17/10/09

«Η φίλη σου η Μιράντα»


Κάθισε στο παράθυρο και έστειλε το βλέμμα στο βάθος του δρόμου. Ήταν στενός, μα αρκετά φωτεινός καθώς από την άλλη του πλευρά υπήρχαν μόνο κάτι χαμηλά κτίσματα. Ο δρόμος ήταν ήσυχος σήμερα, χωρίς πολλά πήγαινε έλα κι ούτε πολλά αυτοκίνητα περνούσαν, ώστε να κάνουν θόρυβο ρολάροντας διακοπτόμενα πάνω στο πέτρινο πλακόστρωτο-κάνοντάς το να ακούγεται σα γέρικη γραφομηχανή. Που και που κανένα ποδήλατο μονάχα εισέβαλε στη σιωπή κόβοντας το δρόμο στα δύο σαν έναν ώριμο λωτό. Ο Μαρτέν είχε ανάψει τσιγάρο κι έβγαζε τον καπνό αργά απ’ τη μύτη-έμοιαζε έτσι με δράκο που φρουρούσε μιαν ήσυχη πύλη. Σκεφτόταν πως δυστυχώς είχε έρθει ο καιρός να επισκεφθεί τον πατέρα του. Πάντα όμως έβρισκε έναν καινούριο, έστω κι ανούσιο, λόγο για να ματαιώνει τέτοιου είδους επισκέψεις. Δεν ήξερε τι ήταν χειρότερο, οι ενοχές που του φόρτωνε ο πατέρας του ή οι άστοχες προσδοκίες που είχε για ’κείνον. Καμιά φορά σκεφτόταν πως τελικά ούτε ο ίδιος ο γέρος ήξερε για πιο πράγμα ήθελε να γκρινιάξει περισσότερο. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε. Φίλους δεν είχε πολλούς ο Μαρτέν, μα όχι πως τον ένοιαζε και πολύ. Ούτε κοπέλα είχε, μα ούτε και γι αυτό νοιαζόταν. Το μόνο που τον πείραζε κάπως ήταν που το τηλέφωνο δεν κουδούνιζε σχεδόν ποτέ. Είχε βέβαια αρκετούς γνωστούς, από κείνους που σταματάς με το μηχανάκι για να πεις δυο κουβέντες, ή που έτσι και τους καλημέριζες, ήταν σαν να είχες κιόλας γευματίσει μαζί τους.
Έβαλε να φάει κάτι πατάτες που είχαν περισσέψει από χθες. Πήρε το δίσκο κι άραξε στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Ένας παρουσιαστής πούλαγε κάτι χαλιά, σε τιμή σοκ. Ο Μαρτέν έβαλε στο στόμα μια μπουκιά από ξερή πατάτα και την κατέβασε με λίγο ξεθυμασμένο τόνικ. Ο παρουσιαστής έδειχνε τώρα μια χειροποίητη Μπουχάρα που έμοιαζε με τεράστια κοιλάδα. Ο Μαρτέν άκουσε ξαφνικά έναν ήχο που θύμιζε βροχή. Τεντώθηκε λίγο για να δει καλύτερα, πράγματι είχε αρχίσει να βρέχει. Η μπόρα ήταν δυνατή κι απρόσμενη-όπως άλλωστε όλες οι μπόρες. Ευτυχώς που σήμερα δεν δούλευε, σκέφτηκε, γιατί θα γινόταν μούσκεμα με το μηχανάκι. Δούλευε φύλακας στα γραφεία μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Έτσι, πήγαινε στη δουλειά όταν οι άλλοι σχόλναγαν, αφήνοντας στα γραφεία τους τα ανακατεμένα χαρτιά σαν τζάκια που σιγόκαιγαν. Ο Μαρτέν έφτανε εκεί κατά τις τεσσεράμισι, όταν είχαν φύγει όλοι, κι έπαιρνε τη σκυτάλη από το θυρωρό που εξατμιζόταν κι αυτός με το τελείωμα της βάρδιας.
Το μοναδικό παράθυρο του μικρού διαμερίσματος ήταν το άνοιγμα προς έναν κόσμο που στο Μαρτέν φαινόταν πολύ μακρινός, ένα κάδρο με κινούμενες εικόνες. Μικρά ανθρώπινα κουτιά όπου μόνο τ’ απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια, κρεμασμένα σαν λυπημένα χαμόγελα, έδιναν σημεία ζωής. Ήταν απίστευτη η έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας σε μια πόλη με τόσους πολλούς ανθρώπους. Μονάχα κίνηση υπήρχε, παντού και πολλή, ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων, κορναρίσματα, και κακαρίσματα εξατμίσεων. Λες και τα τόσα πολλά αυτοκίνητα δεν τα οδηγούσαν άνθρωποι, μα ήταν κουρδισμένα να κατοικούν μια ολόκληρη πόλη από μόνα τους, μία πόλη ολότελα φουτουριστική κι ατσάλινη. Κλείνοντας συχνά τα στόρια του παραθύρου του σφράγιζε απ’ έξω αυτόν τον κόσμο κι αυτομάτως ένιωθε πως με αυτόν τον τρόπο μεγάλωνε τον δικό του. Έπειτα ξάπλωνε ανάσκελα στον καναπέ του καρφώνοντας το βλέμμα στο ταβάνι. Ήταν κάτι που, περιέργως, του άρεσε να κάνει. Έτσι όπως ακινητοποιούσε το βλέμμα ένιωθε πως μπορούσε να παγώνει το χρόνο. Δεν σκεφτόταν τίποτε ιδιαίτερο, εικόνες περνούσαν απλά από το μυαλό του, εικόνες που μέσα στο ημίφως κατόρθωναν να σκαρφαλώνουν στον άξονα του βλέμματος φτάνοντας μέχρι το ταβάνι κι έπλεκαν ιστό. Ακούμπησε το μπουκάλι με τη μπύρα στο στέρνο. Το ταβάνι έμοιαζε να μαζεύεται σε μια γιγάντια σταγόνα. Άρχισε να γυρνά τα κανάλια για πολλή ώρα καταλήγοντας σ’ ένα τηλεμάρκετινγκ. Όλο και παράγγελνε κάτι από ένα τέτοιο κανάλι, μόνο και μόνο γιατί έκανε κέφι να μιλήσει με κάποιον στο τηλέφωνο. Τα βλέφαρά του έπεφταν τώρα. Πολύ γρήγορα η TV έγινε ένα κάδρο με κινούμενες εικόνες. Κι εκείνος, σαν κόρη φυλακισμένη σ’ έναν πύργο, έστεκε να κοιτάζει από ψηλά, έναν κόσμο που ήταν τόσο μακρινός, έτσι που να μοιάζει θολός.

Ξύπνησε στα καλά καθούμενα, μούσκεμα στον ιδρώτα. Θα ’λεγες πως αυτό το δυνατό κορνάρισμα του ’χε κάνει χάρη, απαλλάσσοντάς τον από ’κείνον τον βρωμερό εφιάλτη. Ίσως να ήταν η τρίτη φορά που έβλεπε τον ίδιο. Κρεμόταν, λέει, από τα σχοινιά ενός ασανσέρ κι εκείνο ερχόταν κατευθείαν πάνω του. Πάντα ξυπνούσε λίγο πριν το ασανσέρ προλάβει να τον συμπιέσει. Πήγε στο μπάνιο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έδειχνε κάπως χλωμός. Γύρισε στον καναπέ του κι άναψε ένα τσιγάρο για να χαλαρώσει. Κάπνισε το τσιγάρο του αργά, τελετουργικά. Σε κάθε εκπνοή στοίβαζε μιαν ομίχλη που κρυβόταν λιγάκι μέσα της μέχρι εκείνη να διαλυθεί. Έπειτα, έτσι άσκοπα, άρχισε να σχεδιάζει πάνω σε μια χαρτοπετσέτα. Ύστερα πήρε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί κι άρχισε να χωρίζει τις διαστάσεις του προσώπου. Ήξερε κάτι λίγα από σχέδιο, είχε κάνει κάτι μαθήματα στο σχολείο, μα είχε χρόνια να πιάσει μολύβι. Με απαλές γραμμές είχε κάνει τα περιγράμματα των ματιών, τα βλέφαρα, δυο λεπτά φρύδια. Εκείνος δεν ήξερε τι θα του έβγαινε, στην αρχή του φαινόταν σαν ένα νεαρό άτομο, ένα αγόρι ίσως. Τώρα επικεντρωνόταν στις κόρες που κατά έναν περίεργο τρόπο, όσο κι αν πατούσε το μολύβι, εκείνες έμοιαζαν διάφανες, φτιάχνοντας ένα αθώο και παράλληλα γυάλινο βλέμμα που σε κάρφωνε κατευθείαν στα μάτια. Παράξενο ήταν, είχε αρχίσει να ζωγραφίζει μια αόρατη μορφή που υπήρχε ήδη και τον περίμενε θαρρείς να την ολοκληρώσει.
Η ώρα είχε πάει τέσσερις, είχε το σύντομο δελτίο ειδήσεων, ένα είδος ξυπνητηριού. Ο Μαρτέν ποτέ δεν πρόφταινε να το ακούσει παρά μόνο τους αρχικούς τίτλους, όπως «έγκλημα στο πάρκο» ή «συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί κατά των αμάχων» μα δεν τον πείραζε και πολύ που δεν θα άκουγε τη συνέχεια καθώς έπρεπε να ξεκινήσει για τη δουλειά. Όλα αυτά, έτσι κι αλλιώς, έμοιαζαν τόσο μακρινά, τόσο απρόσωπα, που έπιαναν, θαρρείς, τον ίδιο χώρο μέσα στο κουτί της τηλεόρασης, όσο και μια Μπουχάρα. Ο Μαρτέν πήρε μαζί του το σχέδιο και το μολύβι, αφού πρώτα ντύθηκε με τη στολή του φύλακα που ήταν λίγο αστεία, μα την είχε συνηθίσει. Εκείνες οι επωμίδες του σακακιού του έμοιαζαν πια με πολυκαιρισμένες βούρτσες. Όταν έφτασε, τα γραφεία ήταν έρημα. Πλανιόταν παντού μια μυρωδιά δραστηριότητας που δεν είχε προλάβει ακόμη να διαλυθεί, έτσι όπως είχαν φύγει όλοι ξαφνικά μόλις τελείωσε το οχτάωρό τους. Μυρωδιά ανάμεικτη από ανάσες, χαρτιά, καφέ, συζητήσεις, συμφωνίες, ήταν σαν ένα πεδίο μάχης μετά την οπισθοχώρηση, ή μια λεωφόρος που είχε αδειάσει ξαφνικά λόγω μιας παράξενης εντολής. Χείμαρροι χαρτιών ανάβλυζαν από τα καλαθάκια των αχρήστων, στοιβάζονταν στα γραφεία, στα ράφια, στα ντοσιέ. Θύμιζαν τις βάρκες με τους πρόσφυγες που παρακαλούσαν να μπουν στη Γαλλία, βάρκες που ήταν έτοιμες να βυθιστούν από το βάρος κι όμως παρίσταναν τις ανήξερες.
Από τη θέση που καθόταν συνήθως ο Μαρτέν έβλεπε πάντα το ίδιο κομμάτι του δρόμου. Ήταν στρωμένος με κάτι μεγάλες πλάκες σε διαγώνιες λωρίδες, οχτώ στην κάθε μια. Στο πεζοδρόμιο ακριβώς κάτω από το παράθυρό του ήταν συνήθως παρκαρισμένη μια μηχανή μεγάλου κυβισμού σε μουσταρδί χρώμα. Απέναντι είχε τρεις καφετιές πόρτες, ανά τέσσερα μέτρα και δύο χαμηλά παράθυρα. Από το πρώτο έβγαινε ένας απορροφητήρας που λειτουργούσε επτά με οχτόμισι κάθε απόγευμα. Στην τελευταία πόρτα επέστρεφε κάθε βράδυ ένας νεαρός ηθοποιός, ένας κλόουν με μισοξεβαμμένο πρόσωπο. Ο Μαρτέν έβγαλε το κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και συνέχισε το σχέδιο. Το μισοτελειωμένο ανοιχτόχρωμο αγόρι που ζητούσε συναρμολόγηση. Μυτούλα κομψή, λίγο μυτερή, μέτριο στόμα τροφαντό, θαρρείς σφραγισμένο. Ήταν ένα κορίτσι τελικά! Τελειώνοντας και το στόμα, εκείνη είχε πια αποκαλυφθεί. Άρχισε να δουλεύει τους τόνους χαϊδεύοντας με το μολύβι κάθε μικρή σκιούλα, στα ζυγωματικά, κάτω απ’ τη μύτη, στο πηγούνι. Η μορφή είχε αρχίσει να παίρνει όγκο πλέον. Μια κοπέλα με τα μαλλιά πιασμένα σε ουρά, δροσερή κι απόμακρη συνάμα. Ο Μαρτέν σηκώθηκε κι έστησε το χαρτί όρθιο στο γραφείο απέναντί του. Ξανακάθισε κι άρχισε να το κοιτάζει. Τα χείλη ήθελαν λίγη δουλίτσα ακόμα. Το ξαναπήρε στα γόνατα, κι άρχισε με τις κινήσεις του χεριού του να δίνει στο πρόσωπο ταυτότητα. Το ξανάβαλε απέναντι. Το ξαναπήρε στα γόνατα. Το ξανάβαλε απέναντι κι απόμεινε να το κοιτάζει, μέχρι που ο ήλιος που έδυε άρχισε να του χαρίζει ένα ροδαλό χρώμα στα μάγουλα. Κι έτσι, εκείνο το πορτοκαλί απόγευμα, βάφτισε το κορίτσι Μιράντα.
Τις επόμενες μέρες έπαιρνε το σχέδιο διαρκώς μαζί του. Στην αρχή τα διόρθωνε κάπως, μια γραμμούλα εδώ, μια σκιά πιο ’κει, μα έπειτα από ένα σημείο το σχέδιο όχι μόνο είχε ολοκληρωθεί, μα θαρρείς πως είχε γίνει τόσο αυτοδύναμο που σχεδόν δεν σου επέτρεπε πια να το πειράξεις. Ακόμη και τα πιο αδύναμα-τεχνικά- σημεία του είχαν απορροφηθεί λες από το σύνολο. Το έπαιρνε μαζί του στη δουλειά και το έστηνε στο γραφείο απέναντί του. Έπειτα από οχτώ ώρες το δίπλωνε και το έβαζε στο τραπεζάκι του σπιτιού του για άλλες οχτώ ώρες. Τις υπόλοιπες κοιμόταν. Το σχέδιο ήταν εκεί ό,τι κι αν έκανε ο Μαρτέν. Πήγαινε να πάρει το δίσκο με το φαγητό, χάζευε τηλεόραση, εκείνο έμοιαζε να στέκεται περήφανο σαν προτομή απέναντι κάθε του κίνηση. Στην αρχή το θαύμαζε πολύ, το είχε αναγάγει σε αντικείμενο λατρευτικής αγάπης. Κι εκείνο έμοιαζε προστατευμένο από κάποια ιερή δύναμη που δεν άφηνε κανέναν και τίποτε να το αγγίξει. Ήταν περήφανος που ένα δικό του έργο είχε απογειωθεί τόσο που έμοιαζε να μην είναι πια δικό του. Στην πραγματικότητα έδειχνε να μην είναι πια κανενός.
Σταδιακά όμως ο Μαρτέν άρχισε να νιώθει άβολα. Το σχέδιο ήταν λες και τον παρακολουθούσε φανερά τώρα πια, και με ένα παράλογο τρόπο ο Μαρτέν προσπαθούσε να κάνει αυτά που έκανε συνήθως έξω από το οπτικό πεδίο του σχεδίου. Έτρωγε στην κουζίνα, περνούσε ώρες ξαπλωμένος στο δωμάτιό το, κάπνιζε στο μπάνιο. Φυσικά είχε σταματήσει να το παίρνει μαζί του στη δουλειά για να ξεκλέψει λίγο χρόνο από το παγωμένο βλέμμα του. Ένιωθε μια παράξενη ανακούφιση καθώς άκουγε την έναρξη το σύντομου δελτίου κι έκλεινε πίσω του την πόρτα του σπιτιού του. Προς το τέλος της βάρδιας του, αφού βίωνε το άλλοτε βαρετό του ωράριο με μια αίσθηση ελευθερίας, ήταν πια πεπεισμένος ότι όλα αυτά ήταν ένα μάτσο μπούρδες που κυλούσαν μονάχα μέσα στο κεφάλι του κι έπαιρνε αγέρωχος το δρόμο για το σπίτι. Μόλις όμως αντίκριζε τη Μιράντα, ένιωθε σαν μαθητούδι που είχε κάνει σκανδαλιά, σαν να έπρεπε να απολογηθεί για όλα αυτά που μόνο εκείνος ήξερε πως τον βαραίνουν, μα και κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν σαν να τα ήξερε όλα κι εκείνη. Το βλέμμα της είχε γίνει πια άκαρδο και τόσο άκαμπτο μπροστά στην υπόστασή του που ετοιμόρροπη πια παρακαλούσε να τον αφήσει ήσυχο, να τον συγχωρέσει και να τον αφήσει ήσυχο επιτέλους, μια για πάντα.
Ένα απόγευμα ήταν εκείνο που θα έκανε την επανάστασή του. Ήταν αποφασισμένος. Περίμενε να νιώσει δυνατός στη δουλειά, όταν θα έλειπε από το σπίτι οχτώ ώρες κι έπειτα θα γυρνούσε και θα την κατέστρεφε ολοκληρωτικά. Κι έτσι κι έγινε. Γύρισε στο σπίτι, κατευθύνθηκε με φόρα προς το σχέδιο και την άρπαξε. Την τσαλάκωσε με μια κίνηση και την πέταξε από το παράθυρο. Έπειτα απλώθηκε στον καναπέ του που τόσο τον είχε πεθυμήσει. Έριξε έναν ύπνο αξιοζήλευτο κι όταν ξύπνησε πήρε μία μπύρα κι άνοιξε την τηλεόραση. Άναψε ένα τσιγάρο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε το σχέδιο, επαληθεύοντας την ελευθερία του. Ακόμη και το ίδιο το φως είχε αλλάξει μέσα στο σπίτι και η ελευθερία του είχε, θαρρείς, τη μυρωδιά της θάλασσας. Τότε όμως έγινε κάτι αναπάντεχο. Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτάς του, πράγμα που θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί από μόνο του αναπάντεχο, όμως δεν επρόκειτο γι αυτό. Ήταν η θυρωρός, μια στρουμπουλή γυναίκα με φακιόλι και του είπε πως τον ζήτησε μια κοπέλα, που θα ξαναπερνούσε. Ο Μαρτέν πάγωσε. Με μικρές κοφτές ανάσες τη ρώτησε αν η κοπέλα άφησε όνομα κι η γυναίκα με το φακιόλι είπε πως δεν ήταν σίγουρη, αλλά απ’ ότι θυμόταν την έλεγαν Μιράντα. Ο Μαρτέν σάστισε τόσο που της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Κάθισε πίσω από την πόρτα και έσφιξε τον εαυτό του με τα δυο του χέρια. Κρύος ιδρώτας ανάβλυζε από το μέτωπό του κι ένιωθε μια ζάλη κι έναν ίλιγγο ίδιο με τη ρόδα του λούνα παρκ. Όχι, δεν μπορεί! Δεν γινόταν να ήταν αληθινά όλα αυτά, ο Μαρτέν έπιασε το κεφάλι του, τα μηνίγγια χτυπούσαν σαν τρελά. Δεν είναι αλήθεια! Δεν ήξερε τι ήταν αληθινό και τι όχι, έκανε μια αυθόρμητη κίνηση απελπισίας τρέχοντας στο τηλέφωνο για να καλέσει κάποιον σε βοήθεια, μα συνειδητοποίησε πως δεν είχε κανέναν. Σε κάθε γωνιά του σπιτιού ένιωθε τα μηνίγγια του να χτυπούν στα τοιχώματα του κεφαλιού του σαν να τα είχε κλειδώσει κάποιος μέσα. Η Μιράντα! Υπήρχε! Υπήρχε; Ο Μαρτέν άρχισε να τρέχει μέσα στο σπίτι ουρλιάζοντας σαν τρελός, χτυπούσε στα έπιπλα φωνάζοντας πως δεν ήταν αλήθεια. Έπειτα άρχισε να τρέχει από την κουζίνα μέχρι το σαλόνι και σαν να μην ήθελε να κόψει ταχύτητα, βούτηξε από το παράθυρο σε ’κείνον τον ήσυχο δρόμο που σε λίγο θα γέμιζε περιπολικά, κόσμο και θόρυβο.
Το πλακόστρωτο είχε βαφτεί κόκκινο. Ο Μαρτέν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Το ασθενοφόρο ανταποκρίθηκε αμέσως και μετέφεραν προσεχτικά το ταλαιπωρημένο σώμα σε ένα φορείο. Ρωτούσαν για κάποιον συγγενή αλλά μάταια, δεν ήξερε τίποτε κανείς. Η αστυνομία προσπαθούσε να απομακρύνει τον κόσμο κι όλα τα μπαλκόνια τριγύρω είχαν κόσμο που έβλεπε από ψηλά, πρώτη φορά θα έλεγες πως είχε τόσο κόσμο στα μπαλκόνια. Ένα σούσουρο ήταν το μόνο που μπορούσες ν’ ακούσεις. Εκείνη την ώρα μια κοπέλα πάρκαρε το μηχανάκι της και ζήτησε από τη θυρωρό να μάθει αν είχε γυρίσει ο Μαρτέν. Η γυναίκα με το φακιόλι της έδειξε διστακτικά το δυστύχημα. Εκείνη είδε, μα δεν είχε καταλάβει και ξαναζήτησε τον Μαρτέν. Της θύμισε πως είχε περάσει πρωτύτερα και της είπε πως είχε μια παράδοση για ’κείνον, κάτι που είχε παραγγείλει ο κύριος Μαρτέν Σαρό από ένα τηλεμάρκετινγκ. Την ίδια την έλεγαν Μιράντα. Η θυρωρός έδειξε πάλι προς το δυστύχημα και τότε η κοπέλα κατάλαβε. Καθώς δεν ήξερε τι να κάνει άφησε αμήχανα τον αποχυμωτή στη θυρωρό, εκείνη ήξερε καλύτερα. Έπειτα καβάλησε το μηχανάκι της κι έγινε καπνός. Σε λίγο το ασθενοφόρο έφυγε το ίδιο σβέλτα κι ο κόσμος διαλύθηκε σιγά σιγά. Οι άνθρωποι απ’ τα μπαλκόνια μπήκαν μέσα σφραγίζοντας τις μπαλκονόπορτες κι απόμειναν τα ρούχα με τα λυπημένα χαμόγελα ν’ αντικρίζουν τις πλάκες σε διαγώνιες λωρίδες, οχτώ στην κάθε μια. Ξ.Π.


copyright no11509-2009