19/3/10

“Η αρπαγή της Ευρώπης”


Υπάρχουν ακόμα στις παιδικές μου αναμνήσεις ζωηρές οι εικόνες με τις πράσινες σημαιούλες και τον “ήλιο που ανατέλει” κι εμάς κρεμασμένους στα μπαλκόνια να μεθάμε από την ονειρική επιτυχία, μιας χώρας που έμπαινε τότε στην Ευρώπη, τί ήταν η Ευρώπη για μένα εκτός από εκείνη την όμορφη κοπέλα που μας έμαθαν στο σχολείο ότι θάμπωσε το Δία και την πλάνεψε γινόμενος κατάλευκος ταύρος. Βλέποντας λέει η Ευρώπη τον ήσυχο ταύρο, πήγε κοντά του, τον χάιδεψε λίγο και αφού βεβαιώθηκε ότι δεν αγριεύει κάθισε πάνω στη ράχη του. Αυτό περίμενε και ο Δίας, οπότε αμέσως, γρήγορος σαν αστραπή, έπεσε στη θάλασσα ώστε να μην προλάβει η Ευρώπη να κατεβεί. Πού νά ’ξερα ότι μετά από είκοσι χρόνια θα ξανάβλεπα την Ευρώπη της μυθολογίας να μοστράρει πίσω απ’ το δίευρο, εκείνο που θα κόστιζε πια εξακόσιες ογδόντα δραχμές, ναι, τις ελληνικές δραχμές που χαιρέτησα μονοκοπανιά μια Πρωτοχρονιά κι έζεψα τις ελπίδες μου μαζί με πολλά άλλα εκατομμύρια κόσμου, πάλι στον ταύρο και στην Ευρώπη. Από τότε που κυμάτιζα την πράσινη σημαιούλα χωρίς να ξέρω γιατί, κι ούτε που μ' άρεσε καν το χρώμα της, από τότε λοιπόν έφτασα στην αλλοτινή ηλικία των γονιών μου, μα το ίδιο μεγάλωσε θαρρώ κι ο Γιωργάκης, αυτός που καλείται τώρα να σώσει την Ελλάδα, την ίδια που κάποτε τόσο πολύ αγαπήσαμε.
Ό,τι μας κληροδοτήθηκε είναι ένα κουτί όμοιο με της Πανδώρας που τ’ ανοίξαμε και μας φορτώθηκαν χιλιάδες δεινά. Εκείνο που μας δίδαξαν είναι πως για να επιβιώσεις πρέπει να γίνεις όσο πιο διεφθαρμένος γίνεται, να είσαι ο γιός του τάδε, σε ένα σύνολο που ανακυκλώνει τα ονόματα των ίδιων πολιτικών οικογενειών κι αυτό καθρεφτίζει το μοντέλο της κοινωνίας μας, της δικής μας της ελληνικής, που όσο περνάν τα χρόνια τόσο βασιλευόμενη δημοκρατία τείνει να γίνεται άθελά της, και που τώρα βογγά ανοίγοντας τα τραύματα και αντικρίζοντας το πύον της αποσύνθεσης. Μάθαμε και καινούριες λέξεις οι οποίες προστέθηκαν στην ήδη πλούσια γλώσσα μας, τη λαμογιά, τα οφ σωρ, τα λαδώματα, και σήμερα κουρασμένοι και μπερδεμένοι, καλούμαστε ο καθένας μόνος του κι όλοι μαζί να ψάξουμε βαθιά στις τσέπες του σακακιού μας για να ξετρυπώσουμε τη λεγόμενη εθνική μας συνείδηση και να τη συναρμολογήσουμε ξανά. Δεν είναι μονάχα οικονομικό το ζήτημά μας, είναι θαρρώ η πολυαναμενόμενη απάντηση σε ένα θεμελιώδες ερώτημα που τέθηκε ακόμα από την ελληνική Επανάσταση. Είμασε κράτος; Είμαστε έθνος; Στ’ αλήθεια, ποιοί είμαστε; Ήρθε η ώρα να το αποφασίσουμε.
Ίσως μας κάνει καλό το χείλος του γκρεμού τελικά. Είναι στο ταπεραμέντο μας να γινόμαστε δημιουργικοί και να κατασκεύαζουμε ένα λεπτό πριν από το τέλος. Δεν ξέρω γιατί, αλλά έτσι είμαστε. Και τώρα μας ζητάνε ν’ αλλάξουμε -νά σου πάλι η ‘αλλαγή’ που κουδούνιζε στ’ αυτιά των παιδικών μου χρόνων- μα δεν χρειάζεται στ’ αλήθεια ν’ αλλάξουμε, παρά μόνο, βλέπεις, να εξελιχθούμε. Προσωπικά αντιμετώπισα τη ζωή σε μια ξένη χώρα που στην αρχή έκανε την τσαλακωμένη μου ταυτότητα να τρέμει σεισμόπληκτη, μα κατανόησα ότι ο άνθρωπος προσαρμόζεται και καλυτερεύει, φτάνει να έχει θέληση, υπομονή κι εργατικότητα. Εδώ απ’ τα ξένα και με την εθνική μου συνείδηση πιο καθάρια από ποτέ, παρακολουθώ την Ελλάδα της καρδιάς μου, εκείνη που έκανε την Ευρώπη να θυμώσει με το Δία που την πλάνεψε, τη βλέπω να σκοντάφτει, να χτυπά, να δέρνεται, να κουτουλά και πονώ μαζί της, μα ξέρω εμπειρικά πως στην αρχή έτσι γίνεται όταν μέσα σε μια νέα πραγματικότητα πρέπει να στήσεις τη δική σου κι ότι για να πας παρακάτω πρέπει να περάσεις άχαρες στιγμές. Όπως ξέρω επίσης ότι ο ήλιος θα ανατείλει ξανά, γιατί έτσι είναι φτιαγμένος για να ξημερώνει μετά τη δύση κι αλλιώς δε γίνεται. Ξ.Π.
Κυκλοφορώ κι οπλοφορώ
γιατί ποτέ να σ’ αποκτήσω δεν μπορώ
δεν είχα φταίξει πουθενά κι ασε με ’δω στα σκοτεινά να προχωρώ
Και απορώ που μια ζωή κυκλοφορώ και σε λατρεύω
αλλά δεν είμαι και Θεός να σε παιδεύω
Και απορώ που μια ζωή από παιδί παρακλάω
μα ούτε σ’ ένα παραμύθι δε χωράω…


Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Κυκλάδων "Κοινή Γνώμη" στις 18 Μαρτίου 2010