16/4/10

ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ

Η ανάγνωση δεν είναι μόνον απόλαυση αλλά και εργαλείο για έναν ενεργό πολίτη

«Η ανάγνωση για εμένα υπήρξε, και παραμένει, η υπέρτατη απόλαυση», εκμυστηρεύεται ο συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο οποίος τον περασμένο μήνα αναγορεύτηκε διδάκτορας honoris causa από το ισπανικό Πανεπιστήμιο της Λα Ριόχα. Με αυτή την αφορμή, ο Περουβιανός συγγραφέας μίλησε στο ακροατήριο που παρακολουθούσε την τελετή για το «ταξίδι στη μυθοπλασία». Ενα ταξίδι που αρχίζει συνήθως με τα πρώτα αναγνώσματα, η αναφορά των οποίων οδήγησε τον συγγραφέα στην παράθεση μιας σειράς σκέψεων, συναισθημάτων και προβληματισμών: «Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή μου, μού συνέβησαν διαβάζοντας», είπε και συνέχισε, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Ελ Παΐς»: «Η ενασχόλησή μου με το γράψιμο δεν θα είχε αναδειχθεί εάν δεν είχα γοητευτεί τόσο πολύ από τον κόσμο της μυθοπλασίας, την οποία ανακάλυψα σε ηλικία πέντε ετών, στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας, με τα πρώτα μου βιβλία. Θυμάμαι πόσο εμπλούτισα και ανέπτυξα την πραγματικότητα χάρις στην ανάγνωση». Για τον συγγραφέα των βιβλίων «Η πόλη και τα Σκυλιά» ή του πιο πρόσφατου «Το παλιοκόριτσο», η ανάγνωση δεν είναι μόνο το ταξίδι σε έναν κόσμο φανταστικό. Είναι πως «από αυτό τον κόσμο επιστρέφεις οπλισμένος με κάθε είδους ερωτήματα, αμφιβολίες, κριτικές, όνειρα και σχέδια τα οποία μεταβάλλουν εντελώς τη στάση σου στον πραγματικό κόσμο». Αλλά συγχρόνως, όπως λέει, μεταβάλλει και τη γλώσσα:

«Η ανάγνωση σε κάνει κύριο μιας γλώσσας. Κάποιος που δεν διαβάζει, αναγκαστικά έχει φτωχό λεξιλόγιο και εκφράζεται άσχημα. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι είναι περιορισμένη η γνώση σου στη γλώσσα, αλλά και ότι σκέπτεσαι κακά γιατί σκέπτεται με τον τρόπο που μιλά και αντιστρόφως. Πιστεύω ότι η ανάγνωση είναι μια ουσιαστική λειτουργία με την οποία επωφελείσαι όλου του πλούτου που δυνητικά διαθέτει μια γλώσσα. Το να κατέχεις αυτή την κυριαρχία βοηθά στο να σκέπτεσαι με μεγαλύτερη διαύγεια, να διαχειρίζεσαι τη σκέψη σου. Τίποτε δεν εμπλουτίζει τόσο τα αισθήματα, την ευαισθησία, τις ανθρώπινες επιθυμίες όσο η ανάγνωση. Είμαι εντελώς πεπεισμένος πως κάποιος που διαβάζει απολαμβάνει καλύτερα τη ζωή, αν και αντιλαμβάνεται περισσότερο τα προβλήματα στον κόσμο. Υπάρχει μια διαδικασία που αναπτύσσεις, όπως η περιέργεια και οι αμφιβολίες οι οποίες δημιουργούνται μέσα από την ανάγνωση καλών βιβλίων. Αυτό όμως, σε κάνει να ζεις καλύτερα».

Ο συγγραφέας διαβεβαιώνει πως «η ανθρώπινη ελευθερία είναι προϊόν της φαντασίας και των σχετικών επιθυμιών που γεννιούνται με την ανάγνωση καλών βιβλίων. Είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι όταν διαβάζουμε καλύτερα και περισσότερο. Γι' αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο, αν θέλουμε να έχουμε μια δημοκρατική κοινωνία με ενεργούς πολίτες, να συμμετέχουμε όχι μόνο στον δημόσιο διάλογο αλλά και στην πολιτισμική διαδικασία. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν είναι μόνο μια απλή απόλαυση ή διασκέδαση, αλλά ένα βασικό εργαλείο στη διαμόρφωση ενός ελεύθερου, σύγχρονου, ενεργού πολίτη. Η λογοτεχνία είναι η έκφραση όλων αυτών».

Μια από τις λιγότερο γνωστές πλευρές του Βάργκας Λιόσα στο ευρύ κοινό είναι αυτή του λογοτεχνικού κριτικού: Εχει γράψει εργασίες πάνω στη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ, τους «Αθλιους» του Βικτόρ Ουγκό. Κατά την άποψη του συγγραφέα, η ποιοτική λογοτεχνική κριτική είναι όλο και πιο αναγκαία και, παραδόξως, στις μέρες μας όλο και πιο περιορισμένη: «Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα σήμερα είναι ο τεράστιος αριθμός εκδόσεων, που σε κάνει να αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι στη μέση ενός δάσους τίτλων βιβλίων και ονομάτων, όπου είναι δύσκολο να προσανατολιστείς», παρατηρεί ο συγγραφέας. «Και η κριτική ενώ θα έπρεπε να βοηθά και να οδηγεί τον αναγνώστη σε αυτό τον λαβύρινθο, σήμερα θεωρείται δευτερεύον είδος. Υπάρχει μια ακαδημαϊκή κριτική, εντελώς απομακρυσμένη από το μεγάλο κοινό, με μια εσωτερική, ενδογαμική γλώσσα. Αλλά και η άλλη κριτική, εκείνη που φτάνει στο ευρύ κοινό μέσα από περιοδικά και εφημερίδες, έχει χάσει την αξία της. Γίνεται σαν αγγαρεία, χωρίς πρωτοτυπία, χωρίς δημιουργικότητα. Πολλές φορές δεν είναι παρά απλά ενημερωτικά κείμενα».

«Στη γλώσσα μας -λέει ο Βάργκας Λιόσια- έχουμε προσωπικότητες όπως ο Μεξικανός Αλφόνσο Ρέγιες και ο Ισπανός Ορτέγκα υ Γκασέτ. Είναι δύο από τους εξαίρετους του είδους, αν και θα μπορούσα να αναφέρω περισσότερους. Τα έργα τους δημοσιεύτηκαν κυρίως σε περιοδικά και εφημερίδες αλλά αυτό δεν τους αφαιρεί σοβαρότητα, κομψότητα και πνεύμα. Είναι σκέτη απόλαυση να τα διαβάζεις σήμερα. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν μια γέφυρα ανάμεσα στον πολιτισμό και στον απλό κόσμο. Αυτό όμως το είδος, δυστυχώς, έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό, σε μια στιγμή που η κριτική είναι πιο αναγκαία από ποτέ άλλοτε, γιατί σήμερα είναι αδύνατο να προσανατολιστείς ανάμεσα στις εκατοντάδες τίτλους που εμφανίζονται κάθε εβδομάδα».

Για τον Βάργκας Λιόσα οι καλύτεροι κριτικοί είναι αυτοί που γράφουν λογοτεχνία: «Είναι αυτοί που ο Ελιοτ ονόμαζε "ασκούμενους συγγραφείς". Είναι αυτοί που ασκούν μια τέχνη και συγχρόνως κριτική. Στην Ισπανία, εκτός από τον Ορτέγκα υ Γκασέτ υπάρχει και ο Πέδρο Σαλίνας και ο Αθορίν. Χάρη στον Αθορίν άρχισα να διαβάζω τους κλασικούς συγγραφείς. Οι καταπληκτικές επιφυλλίδες του με ώθησαν να διαβάσω τον «Δον Κιχώτη». Είχα προσπαθήσει να τον διαβάσω στο Γυμνάσιο αλλά τον παράτησα γιατί με απώθησε η γλώσσα, μέχρι που ένα βιβλιαράκι του, τόσο ενδιαφέρον, με ώθησε να διαβάσω και να τον αγαπήσω. Πιστεύω πως αυτού του είδους η συμβολή των συγγραφέων είναι πολύ σημαντική σε αυτήν την εποχή, αν θέλουμε ο αναγνώστης να μη χάνεται και η κακή λογοτεχνία να μην αντικαταστήσει ή επιβληθεί στην αληθινή λογοτεχνία».

Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/11/2007