16/1/11

Η Ταξιδιωτική Λογοτεχνία στην Ελλάδα

Η ταξιδιωτική γραφή δεν συνιστά λογοτεχνικό πάρεργο, αλλά πεζογραφικό είδος ή υποείδος, ως αναπλάθουσα λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακά έναν τόπο και μια εποχή.

Η σύγκριση προς άλλα, λογοτεχνικά κείμενα, καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν στεγανά να την περιχαρακώνουν. Ταξιδιωτική λογοτεχνία έχουμε από τότε που άρχισαν να ασχολούνται συνειδητά με την ταξιδιωτική γραφή οι λογοτέχνες. Στη σύγχρονη ταξιδιωτική λογοτεχνία, η οποία μπορεί να μην είναι αμιγής ως προς το περιεχόμενό της, εμπεριέχονται το δοκίμιο, ο εσωτερικός μονόλογος, ακόμα και η αυτοβιογραφία.

Η ταξιδιωτική γραφή εξελίχτηκε σε ταξιδιωτική λογοτεχνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε η λειτουργικότητα της ταξιδιογραφίας -ο όρος εμφανίστηκε πρόσφατα, ενδεχομένως από το «travel writing»- υπαγορευόταν αποκλειστικά από τις ιστορικές αναγκαιότητες και τούτο προέκυπτε επειδή το ταξίδι κατά κύριο λόγο εξυπηρετούσε πρακτικούς σκοπούς. Ως λογοτεχνικό είδος η ταξιδιωτική εντύπωση αποκαταστάθηκε την τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Ως αφετηρία της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας έχει καθιερωθεί το έτος 1927, οπότε εγκαινιάστηκε η σειρά Ταξιδεύοντας του Νίκου Καζαντζάκη. Τα βιβλία υπό τον γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας καθιερώθηκαν ως πρότυπο, καθιστώντας τον συγγραφέα τους το πρόσωπο εκείνο που συστηματοποίησε στην Ελλάδα το λογοτεχνικό είδος ή υποείδος της ταξιδιωτικής εντύπωσης. Τα ταξιδιωτικά κείμενα των πρώτων Ελλήνων ταξιδιογράφων παρουσιάζουν αποκλίσεις και διακυμάνσεις. Είναι πάντως γεγονός ότι, εκτός του Καζαντζάκη, εκείνοι που συνδέονται με τη συγκεκριμένη πεζογραφική ενασχόληση λόγω του πλούσιου έργου και της μακρόχρονης παρουσίας τους στον χώρο είναι οι Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κώστας Ουράνης και Πέτρος Χάρης. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται μια έξαρση ταξιδιογραφικής παραγωγής με τις καταθέσεις καταξιωμένων συγγραφέων. Από τη δεκαετία του 1950 θα κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο και άλλοι συγγραφείς, ενίοτε με ιδιαίτερες αξιώσεις, αλλά δίχως ιδιαίτερη συνεισφορά, με αποτέλεσμα να «απολαμβάνουν» τον τίτλο του επιγόνου.

Στη δεκαετία του 1970 η ταξιδιωτική γραφή δεν κινεί ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Τα περισσότερα των κειμένων που κυκλοφορούν δεν διαθέτουν τις αντοχές να λειτουργήσουν ούτε ως λογοτεχνήματα προς χρήσιν τουριστών. Την επόμενη δεκαετία, παρά την εμφάνιση αρκετών αξιόλογων έργων, το είδος ή υποείδος δεν θα έχει απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα, όμως, σε μια εποχή που γίνεται ολοένα ερμητικότερη, θα αρχίσει διστακτικά να εμφανίζεται μια αλλαγή στη μορφή, μια νέα αντίληψη η οποία επέτασσε όχι μια απλή παρουσίαση, αλλά μια ερμηνεία, που να εκφράζεται με τρόπο υπαινικτικό. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη που ακολουθούσε τα desiderata της σύγχρονης πεζογραφίας.

Τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, και στα πρώτα του τρέχοντος, σημειώνεται μια ποικιλία τόσο στη θεματολογία όσο και στη μορφή. Οι ικανότεροι εκπρόσωποι του είδους αποκρυσταλλώνοντας τις σύγχρονες προκλήσεις-απαιτήσεις θα οδηγήσουν τη γραφή τους σε νέους δρόμους, προς αποκάλυψη της ψυχής του τόπου. Παράλληλα θα παρατηρηθεί ένας μεγάλος αριθμός καλογραμμένων βιβλίων και από μη «επαγγελματίες» συγγραφείς, με αποτέλεσμα, εκτός από την αναβάθμιση, και την εντυπωσιακή διεύρυνση της ταξιδιωτικής γραφής.

Εισαγωγή - επιμέλεια: Διονύσης Ν. Μουσμούτης


Γράφει ο Κώστας Ουράνης προλογίζοντας τις δικές του ταξιδιωτικές εντυπώσεις: «Ο λόγος που μ’ έκανε να τις εκδώσω είναι ο ίδιος που μου υπαγόρεψε τα ταξίδια μου. Είναι για να δώσω μ’ αυτές ένα μέσο διαφυγής σ’ όσους νιώθουν την ανάγκη να ξεχάσουν για λίγο τις καταθλιπτικές συνθήκες της σύγχρονης ζωής – μιας ζωής που της έχει λείψει κάθε χαρά και κάθε ασφάλεια». Η ταξιδιωτική λογοτεχνία, λοιπόν, εμφανίζεται στην Ελλάδα ως τέτοια το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με τον Ραγκαβή, τον Βικέλα, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα, και ακμάζει κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με τον Καζαντζάκη και τον Ουράνη, αλλά και τον Παναγιωτόπουλο, τον Παπατσώνη, τον Κόντογλου. Κύρια επιδίωξη των συγγραφέων αυτών είναι να μεταδώσουν και να δημιουργήσουν στο μυαλό του αναγνώστη, που αναζητά τη νοερή έστω απόδραση, μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη και εναργή εικόνα του ξένου τόπου επιμένοντας, για τον σκοπό αυτό, από τη μία στην περιγραφή των φυσικών και αστικών τοπίων και των μνημείων του παρελθόντος και, από την άλλη, στη συναισθηματική συμμετοχή συγγραφέων και αναγνωστών στα περιγραφόμενα.

Βλέπε τη συνέχεια αυτού του ωραίου σχετικού άρθρου: http://areadingdiary.wordpress.com/2010/07/20


Θα συναντήσουμε λοιπόν σ' άλλους συγγραφείς περισσότερο και σ' άλλους λιγότερο όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούμε ν' αποκαλέσουμε «συνταγή» της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε και καθιερώθηκε από την ολογομελή ομάδα των προικισμένων συγγραφέων που από την εποχή του Μεσοπολέμου καλλιέργησαν συστηματικά το είδος και η οποία χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως τα τέλη περίπου της δεκαετία του 1970.

Υπάρχει η περιγραφή, άλλοτε πλούσια κι άλλοτε επιβλητική όπως στον Ουράνη, άλλοτε σπαρταριστά ζωντανή και νευρώδης όπως στον Καζαντζάκη, άλλοτε αρρενωπά στοιβαρή όπως στον Κόντογλου, άλλοτε ανάλαφρη και δροσερή, όπως στον Καραντώνη, άλλοτε βαθιά και στοχαστική όπως στον Παναγιωτόπουλο, άλλοτε λυρικά ακριβής όπως στον Βενέζη, άλλοτε ουδέτερη όπως στον Θεοτοκά.

Υπάρχει η ιστορική διαδρομή, δοσμένη από τον Κόντογλου με τη γοητεία της πειρατικής αφήγησης, από τον Ουράνη με τον ρομαντισμό και το πάθος, από τον Καζαντζάκη με το ρεαλισμό και την αναζήτηση κι ερμηνεία των αιτιών, από τον Παναγιωτόπουλο με την παραστατική ανάπλαση των συμβάντων, από το Μυριβίλη με την ήσυχη αβίαστη εξιστόριση.

Υπάρχει η κριτική της τέχνης, περιστασιακή του Βενέζη, συγκινητικά κατατοπιστική μέσα στη φαινομενική αφέλειά της του Κόντογλου, επιστημονική και κάπως ψυχρή του αισθητικού Παπαντωνίου, αισθαντικότατη και χωρίς ίχνος επιστημονισμού του Ουράνη, σφαιρική και αποδεικτική ευρήτερης αισθητικής καλλιέργιας του Θεοτοκά, ολοζώντανη και σαφέστατη του Καζαντάκη.

Υπάρχουν ακόμα οι ποικίλες πληροφορίες, σχετικές με ήσσονα αξιοθέατα και λησμονημένες ιστορίες, με την πνευματική παράδοση και την πολιτιστική παρουσία του τόπου, με τους ανθρώπους που ανέδειξε και τον ανέδειξαν, με τη σύγχρονη οικονομικοκοινωνική εικόνα του και με την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων του, που σε άλλους συγγραφείς σπανίζουν, σε άλλους συνυπάρχουν ισόρροπα προς τα άλλα στοιχεία, σε άλλους, τους «ήσσονες» αφθονούν, υπερκαλύπτοντας τα υπόλοιπα.

Όλα τα παραπάω περνούν μέσα από το φίλτρο της προσωπικότητας και της διάθεσης κάθε συγγραφέα, αποκτώντας εκείνη την ιδιαιαίτερη χροιά που δίνει το μέτρο του ύφους. Το τελευταίο αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο με την εξωτερίκευση και την απόδοση της βαθύτερης επίδρασης που οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες ασκούν στους λογοτέχνες μας.

Αννίτα Π. Παναρέτου  «Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία»
Εκδόσεις Σαββάλας 2002