Σήκωσε τά μάτια ἀπὸ τὸ βιβλίο ποὺ διάβαζε καὶ τὰ ἐναπόθεσε στὸν καθισμένο ἄνδρα μπροστά του. Ἤτανε μόνοι στὸ κουπὲ τοῦ τραίνου. Τὸν παρατήρησε ἤρεμα. Παραδομένος στὸν ὕπνο κι ὁλοκληρωτικὰ ἀνυπεράσπιστος κάτω ἀπὸ τὸ βλέμμα του ἦταν ἐπιρρεπὴς στὴν ἐξέταση. Οὔτε ἐργάτης, οὔτε μεσοαστός, σκέφτηκε. Κοινωνιολογικὰ μιλώντας ἦταν ἕνα φριχτὸ ὑβρίδιο ἐκείνης τῆς ἀναδυόμενης μεσαίας τάξης ποὺ ὁ ἴδιος ἀπεχθανόταν. Μπουφὰν μὲ φερμουάρ, κασκέτο μὲ γεῖσο, ἄρβυλα μὲ τραχιὰ σόλα, στὴ σκευοφόρο μέσα στὴ θήκη, τὸ δίκαννο. Ἕνας κυνηγὸς στὴν ἐπιστροφὴ τοῦ ἐγχειρήματός του. Νεο-ιταλικὴ ράτσα μὲ τ’ ὅπλο στὸ χέρι, λαὸς τῆς ἀπάτης, ἀπαγωγεῖς καὶ κλέφτες, χωριάτες ποὺ ἐκφυλίστηκαν στὰ προάστια τῶν βιομηχανικῶν πόλεων, καὶ γίνανε μέσα σὲ λίγα χρόνια ἕνα ἄλλο εἶδος, ὅμοιο μὲ καβούρια, γεμάτο ἀπὸ ἀνικανοποίητες ἐπιθυμίες κι ἀρχέγονες ὅσο ἡ πείνα, μὲ ψωμωμένες δαγκάνες, ἀνοιχτές, παρατεταμένες γιὰ νὰ τσακώσουν καὶ νὰ ἁρπάξουν μὲ ἀπληστία.
Κι ἔπειτα ἀπὸ αὐτὴν τὴ ραγδαία κι ἄσπλαχνη “κοινωνιολογικὴ” ἐξέταση, γύρισε στὸ βιβλίο του —ἕνα σπουδαῖο βιβλίο, Οἱ ἀδερφοὶ Καραμαζώφ— καὶ ξανάπιασε νὰ διαβάζει. Πόσο ὡραῖος, ἔξυπνος, γλυκὸς κι ἀνθρώπινος ἦταν ὁ Ἀλιόσα Καραμαζώφ! Πόσο θὰ ἤθελε ὁ καθένας ἀλλὰ κι ὁ ἴδιος νὰ τοῦ μοιάζει ἔστω καὶ λίγο!
Ὁ ἄνδρας ποὺ καθόταν μπροστά του εἶχε βαλθεῖ νὰ ροχαλίζει, κι ἐκεῖνος συνάμα μὲ τὸν ἦχο σήκωσε πάλι τὰ μάτια καὶ τὸν κάρφωσε. Ροχάλιζε μὲ τὸ στόμα μισάνοιχτο καὶ τὸ σάλιο του ἔσταζε ἀπὸ τὴ γωνία τῶν χειλιῶν. Κάτι παραπάνω ἀπὸ ἀηδία, σκέφτηκε.
«Ἐγὼ θὰ τὸν ἀγαπούσα» τὸν προκάλεσε ὁ Ἀλιόσα ἀπ’ τὸ βιβλίο.
«Ἔτσι ὅπως εἶναι;»
«Ἔτσι ἀκριβῶς.»
«Χωρὶς νὰ θελήσεις μήτε νὰ τὸν ἀλλάξεις;»
«Γιὰ νὰ ἀλλάξεις, πρέπει πρῶτα ν’ ἀγαπήσεις.»
Στὸ τζάμι τοῦ παραθύρου κοίταξε τὴ μορφή του καὶ τὴν παρατήρησε χωρὶς καμία συμπάθεια.
«Θὰ μὲ ἀγαποῦσες κι ἐμένα;»
«Γιατί ὄχι;»
«Γιατί ναί;»
«Δοκίμασε νὰ ἀγαπήσεις κι ἐσὺ λιγάκι τὸν ἑαυτό σου καὶ θὰ καταλάβεις.»
Ἔκανε ὅπως εἶπε ὁ Ἀλιόσα, προσπάθησε νὰ ἀγαπήσει κάπως τὸν ἑαυτό του κι ἴσως γιὰ λίγο τὰ κατάφερε, γιατὶ τὸ βλέμμα του, ὅταν σταμάτησε στὸν ἄνδρα ποὺ κοιμόταν δὲν ἦταν πιὰ τὸ ἴδιο, σὰν νὰ ἦταν πιὸ ἀνθρώπινο. Παραδέχτηκε πὼς ἡ ἀνάλυσή του ὑπῆρξε ἀνελέητη, ὁ ἄνθρωπος δὲν εἶναι καβούρι, δὲν μπορεῖ νὰ εἶναι καβούρι. Μόλις ξυπνήσει θὰ τοῦ μιλήσω, ὁρκίστηκε.
Ἔπειτα, συγκινημένος μὲ τὸν ἑαυτό του γιὰ τὰ εὐγενῆ καὶ ὑψηλά του αἰσθήματα, τοῦ φάνηκε νά ’ναι ὡραῖος, ἔξυπνος, γλυκὸς κι ἀνθρώπινος, ὅσο κι ὁ Ἀλιόσα Καραμαζόφ. Καὶ βυθίστηκε τόσο ἀπύθμενα στὴν ἀνάγνωση τοῦ βιβλίου, ποὺ οὔτε ποὺ πῆρε εἴδηση πὼς ὁ ἄνδρας στὸ μεταξὺ εἶχε ξυπνήσει, εἶχε μαζέψει τὰ πράγματά του, εἶχε κατέβει ἀπ’ τὸ τραῖνο κι εἶχε χαθεῖ γιὰ πάντα ἀπὸ τὴ ζωή του.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).
Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγγραφέας, γνωστὸς ἰδιαίτερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγκεντρώθηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φωτογραφία καὶ συντήρηση ἔργων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς διαδρομὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/08/rafaelle-la-capria-sto-traino/