Ήδη από το τέλος της περιόδου Χεϊάν (794-1185), οι πολεμιστές της Ιαπωνίας αποκαλούνταν μπούσι, ένας όρος που εισήχθηκε από την Κίνα. Στις πιο πρώιμες εποχές οι αυλικοί που ανέμεναν τις εντολές του αυτοκράτορα ονομάζονταν σαμπούρο-μπίτο, από το ρήμα σαμπουρό, που σημαίνει υπηρετώ ή περιμένω εντολές. Οι μπούσι πολεμιστές, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του αυτοκράτορα, έγιναν γνωστοί ως σαμπουράι. Περίπου στο τέλος του 13ου αιώνα οι κληρονομικοί πολεμιστές, οι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν τους πρίγκιπες, οι δικαστικοί και άλλα άτομα των ανώτερων τάξεων ονομάζονταν επίσης σαμπουράι. Στην πορεία του χρόνου το όνομά τους άλλαξε για να είναι ευκολοπρόφερτο κι έτσι έγιναν οι γνωστοί μας σαμουράι. Η περίφημη πλέον τάξη των πολεμιστών σαμουράι ενδυναμώθηκε περισσότερο με τη θέσπιση ενός θεσμού από τον Γιοριτόμο Μιναμότο, λίγα χρόνια πριν εγκαθιδρύσει την πρώτη κυβέρνηση σόγκουν στη χώρα.
Οι σαμουράι έγιναν αυτοδύναμη τάξη περίπου το 12ο αιώνα, αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Απέδιδαν πλήρη υποταγή στο φεουδάρχη τους (νταΐμιο) κι έπαιρναν ως αντάλλαγμα γη και αξιώματα. Κάθε νταΐμιο χρησιμοποιούσε τον ή τους σαμουράι του για να προστατέψει τη γη του ή να επεκτείνει τη δύναμή του και τα δικαιώματά του σε περισσότερη γη.
Με το πέρασμα των χρόνων οι οικογένειες των πολεμιστών αναπτύχθηκαν σε φυλές, οι οποίες ξεπέρασαν σε δύναμη τους ευγενείς απόγονους της αυτοκρατορικής αυλής. Οι σούγκο ανέπτυξαν έναν κώδικα βασισμένο στις αρχές του Κομφουκιανισμού και του Ζεν Βουδισμού, που έγινε γνωστός ως Μπουσίντο, ή ο Δρόμος του Πολεμιστή. Τούτος ο κώδικας υπαγόρευε κυριολεκτικά όλες τις όψεις της ζωής τους και επηρέασε τη συνολική πολιτισμική εικόνα της Ιαπωνίας. Η ουσία του κώδικα μπουσίντο ήταν η πλήρης υπακοή στο φεουδάρχη άρχοντα, η απόλυτη θέλησή τους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την προστασία της ζωής και της τιμής του κυρίου τους. Επιπλέον, απαιτούσε σκληρή εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες κι έναν εξευγενισμένο κώδικα συμπεριφοράς που υπαγόρευε τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους.
Σημαντικό κομμάτι αυτού του κώδικα ήταν η τελετουργική τέλεση αυτοκτονίας για τη διαφύλαξη της τιμής του σαμουράι. Σε αντίθετη περίπτωση ατιμαζόταν και το κοινωνικό περιβάλλον τον απόδιωχνε. Έτσι, όσοι δεν ακολουθούσαν τον κώδικα μπουσίντο, γίνονταν μέθυσοι, ζητιάνοι ή κλέφτες και επίφοβοι δολοφόνοι. Η κατακραυγή ήταν τέτοια, ώστε αρκετοί κατέφευγαν τελικά στην τελετουργική αυτοκτονία. Η αυτοκτονία σε ελάχιστες περιπτώσεις θεωρείται ηρωική πράξη στη Δύση και μόνον όταν οι συνθήκες οδηγούν σε πλήρες αδιέξοδο τον πολεμιστή. Στην Άπω Ανατολή το σεπούκου είναι η απόδειξη πως «το μπούσιντο είναι τρόπος να ζεις και τρόπος να πεθαίνεις».
Όσον αφορά στον εξοπλισμό των σαμουράι και εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η παράδοση. Οι αρχαίοι πολεμιστές Γιαγιόι κατασκεύασαν όπλα, εξοπλισμό κι έναν κώδικα που διήρκεσε επί αιώνες, για να γίνει τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των σαμουράι.
Οι σαμουράι ανέπτυξαν μεγάλη επιδεξιότητα, τόσο στην έφιππη μάχη, όσο και στη δυνατότητά τους να πολεμούν πεζοί τόσο στην ένοπλη όσο και στην άοπλη μάχη. Ωστόσο, οι σαμουράι της πρώιμης εποχής έδιναν έμφαση στη χρήση του τόξου, και του ξίφους, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλοσοφίας γύρω από την τέχνη της τοξοβολίας, του Κιούντο, και του Δρόμου του Ξίφους.
Χρησιμοποιούσαν τα ξίφη για μάχη εκ του συστάδην και για να αποκεφαλίζουν τους εχθρούς τους. Οι μάχες με τους Μογγόλους στα τέλη του 13ου αιώνα οδήγησαν σε μια αλλαγή στις τεχνικές μάχης. Άρχισαν να χρησιμοποιούν το ξίφος, τις λόγχες και το ναγκινάτα τους περισσότερο, γεγονός που τους οδήγησε στην ανάπτυξη τεχνικών μάχης στο έδαφος. Στα τέλη του 16ου αιώνα οι σαμουράι άρχισαν να φορούν δύο ξίφη. Το ένα ήταν μακρύ (ντάιτο-κατάνα) και μεγαλύτερο από 60 εκ. Το άλλο ήταν κοντό (σότο-γουαζικάσι), 30-60 εκ. Οι σαμουράι έδιναν συχνά ονόματα στα ξίφη τους και πίστευαν πως αντιπροσώπευαν την «ψυχή» της πολεμικής τους δεξιότητας.
Τα γιαπωνέζικα σπαθιά φτιάχνονται τελείως διαφορετικά απ' τα δυτικά: ένα φύλλο, ένα έλασμα μετάλλου διπλώνεται και ξαναδιπλώνεται πάνω από τη φωτιά, ώσπου να γίνει λάμα, μια παντοδύναμη, αιχμηρή λάμα που δε γίνεται να καταστραφεί παρά από τη φωτιά που τη γέννησε.
Αναμφίβολα, το πλέον εντυπωσιακό όπλο είναι το ξίφος κατάνα. Δεν είναι απλώς όπλο, αλλά η ψυχή του πολεμιστή. Όσο πιο όμορφο είναι, τόσο πιο κοφτερή και η λεπίδα του. Άλλωστε η ομορφιά του βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην κόψη και την κατασκευή της λεπίδας.
Αν ακουμπήσεις το πιο λεπτό μετάξι στην κόψη της κατάνα, θα το δεις να κόβεται στα δυo...
Ο κατασκευαστής κατάνα δεν ήταν ένας απλός καλός τεχνίτης, όπως ο κατασκευαστής σπαθιών στη δύση. Ήταν πρόσωπο σεβαστό και η τάξη στην οποία ανήκε θεωρούνται από τις κοινωνικά ανώτερες, έχουσα μάλιστα κι ιερατικά καθήκοντα καθώς η κατασκευή κατάνα ήταν τέχνη δοσμένη από τους Θεούς. Σε κάθε κατάνα ο κατασκευαστής της έγραφε, μάλιστα το όνομά του και τους τίτλους ευγενείας που το συνόδευαν.
Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν φωτιά, νερό, σφυρί και αμόνι για να δώσουν σχήμα στα ξίφη τους. Κατόπιν η λεπίδα ετοιμαζόταν για το γυάλισμα και το τελικό φινίρισμα. Το επόμενο στάδιο ήταν η δοκιμασία του ξίφους. Οι δοκιμαστές δοκίμαζαν τη νέα λεπίδα στα κορμιά ή τα πτώματα καταδίκων. Ξεκινούσαν κόβοντας τα μικρότερα οστά του σώματος, για να φτάσουν σε μεγαλύτερες οστικές μάζες. Συχνά τα αποτελέσματα της δοκιμής καταγράφονταν στο νακάγκο, τη λαβή του ξίφους.
Στην ιαπωνική μυθολογία το πρώτο σπαθι το κατασκεύασε ο θεός Ιζανάγκι για να σκοτωσει το γιό του, το Θεό της Φωτιάς, ο οποίος όταν γεννήθηκε προκάλεσε τέτοιους πόνους στη μητέρα του Ινζανάμι, που εκείνη εγκατέλειψε το συζυγό της και κρύφτηκε στα έγκατα της γης. Το πρώτο αυτό σπαθί κατέληξε σε γυναικεία χέρια: στην κόρη του Ιζανάγκι και θεά του Ήλιου, Αματεράσα Ομικάμι, η οποία το παρέδωσε τελικά στον εγγονό της, Νινίγκι-νο Μικότο για να κυβερνήσει τη Γη.
Αντίθετα με τα περισσότερα σπαθιά της Δύσης, τα Γιαπωνέζικα χρησιμοποιούνται για να σχίζουν και όχι για να κατακρεουργούν.
Στην επίθεση ο ξιφομάχος φέρνει τη λεπίδα μπροστά του (ή την τινάζει απότομα μακριά) κυριολεκτικά φράσσοντας το δρόμο στον αντίπαλό του. Η απόκρουση γίνεται με το πίσω ή με το πλαϊνό μέρος της λεπίδας. Αλλά συνήθως η άμυνα στο κενζούτσου, την τέχνη της Γιαπωνέζικης ξιφομαχίας, περιλαμβάνει ελιγμούς.
Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι, οι δύο ιπποτικές παραδόσεις έχουν τελείως διαφορετική προσέγγιση της χρήσης του ξίφους. Στην Ευρωπαϊκή Δύση, η τέχνη του σπαθιού είναι τέχνη αμυντική. Ο ξιφομάχος μαθαίνει κυρίως να αμύνεται, σε αντίθεση με το σαμουράι που, πιστός στο Κενζούτσου («τέχνη του σπαθιού»), πολεμά επιθετικά με την κατάνα του– η άμυνα θα τον ντρόπιαζε. Ο Σαμουραι ποτέ δεν φέρει ασπίδα, είναι άγνωστη στην Ιαπωνία.
Η τέχνη του σπαθιού είναι η μητέρα του κώδικα τιμής. Προηγείται. Η δημιουργία του Κενζούτσου τοποθετείται στον 11ο αιώνα και τα χαρακτηριστικά του είναι καθαρά επιθετικά. Σκοπός του μόνον ο φόνος. Ο σαμουράι δεν έχει κανένα λόγο να χαριστεί στον αντίπαλό του, θέλει να τον σκοτώσει χωρίς να του δωσει ευκαιρία αλλά και χωρίς να ξεπέσει στη βαρβαρότητα.
Η επίδειξη δεν είναι μες στις προθέσεις του – το πάθος όμως είναι βασικό συστατικό στον πόλεμό του. Χαρακτηριστικά, στο άθλημα που προέκυψε από το Κενζούτσου, το Κέντο - «ο τρόπος των σπαθιών»- μετρά κι ανταμείβεται βαθμολογικά το πάθος με το οποίο γίνεται μια επίθεση, σε αντίθεση με την μοντέρνα δυτική αθλητική ξιφασκία όπου τον πρώτο ρόλο έχει η ανδροπρεπής χάρη, ειδικά στην άμυνα. Η χάρη στο Κενζούτσου είναι στρατιωτική.
Η πρώτη κίνηση- το τράβηγμα του σπαθιού- δείχνει πόσο πειθαρχημένος, πόσο αποφασισμένος και πόσο βαθύς γνώστης της τέχνης του είναι ο ξιφοφόρος. Η κίνηση αυτή, του τραβήγματος και της επιστροφής στο θηκάρι, αποτελεί μια χωριστή τέχνη, όχι ένα απλό κάτα.
Και στο Κενζούτσου, όπως σε σχεδόν όλες τις απωανατολίτικες πολεμικές τέχνες την τεχνική καθορίζουν μια σειρά «κάτα», κινήσεων απολύτως συγκεκριμένων, στις οποίες πολεμιστής και σπαθί γίνονται ένα με τρόπο χορευτικό.
Όταν ο Σαμουράι έχανε τον πόλεμο, κατέφευγε στο ναό του θεού του πολέμου, Χατσιμάν, ζητώντας του να επιστρέψει στο ηττημένο ξίφος το θεϊκό πνεύμα.
Υπήρξαν και οι δυο σημαντικοί σαμουράι. Ο πρώτος έζησε στα τέλη της περιόδου Sengoku και στην αρχή της Edo γνωστός κι ως Ganryu. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και καταπιανόταν επίσης και με τις τέχνες με ένα δικό του στυλ μάχης που βαφτίστηκε από το προσωνύμιό του. Ο Miyamoto Musashi είναι αναγνωρισμένος ως ο μεγαλύτερος σαμουράι της ιαπωνικής ιστορίας.
Λένε ότι ο Μ ήταν ανίκητος. Σε εξήντα μονομαχίες υπήρξε πάντα νικητής. Ο κώδικα τιμής των σαμουράι λέειότι πρέπει να μονομαχήσουν μέχρι θανάτου. Η πιο λαμπρή του μονομαχία υπήρξε εκείνη εναντίον του Κ. Η συνάντηση θα γίνει στο νησί Funa-jima την ώρα που πέφτει ο ήλιος... O Musashi φτάνει στο σημείο της συνάντησης με καθιστέρηση δύο ωρών, πράγμα απίθανο για τις αρχές ενός σαμουράι κι έτσι ο αντίπαλός του εκνευρίζεται κάθε στιγμή που περνάει, μια τακτική που λένε ότι είχε χρησιμοποιήσει και σε άλλη μονομαχία. Άλλοι ψίθυροι λένε ότι αφήνει το χρόνο να περάσει για να χρησιμοποιήσει το φως του ηλίου προς συμφέρον του. Φτάνει λοιπόν με το bokutō του, ένα ξύλινο ξίφος όμοιο με την κατάνα αλλά πιο μακρύ, ο Kojirō επιτίθεται πρώτος και ο αντίπαλος τον ρίχνει κάτω. Είναι σίγουρο πως μια μονομαχία των δύο καλύτερων σαμουράι θα διαρκέσει πολύ λίγο μιας και αρκούν μια δυο κινήσεις και ένα μονάχα λάθος. Ο Kojirō παραλίγο να του πάρει την αρτηρία του ποδιού, κι ο Μ. τον κτυπά θανάσιμα στο στήθος.
Το νησί ονομάστηκε πρoς τιμήν της θρυλικής μονομαχίας, Ganryu-jima.