουσαν την πρόταση, όχι μόνο για να ανθίσουν αλλά απλά και μόνο για να επιζήσουν.

Πολλές φορές σας βλέπουν ως δύσκολο ή έντονο συγγραφέα, κάποιον με εμμονή στη λεπτομέρεια, που γράφει σχεδόν ποιητικά. Πιστεύετε ότι ισχύει κάτι τέτοιο για τη δουλειά σας; Σας νοιάζει τι πιστεύουν οι άλλοι για τα βιβλία σας;

Θα ήθελα να αρέσουν τα βιβλία μου στους αναγνώστες -ή μάλλον να τα αγαπούν-, αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράφω όσο πιο καλά μπορώ και να ελπίζω για το καλύτερο. Προσπαθώ να δώσω στην πρόζα μου το βάρος και την πυκνότητα της ποίησης - γιατί όχι; Ο μακαρίτης ο φίλος μου ο John McGahern έκανε πάντα έναν ωραίο διαχωρισμό: Έλεγε ότι υπάρχει η πρόζα, υπάρχει ο στίχος και υπάρχει και η ποίηση. Η ποίηση μπορεί να συμβεί και στις δυο μορφές γραφής. Η ποίηση είναι αυτή που δίνει αυτή την αίσθηση εγρήγορσης, αυτή την αίσθηση της έντονης ζωής για την οποία καταφεύγουμε στην τέχνη.

 Γράφετε πάνω από 30 χρόνια. Τι νομίζετε ότι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε το γράψιμο ή τον τρόπο με τον οποίο γράφετε;

Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Γράφω όπως έγραφα πάντα, προσπαθώντας να πω αυτό που θέλω όσο πιο σωστά γίνεται και αποτυγχάνω. Ίσως όμως αποτυγχάνω λίγο καλύτερα κάθε φορά.

Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να αλλάξει ένα βιβλίο τη ζωή κάποιου; Υπάρχει ένα βιβλίο που να έχει αλλάξει τη δική σας με κάποιον τρόπο;

Εξαρτάται από το βιβλίο και για ποια αλλαγή μιλάμε. Ο Ρίλκε έχει δηλώσει πως από τη στιγμή που θα αντικρίσεις τον αρχαϊκό κορμό του Απόλλωνα πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου, και πράγματι πρέπει, αλλά αυτή η αλλαγή πρέπει να είναι απειροελάχιστη. Όλα μάς αλλάζουν, μας μεγαλώνουν λίγο και η τέχνη έχει αυτό το αποτέλεσμα λίγο πιο έντονα από τα περισσότερα πράγματα τουλάχιστον. Οπότε όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει με έχουν αλλάξει με κάποιον μικρό τρόπο.

Επισκεφτήκατε την Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν δουλεύατε για την Aer Lingus. Υπάρχει μια εικόνα ή μια ιστορία από αυτή σας την επίσκεψη που να την έχετε κρατήσει μετά από όλα αυτά τα χρόνια;

Να περπατάω στο λυκόφως στη Μύκονο -όχι μόνο δεν είχε αεροδρόμιο, δεν είχε καν λεωφορεία ή αυτοκίνητα όσο ήμουν εκεί- και να συναντάω έναν όρμο με μια ξανθή παραλία, μια θάλασσα σκούρα σαν το κρασί και μία μόνο ταβέρνα που έπαιζε θρηνητική ελληνική μουσική από το ραδιόφωνο. Ήταν μια αξέχαστη στιγμή.

http://www.lifo.gr/mag/features/2105


ΤΖΟΝ ΜΠΑΝΒΙΛ - ΑΠΕΙΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
Μτφρ.: Τόνια Κοβαλένκο, Εκδόσεις Καστανιώτη, Σελ.: 252, τιμή: €14 .

 Τροχίζοντας επίμονα τις προεξοχές των λέξεων, ο Τζων Μπάνβιλ φέρνει στο φως την υπεροχή της περιγραφής στη λογοτεχνία. Ένας υπέροχος στυλίστας, που ξεγλιστρά από την εκζήτηση. Το φως και η σκιά είναι τα αναπότρεπτα στοιχεία της συγγραφικής πραγματογνωμοσύνης του μεγάλου Ιρλανδού αφηγητή, στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Άπειροι Κόσμοι». Η ένταση και η πυκνότητα του κειμένου δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι η πεζογραφία δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Στο εν λόγω έργο ιχνογραφείται το χρονικό ενός επικείμενου θανάτου όπου οι Θεοί δεν είναι αμέτοχοι. Ο Αργειφάντης Ερμής, αυτός που φωτίζει τον ουρανό, ο προστάτης της αυγής, ο γλυκομίλητος κατεργάρης, επεμβαίνει συχνά στον ρου της εξιστόρησης βοηθώντας στην αποτροπή ή στη μετεξέλιξη των συμβάντων. Δεν ξεχνά βέβαια να καλύψει τα ίχνη του γέρο-Δία πατέρα, που η αποτρόπαιη δίψα του για ερωτική αποδοχή περιπλέκει τις ανθρώπινες αδυναμίες.

Ο κύριος όγκος του μυθιστορήματος, από την άλλη, εκφράζεται μέσα από το ανθρώπινο στοιχείο, που αντιπροσωπεύεται από μια οικογένεια. Μια ιεραρχική ομάδα, όπου δεσπόζει η μορφή του πατέρα. Θα λέγαμε, καλύτερα, η απουσία αυτού. Διότι ο δεινός μαθηματικός, ο εφευρέτης συμβόλων, ο μελετητής των αριθμών, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σάβανο της σάρκας του. Στο «Υπερώο» του σπιτιού, ο Αδάμ πεθαίνει. Πρωτόπλαστος, που ταυτόχρονα είναι και εξόριστος. Με μια έννοια πραγματιστική. Ποτέ του δεν χώρεσε σε κανόνες. Το αδούλωτο πνεύμα του σαρώνει περιοχές απάτητες και σκέψεις απωθημένες. Γαντζωμένα θραύσματα συσσωρευμένων παθών. Μιλιά δεν έχει. Κέρινη ακινησία. Από κοντά η πολύ νεότερη γυναίκα του. Τι την μάγεψε σε αυτόν το δυσοίωνο άντρα, ακόμη αναρωτιέται. Ένα βροχερό απόγευμα σε μια γέφυρα, θυμάται. Ελπίζει πως αυτή θα είναι η τελευταία εικόνα που θα πάρει μαζί του. Ακολουθεί η Πέτρα, η νευρωτική κόρη. Συντάσσει με ευλάβεια ιερομόναχου ένα ευρετήριο ιατρικών παθήσεων. Δυσκολεύεται στην επικοινωνία. Ο χρόνος είτε σέρνεται είτε την παρασύρει σε ένα ξέφρενο αγώνα ταχύτητας. Δίπλα της, στον ρόλο του αδερφού, ο Αδάμ νούμερο δύο. Ανασφαλής και υπόλογος της πατρικής χειραφέτησης. Όσο και αν προσπαθεί να αποκτήσει ολότελα δική του φωνή, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η γυναίκα του, μια ηθοποιός του κλασικού θεάτρου, ερωτικά παραμελημένη, αποτελεί το νήμα της στάθμης για τη πνευματική του υγεία.

Η ψυχρή πρόζα του Μπάνβιλ, γνωστός και με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ, ξεχύνεται χειμαρρώδης, από κάθε δυνατή πηγή. Οι πόροι της αναπνέουν ζωτικότητα. Στροβιλίζει τον μύθο γύρω από μνήμες και απαριθμήσεις. Οι παλιότεροι τις καταχωνιασμένες απώλειές τους, οι νεότεροι τη δειλία τους, οι Θεοί τις αταξίες τους. Αυτό το αμβλύστομο μείγμα παρασύρει στη μυστική σπηλιά του τον φέροντα σκελετό μιας μυθιστορίας, που ακάματη ερεθίζει τις αισθήσεις. Ο λόγος του ακριβός, με μαύρο χιούμορ και σαιξπηρικές απολήξεις, αποκτά την στιλπνότητα της ποίησης δίχως να είναι καν ποιητικός. Ο τίτλος και μόνο προδίδει ένα παράδοξο ερώτημα. Το άπειρο πολλαπλασιάζεται; Είναι ένα όλον ή στοιχειοθετημένες ψηφίδες, ατάκτως σπαρμένες; Το μυστήριο του Άλλου.

Η αρχική ιδέα για το μυθιστόρημα πάρθηκε από το θεατρικό έργο του Γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Χάινριχ φον Κλάιστ, «Αμφιτρύων». Τελικά αυτονομήθηκε, αφού ο σχηματισμός των ηρώων τράβηξε τον Μπάνβιλ σε άλλα μονοπάτια. Ένα άπειρο σύμπαν όπου όλες ή τουλάχιστον οι περισσότερες επιθυμίες τείνουν να πραγματοποιηθούν. Η κύρια αδυναμία των «θνητών» έγκειται στο ότι αξιολογούν τη λογική σαν την οδό προς την αλήθεια. Έτσι χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι από τη γοητεία των πραγμάτων. Εκεί σημαντικό ρόλο παίζει η έκφραση, οι διαστάσεις και όχι το αντικείμενο αυτό καθεαυτό. Οι σχέσεις των επίγειων χαρακτήρων προσβάλλονται από την ανυπαρξία. Αγνοούν τα κομμάτια που λείπουν από τον χάρτη. Ενώ προσπαθούν να τα βρουν, επινοούν δικά τους σχέδια και φαντασιακές ενασχολήσεις που τελικά τους ενώνουν. Αυτοσχεδιάζουν, εναρμονισμένοι με την φύση που οργιάζει γύρω τους. Έχουν κατασκευάσει μια ιδιότυπη Κιβωτό, όπου ο καθένας παροτρύνει τον διπλανό του για τη τελική έξοδο. Ο πατέρας, αυτός ο φροντιστής και τιμωρός, μετακινεί σαν μαριονέτες τους οικείους του. Η φαινομενική αυθεντία του ενός σπάει σε μικρά κομμάτια όταν ξεσπά η οδύνη και η ενοχή παλιότερων πληγών.

Ο Μπάνβιλ εκτροχιάζει τη σκέψη των πρωταγωνιστών του, βάζοντάς τους συνεχώς διλήμματα. Ακόμη και μια απλοϊκή πράξη είναι βάσανο. Διακτινίζεται σε παράλληλες περιφέρειες χωροχρόνου. Ο συγγραφέας δοκιμάζει σε αυτό το βιβλίο να μετατρέψει τη γνώριμη αποστασιοποίηση του σε λυρικό τραγούδι και το πετυχαίνει σε εξαίσιο βαθμό. Ένας υδροβιότοπος από ζωγραφισμένες αρτ-ντεκώ σκηνές, όπου διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού η αγάπη του Μπάνβιλ για τους κόλαφους των ακατονόμαστων ηδονών, και δεν μιλάμε αποκλειστικά γι' αυτούς της σάρκας. Ύστερα από το βραβείο Booker (με το μυθιστόρημα «Η θάλασσα», 2005), ο Τζων Μπάνβιλ επιστρέφει ως Μπάνβιλ, συστήνοντας μας, ξανά, τον ζωτικό χώρο του αδιανόητου, σαν μοχλός σκέψης. Σαν τρίχα πάνω στην επιφάνεια της λίμνης, σαν σκόνη που μπαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα. Αξίζει να σημειώσουμε πως η μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο μεταγγίζει απλόχερα όλη την υγρασία του πρωτότυπου κειμένου.

του Νίκου Κουρμουλή
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=547978