10/4/10

Στὸ τραῖ­νο


Ραφαέλε Λὰ Κάπρια (Raffaele La Capria "In treno")


Σήκωσε τά μάτια ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε καὶ τὰ ἐ­να­πό­θε­σε στὸν κα­θι­σμέ­νο ἄν­δρα μπρο­στά του. Ἤ­τα­νε μό­νοι στὸ κου­πὲ τοῦ τραί­νου. Τὸν πα­ρα­τή­ρη­σε ἤ­ρε­μα. Πα­ρα­δο­μέ­νος στὸν ὕ­πνο κι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στος κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα του ἦ­ταν ἐ­πιρ­ρε­πὴς στὴν ἐ­ξέ­τα­ση. Οὔ­τε ἐρ­γά­της, οὔ­τε με­σο­α­στός, σκέ­φτη­κε. Κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ μι­λών­τας ἦ­ταν ἕ­να φρι­χτὸ ὑ­βρί­διο ἐ­κεί­νης τῆς ἀ­να­δυ­ό­με­νης με­σαί­ας τά­ξης ποὺ ὁ ἴ­διος ἀ­πε­χθα­νό­ταν. Μπου­φὰν μὲ φερ­μου­άρ, κα­σκέ­το μὲ γεῖ­σο, ἄρ­βυ­λα μὲ τρα­χιὰ σό­λα, στὴ σκευ­ο­φό­ρο μέ­σα στὴ θή­κη, τὸ δί­καν­νο. Ἕ­νας κυ­νη­γὸς στὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τός του. Νεο-ι­τα­λι­κὴ ρά­τσα μὲ τ’ ὅ­πλο στὸ χέ­ρι, λα­ὸς τῆς ἀ­πά­της, ἀ­πα­γω­γεῖς καὶ κλέ­φτες, χω­ριά­τες ποὺ ἐκ­φυ­λί­στη­καν στὰ προ­ά­στια τῶν βι­ο­μη­χα­νι­κῶν πό­λε­ων, καὶ γίνανε μέ­σα σὲ λί­γα χρό­νια ἕ­να ἄλ­λο εἶ­δος, ὅ­μοι­ο μὲ κα­βού­ρια, γε­μά­το ἀ­πὸ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τες ἐ­πι­θυ­μί­ες κι ἀρ­χέ­γο­νες ὅ­σο ἡ πεί­να, μὲ ψω­μω­μέ­νες δαγ­κά­νες, ἀ­νοι­χτές, πα­ρα­τε­τα­μέ­νες γιὰ νὰ τσα­κώ­σουν καὶ νὰ ἁρ­πά­ξουν μὲ ἀ­πλη­στί­α.


Κι ἔ­πει­τα ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ ρα­γδαί­α κι ἄ­σπλα­χνη “κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ” ἐ­ξέ­τα­ση, γύ­ρι­σε στὸ βι­βλί­ο του —ἕ­να σπου­δαῖ­ο βι­βλί­ο, Οἱ ἀ­δερ­φοὶ Κα­ρα­μα­ζώφ— καὶ ξα­νά­πια­σε νὰ δι­α­βά­ζει. Πό­σο ὡ­ραῖ­ος, ἔ­ξυ­πνος, γλυ­κὸς κι ἀν­θρώ­πι­νος ἦ­ταν ὁ Ἀ­λι­ό­σα Κα­ρα­μα­ζώφ! Πό­σο θὰ ἤ­θε­λε ὁ κα­θέ­νας ἀλ­λὰ κι ὁ ἴ­διος νὰ τοῦ μοιά­ζει ἔ­στω καὶ λί­γο!


Ὁ ἄν­δρας ποὺ κα­θό­ταν μπρο­στά του εἶ­χε βαλ­θεῖ νὰ ρο­χα­λί­ζει, κι ἐ­κεῖ­νος συ­νά­μα μὲ τὸν ἦ­χο σή­κω­σε πά­λι τὰ μά­τια καὶ τὸν κάρ­φω­σε. Ρο­χά­λι­ζε μὲ τὸ στό­μα μι­σά­νοι­χτο καὶ τὸ σά­λιο του ἔ­στα­ζε ἀ­πὸ τὴ γω­νί­α τῶν χει­λι­ῶν. Κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἀ­η­δί­α, σκέ­φτη­κε.


«Ἐ­γὼ θὰ τὸν ἀ­γα­πού­σα» τὸν προ­κά­λε­σε ὁ Ἀ­λιό­σα ἀ­π’ τὸ βι­βλί­ο.


«Ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι;»


«Ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς.»


«Χω­ρὶς νὰ θε­λή­σεις μή­τε νὰ τὸν ἀλ­λά­ξεις;»


«Γιὰ νὰ ἀλ­λά­ξεις, πρέ­πει πρῶ­τα ν’ ἀ­γα­πή­σεις.»


Στὸ τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου κοί­τα­ξε τὴ μορ­φή του καὶ τὴν πα­ρα­τή­ρη­σε χω­ρὶς κα­μί­α συμ­πά­θεια.


«Θὰ μὲ ἀ­γα­ποῦ­σες κι ἐ­μέ­να;»


«Για­τί ὄ­χι;»


«Για­τί ναί;»


«Δο­κί­μα­σε νὰ ἀ­γα­πή­σεις κι ἐ­σὺ λι­γά­κι τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ θὰ κα­τα­λά­βεις.»


Ἔ­κα­νε ὅ­πως εἶ­πε ὁ Ἀ­λι­ό­σα, προ­σπά­θη­σε νὰ ἀ­γα­πή­σει κά­πως τὸν ἑ­αυ­τό του κι ἴ­σως γιὰ λί­γο τὰ κα­τά­φε­ρε, για­τὶ τὸ βλέμ­μα του, ὅ­ταν στα­μά­τη­σε στὸν ἄν­δρα ποὺ κοι­μό­ταν δὲν ἦ­ταν πιὰ τὸ ἴ­διο, σὰν νὰ ἦ­ταν πιὸ ἀν­θρώ­πι­νο. Πα­ρα­δέ­χτη­κε πὼς ἡ ἀ­νά­λυ­σή του ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νε­λέ­η­τη, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι κα­βού­ρι, δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι κα­βού­ρι. Μό­λις ξυ­πνή­σει θὰ τοῦ μι­λή­σω, ὁρ­κί­στη­κε.


Ἔ­πει­τα, συγ­κι­νη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ τὰ εὐ­γε­νῆ καὶ ὑ­ψη­λά του αἰ­σθή­μα­τα, τοῦ φά­νη­κε νά ’­ναι ὡ­ραῖ­ος, ἔ­ξυ­πνος, γλυ­κὸς κι ἀν­θρώ­πι­νος, ὅ­σο κι ὁ Ἀ­λι­ό­σα Κα­ρα­μα­ζόφ. Καὶ βυ­θί­στη­κε τό­σο ἀ­πύθ­με­να στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ βι­βλί­ου, ποὺ οὔ­τε ποὺ πῆ­ρε εἴ­δη­ση πὼς ὁ ἄν­δρας στὸ με­τα­ξὺ εἶ­χε ξυ­πνή­σει, εἶ­χε μα­ζέ­ψει τὰ πράγ­μα­τά του, εἶ­χε κα­τέ­βει ἀ­π’ τὸ τραῖ­νο κι εἶ­χε χα­θεῖ γιὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὴ ζω­ή του.

Πη­γή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).

Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγ­γρα­φέ­ας, γνω­στὸς ἰ­δι­αί­τερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγ­κεν­τρώ­θηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φω­το­γρα­φία καὶ συντήρηση ἔρ­γων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς δι­α­δρο­μὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/08/rafaelle-la-capria-sto-traino/