30/4/10

“Είναι για να τους λες ΑΝΤΕ ΓΕΙΑ!”

   Η Ελλάδα του λευκού και της θάλασσας, της αργόσυρτης μέρας που δε λέει να τελειώσει, του ούζου και της παρέας, του σεκλετιού και του μερακλώματος, η γαλανόλευκη έπαθε ηλεκτροπληξία. Κι αυτό γιατί βραχυκύκλωσαν τα γυμνά της καλώδια που έχασκαν παρατημένα δίπλα στο φλοίσβο και τις ταβέρνες. Έμεινε λοιπόν σύξυλη, με τ’ άπλυτά της σε κοινή θέα να συζητιούνται απ’ άκρο σ’ άκρο της γης και ταρακουνήθηκε. Κι όταν κάπως κόπασε η θύελλα το εσωτερικό της χωρίστηκε (πάλι!) σε δύο στρατόπεδα: των κακών και των καλών. Οι κακοί, αυτοί δηλαδή που μέχρι χθες γέμιζαν πειναλέα τις τσέπες τους και κήρυτταν πως για να πας μπροστά πρέπει να υιοθετήσεις τη “μέθοδο του καβουριού”, να περπατάς δηλαδή πλαγίως και με τις δαγκάνες ανοιχτές, οι κακοί λοιπόν σήμερα κατάπιαν τη γλώσσα τους και μην τους είδατε. Σαν έμπειροι κακοί που είναι, ξέρουν πότε είναι ώρα να μιλήσουν και πότε να κρυφτούν στ’ αζήτητα. Οι καλοί απ’ την άλλη μεριά είναι εκείνοι που μέχρι πρόσφατα βρισκόταν έξω απ’ το παιχνίδι τρώγοντας ψωμί κι ελιά (όχι πως δε λιγουρευόταν τον μπουφέ, αλλά ήταν ψηλός και δεν τον έφταναν) κατέβαιναν μάλιστα και στις διαδηλώσεις του ΠΑΜΕ -πάμε να φύγουμε, πάμε να πιούμε, πάμε κάπου τέλος πάντων όπου να’ναι. Οι καλοί έχουν μούσι και φορούν κουλτουριάρικο φουλάρι κι ορκίζονται πως ουδέποτε έφαγαν καποιανού τη σειρά, γιατί αυτοί είχαν πάντοτε αξίες κι ιδανικά κρυμμένα στην άβυσσο του ήθους τους.


  Μετά την καταιγίδα, λοιπόν, οι κακοί λούφαξαν είτε έγιναν Μανωλιοί που φόρεσαν αλλιώς το σακάκι τους, τουτέστιν πήγαν με τους καλούς. Κι έτσι οι κακοί, δεν ξέρω πώς μέσα σε ένα δυο μήνες, έγιναν θαρρείς είδος προς εξαφάνιση. Τώρα χτυπάς πόρτες μιλώντας καβουρίσια όπως παλιά, “ρε παιδιά μπας και παίζει καμιά θεσούλα και για μένα” και όχι μόνο δεν παίρνεις απάντηση, αλλά σου ορμάνε κιόλας οι καλοί θιγμένοι κι αφρίζουν και σε στέλνουν έξω από ’δω και να προωθήσεις, κύριε, τις αιτήσεις σου αξιοκρατικά, λέει, αρχίζοντας απ΄το μηδέν όπως σε όλα τα καθωσπρέπει κράτη του κόσμου. Πάλι απ’ το μηδέν ρε παιδιά; Έλεος δηλαδή! Είδες όμως εξέλιξη, αγιάσαμε τάχιστα. Μιλάμε τώρα σύσσωμοι για ηθική και αξιοκρατία κι απ’ τους παλιούς τρόπους δεν γνωρίζουμε πια τίποτα και σκανδαλιζόμαστε λες κι όλα αυτά συνέβησαν σε κάποια άλλη χώρα κι όχι στη δική μας, την Ψωροκώσταινα. Και μάλιστα τόσο πολύ παθιαστήκαμε, που όντως πεισθήκαμε πως το κακό από κάπου αλλού έρχεται κι εμείς, όπως πάντα, δεν ξέρουμε, δεν είδαμε τίποτα. Πάραυτα, το πιστόλι το βλέπω τοποθετημένο στον κρόταφο κι όχι πάνω στο τραπέζι, και το ποσοστό της ανεργίας το βλέπω ν’ ανεβαίνει λες και είναι υψηλός πυρετός και για να επιβιώσεις σου ζητάνε ξαφνικά όλοι τίτλους και περγαμηνές σε μια χώρα που μοιάζει με κάστρο στην άμμο και χάρτινο είν’ το φεγγαράκι της. Και τους κακούς τους βλέπω να κρύβονται πίσω απ’ τις φούστες τους σαν άβγαλτα κοριτσόπουλα, και το έλλειμμα να μεγαλώνει σαν την τρύπα του όζοντος και την πολυπόθητη ελπίδα να μην την βρίσκεις πουθενά. Είναι λοιπόν ή δεν είναι να τους λες “Άντε γειά”; Ξ.Π.

Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Κυκλάδων "Κοινή Γνώμη" στις 30/04/2010, σελ.15

29/4/10

Νυστάζω...



Ωραία η ταινία, αλλά κλείνουν τα ρημάδια τα μάτια μου...

18/4/10

200 χρόνια Σοπέν



Yundi Li plays Chopin Scherzo No. 1 Op. 30

Για την Πολωνία και τη Γαλλία το 2010 είναι έτος Σοπέν. Διακόσια χρόνια από τη γέννησή του, ο Σοπέν, εν μέρει ρομαντικός, εν μέρει κλασσικός, εν μέρει Πολωνός, εν μέρει Γάλλος, είναι ο Ευρωπαίος συνθέτης που για πολλούς μοιάζει με πίνακα ζωγραφικής, καθισμένος στο πιάνο του, σαν ένας μάντης χαμένος στις σκέψεις του. Οι Γάλλοι τον θέλουν στο Πάνθεον, οι Πολωνοί τον κρατούν στην εκκλησία La Sainte –Croix στη Βαρσοβία.

Ας ανακαλύψουμε και πάλι τον Σοπέν. Ναι, ναι, σήμερα. Στην εποχή των ασφυκτικών μητροπόλεων, της μουσικοποικιλότητας, της καταχειροκροτούμενης μετριότητας, του ex factor και της ωφελιμιστικής επιστροφής σε ιερά τέρατα, όπως ο Καζαντζίδης, ο Τσιτσάνης, ο Μπιθικώτσης. Στην εποχή της νεανικής χιπ-χοπ, της γκετοποιημένης ραπ, των αραβικών μπλουζ, των σαγηνευτικών ήχων της Ανατολής και των εφήμερων μουσικών ακουσμάτων. Ναι, εμείς επιστρέφουμε στον Σοπέν, 200 χρόνια από τη γέννησή του, τη στιγμή ακριβώς που η άλλη Ευρώπη πλαγιάζει πλάι του, σαν να θέλει να εξιλεωθεί ανάμεσα στις μπαλάντες του, τη μουσική δωματίου, τη Σονάτα για Βιολοντσέλο, την Tristesse.

Ο Σοπέν στον θάνατο του φίλου του Φραντς Λιστ γράφει: «Οποια και να ’ναι η δημοτικότητα των έργων του, οφείλουμε να εικάσουμε πως η αιωνιότητα και η υστεροφημία θα εκτιμήσουν τα μουσικά του δημιουργήματα πολύ περισσότερο από τη σημερινή αποδοχή». Ετσι έγινε. Και ήταν ο Λιστ αυτός που πίστευε με τη σειρά του στη δυναμική μουσική παρουσία του Σοπέν, σ’ αυτές τις νότες που στ’ αυτιά του έμοιαζαν με κύματα, μια μουσική απλή, αέρινη, το περίφημο rubato. Στο σπίτι του Φραντς Λιστ, ο Σοπέν γνωρίζει την κατά έξι χρόνια μεγαλύτερή του Γεωργία Σάνδη. Ο μεγάλος έρωτας. Η πρώτη γνωριμία με την εκκεντρική για την εποχή της συγγραφέα του προκαλεί αρνητική εντύπωση και μάλιστα σχολιάζει επικριτικά τη συμπεριφορά και την εμφάνισή της. Όμως, ο έρωτας είναι πιο δυνατός και τον οδηγεί σε μια δημιουργική, αλλά βασανιστική σχέση, μια σχέση παρανομίας που τελικά καταλήγει στον χωρισμό, το 1847. Ο Σοπέν πεθαίνει δύο χρόνια αργότερα, το 1849, στο Παρίσι, στην πλατεία Βαντόμ. Ήταν μόλις 39 χρόνων και είχε υποκύψει στη φυματίωση.


Ο εορτασμός των 200 χρόνων από τη γέννηση του Σοπέν προκαλεί παροξυσμικές αντιδράσεις σε Γαλλία και Πολωνία, απ’ όπου και η καταγωγή του. Ο Alain Duault, γενικός επίτροπος του «Έτους Σοπέν 2010» –σημειώνει το περιοδικό «Νουβέλ Ομπσερβατέρ» – ζήτησε να ανοίξουν γι’ αυτόν οι πύλες του Πάνθεον στο Παρίσι. Το Παρίσι, που με τη βοήθεια του ημι-εθνικού καλλιτέχνη (ο Σοπέν έχει και γαλλική καταγωγή) ελπίζει να ξεπεράσει την «αγωνία» για την πτώση της δημοτικότητας του Σαρκοζί, τον φόβο του για την αυξανομένη οικονομική αυστηρότητα της υπουργού Οικονομικών Κρ. Λαγκάρντ και το θριαμβευτικό στυλ του Ντομινίκ Στρος Καν που ετοιμάζεται να καταβροχθίσει τον Σαρκό! Ο Ευγένιος Ντελακρουά έλεγε ότι ο Σοπέν ήταν ο πιο αληθινός καλλιτέχνης που είχε ποτέ συναντήσει. Ενας πιανίστας κλεισμένος στον εαυτό του, εκλεπτυσμένος, που ελάχιστα τον ένοιαζε να παίζει μπροστά στο κοινό. Ηταν κλασικός συνθέτης, τόσο στο πνεύμα όσο και στη συμπεριφορά, αλλά συγχρόνως έμοιαζε δυνατός και γλυκός, έπαιζε Μπαχ κάθε μέρα και δεν δέχθηκε να δώσει συγκεκριμένα ονόματα στα έργα του, προτιμώντας τα Βαλς, Πρελούδιο, Μελέτη…

Ο Φέλιξ Μέντελσον είπε κάποτε ότι βρέθηκε μπροστά σε έναν ολοκληρωμένο μουσικό, όχι έναν ντεμι-βιρτουόζο, όχι έναν ντεμι-κλασικό που θα μπορούσε να βρει στη μουσική τις αξίες της αρετής και ταυτοχρόνως την απόλαυση της διαφθοράς. «Του βγάζω το καπέλο», φώναξε στη μέση μιας συναυλίας ο Ρομπέρ Σουμάν και ο Εκτόρ Μπερλιόζ είπε το αυτονόητο: ο Σοπέν ήταν εξ αρχής ετοιμοθάνατος! Ο φιλόσοφος Σιοράν συχνά τόνιζε την υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης του Πολωνού συνθέτη, λέγοντας: «Ο Σοπέν προώθησε το πιάνο στα όρια της φυματίωσης». Αλλά ο Όσκαρ Ουάιλντ δεν στεκόταν εκεί, περιέγραφε τα συναισθήματα που του αποκάλυπτε η μουσική του: «Έχοντας παίξει Σοπέν, αισθάνομαι σαν να είχα ζήσει λάθη που δεν έκανα και σαν να είχα κλάψει για τραγωδίες που δεν έζησα».

Ο Τόμας Μαν έβλεπε την εικόνα του στο πιάνο. Το σμίξιμο των φρυδιών, τις συσπάσεις του προσώπου. Την έξαψη που τον πρόδιδε, φτάνοντας βαθιά στις ρίζες των μαλλιών του. «Μου θυμίζει Σέλεϊ», έλεγε ο διάσημος συγγραφέας. «Αυτή η περίεργη παραίτηση, το απρόσιτο άρωμα ύπαρξης, η άρνηση της υλικής εμπειρίας, η έξοχη αιμομιξία της τέχνης, που είναι ταυτόχρονα ντελικάτη και θελκτική».

Ο Σοπέν στη συλλογική φαντασία συμβολίζει τον Ρομαντισμό. Η ίδια του η ύπαρξη συνεισέφερε σ’ αυτό: ένας πατριωτισμός που τον δυσχέραναν οι αναταράξεις της Ιστορίας, μια φύση διακριτική και ανικανοποίητη, μια καχεκτικότητα που οφειλόταν στην αρρώστια του και στις πληγές της ψυχής.

Δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή 28, 2,2010
Ο Σοπέν δεν ακολούθησε τη σχολή κανενός περίφημου συνθέτη για να γράψει μουσική, ακολουθώντας κάποιο ξένο ύψος, αλλά δημιούργησε δικό του ύφος από τα πρώτα κιόλας έργα του. Και η τεχνική, που παρουσιάζει στο πιάνο, δεν προέρχεται από τους μεγαλύτερούς του Μότσαρτ, Μπετόβεν, ή τους συγχρόνους του Ντούσεκ, Φιλνδ και Λιούμελ, αλλά είναι αρμονική με το πνεύμα των συνθέσεών του κι αποτελεί βασικό στοιχείο έκφρασης.

Αυτό γίνεται φανερό όταν κανείς εξετάζει τα στολίσματα και τις φιοριτούρες του που δεν είναι πρόσθετοι ήχοι, αλλά αποτελούν μέρος της όλης μουσικής του σκέψης.

Ο Σοπέν θεωρείται ο πρόδρομος των ιμπρεσιονιστών, με τη διαφορά ότι μένει πάντοτε λογικός. Το πιο σπουδαίο όμως, στη μουσική του, είναι η πρωτοτυπία που οφείλεται σε ανεξήγητα στοιχεία και δεν κουράζει ποτέ. Μερικές φορές είναι ποιητικός και γλυκός, άλλοτε ορμητικός, άλλοτε παράξενος κι άλλοτε σκληρός και αρρενωπός.

"Η ψυχή του πιάνου" ονομάστηκε από τους σύγχρονούς του. Η μεγαλοφυία του δεν ταιριάζει με τις συνθέσεις για ορχήστρα και από τα κοντσέρτα του και τις σονάτες του λείπει η ενότητα, η σωστή ανάπτυξη του θέματος και το μέτρο.


Η τέχνη του όμως στις μαζούρκες. στα πρελούντια, στις μπαλάντες και τα ωραιότατα νυχτερινά, είναι εξαιρετική.

Τα έργα του αποτελούν ποιήματα, που οδηγούν στο θαυμάσιο κόσμο των ονείρων. Τ' αραβουργήματα και τα μοναδικά του περάσματα γίνονται πραγματικές σκέψεις, αντί να δίνουν αφορμή μόνο για επίδειξη δεξιοτεχνίας. Ο Σοπέν συνδυάζει το σλάβικο συναισθηματισμό και τη μελαγχολία με τη γερμανική αντίληψη της αρμονίας, τη γαλλική χάρη και ποικιλία των ρυθμών με τη μελωδική ευκολία της ιταλικής μουσικής. Γεννήθηκε από Γάλλο πατέρα και Πολωνίδα μητέρα και η μουσική του σχηματίστηκε με τα χαρακτηριστικά και των δυο λαών. Σ' αυτήν ακούμε κραυγή και πόνο της πατρίδας του, νοσταλγία της ελευθερίας. Ήταν φύση ευαίσθητη και λεπτή κι είναι αγαπητός ακόμα και σήμερα, γιατί τα έργα του δεν έχουν τίποτε το συμβατικό και το πλούσιο περιεχόμενό τους συγκινεί την ευαισθησία του σημερινού ανθρώπου.


Frédéric Chopin, Fantasia-Improvviso Op. 66

16/4/10

ΜΑΡΙΟ ΒΑΡΓΚΑΣ ΛΙΟΣΑ

Η ανάγνωση δεν είναι μόνον απόλαυση αλλά και εργαλείο για έναν ενεργό πολίτη

«Η ανάγνωση για εμένα υπήρξε, και παραμένει, η υπέρτατη απόλαυση», εκμυστηρεύεται ο συγγραφέας Μάριο Βάργκας Λιόσα, ο οποίος τον περασμένο μήνα αναγορεύτηκε διδάκτορας honoris causa από το ισπανικό Πανεπιστήμιο της Λα Ριόχα. Με αυτή την αφορμή, ο Περουβιανός συγγραφέας μίλησε στο ακροατήριο που παρακολουθούσε την τελετή για το «ταξίδι στη μυθοπλασία». Ενα ταξίδι που αρχίζει συνήθως με τα πρώτα αναγνώσματα, η αναφορά των οποίων οδήγησε τον συγγραφέα στην παράθεση μιας σειράς σκέψεων, συναισθημάτων και προβληματισμών: «Τα καλύτερα πράγματα στη ζωή μου, μού συνέβησαν διαβάζοντας», είπε και συνέχισε, όπως αναφέρει η εφημερίδα «Ελ Παΐς»: «Η ενασχόλησή μου με το γράψιμο δεν θα είχε αναδειχθεί εάν δεν είχα γοητευτεί τόσο πολύ από τον κόσμο της μυθοπλασίας, την οποία ανακάλυψα σε ηλικία πέντε ετών, στην Κοτσαμπάμπα της Βολιβίας, με τα πρώτα μου βιβλία. Θυμάμαι πόσο εμπλούτισα και ανέπτυξα την πραγματικότητα χάρις στην ανάγνωση». Για τον συγγραφέα των βιβλίων «Η πόλη και τα Σκυλιά» ή του πιο πρόσφατου «Το παλιοκόριτσο», η ανάγνωση δεν είναι μόνο το ταξίδι σε έναν κόσμο φανταστικό. Είναι πως «από αυτό τον κόσμο επιστρέφεις οπλισμένος με κάθε είδους ερωτήματα, αμφιβολίες, κριτικές, όνειρα και σχέδια τα οποία μεταβάλλουν εντελώς τη στάση σου στον πραγματικό κόσμο». Αλλά συγχρόνως, όπως λέει, μεταβάλλει και τη γλώσσα:

«Η ανάγνωση σε κάνει κύριο μιας γλώσσας. Κάποιος που δεν διαβάζει, αναγκαστικά έχει φτωχό λεξιλόγιο και εκφράζεται άσχημα. Αυτό δεν σημαίνει μόνο ότι είναι περιορισμένη η γνώση σου στη γλώσσα, αλλά και ότι σκέπτεσαι κακά γιατί σκέπτεται με τον τρόπο που μιλά και αντιστρόφως. Πιστεύω ότι η ανάγνωση είναι μια ουσιαστική λειτουργία με την οποία επωφελείσαι όλου του πλούτου που δυνητικά διαθέτει μια γλώσσα. Το να κατέχεις αυτή την κυριαρχία βοηθά στο να σκέπτεσαι με μεγαλύτερη διαύγεια, να διαχειρίζεσαι τη σκέψη σου. Τίποτε δεν εμπλουτίζει τόσο τα αισθήματα, την ευαισθησία, τις ανθρώπινες επιθυμίες όσο η ανάγνωση. Είμαι εντελώς πεπεισμένος πως κάποιος που διαβάζει απολαμβάνει καλύτερα τη ζωή, αν και αντιλαμβάνεται περισσότερο τα προβλήματα στον κόσμο. Υπάρχει μια διαδικασία που αναπτύσσεις, όπως η περιέργεια και οι αμφιβολίες οι οποίες δημιουργούνται μέσα από την ανάγνωση καλών βιβλίων. Αυτό όμως, σε κάνει να ζεις καλύτερα».

Ο συγγραφέας διαβεβαιώνει πως «η ανθρώπινη ελευθερία είναι προϊόν της φαντασίας και των σχετικών επιθυμιών που γεννιούνται με την ανάγνωση καλών βιβλίων. Είμαστε πολύ πιο ελεύθεροι όταν διαβάζουμε καλύτερα και περισσότερο. Γι' αυτό τον λόγο είναι απαραίτητο, αν θέλουμε να έχουμε μια δημοκρατική κοινωνία με ενεργούς πολίτες, να συμμετέχουμε όχι μόνο στον δημόσιο διάλογο αλλά και στην πολιτισμική διαδικασία. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο δεν είναι μόνο μια απλή απόλαυση ή διασκέδαση, αλλά ένα βασικό εργαλείο στη διαμόρφωση ενός ελεύθερου, σύγχρονου, ενεργού πολίτη. Η λογοτεχνία είναι η έκφραση όλων αυτών».

Μια από τις λιγότερο γνωστές πλευρές του Βάργκας Λιόσα στο ευρύ κοινό είναι αυτή του λογοτεχνικού κριτικού: Εχει γράψει εργασίες πάνω στη «Μαντάμ Μποβαρί» του Φλομπέρ, τους «Αθλιους» του Βικτόρ Ουγκό. Κατά την άποψη του συγγραφέα, η ποιοτική λογοτεχνική κριτική είναι όλο και πιο αναγκαία και, παραδόξως, στις μέρες μας όλο και πιο περιορισμένη: «Ενα από τα μεγαλύτερα προβλήματα σήμερα είναι ο τεράστιος αριθμός εκδόσεων, που σε κάνει να αισθάνεσαι πως βρίσκεσαι στη μέση ενός δάσους τίτλων βιβλίων και ονομάτων, όπου είναι δύσκολο να προσανατολιστείς», παρατηρεί ο συγγραφέας. «Και η κριτική ενώ θα έπρεπε να βοηθά και να οδηγεί τον αναγνώστη σε αυτό τον λαβύρινθο, σήμερα θεωρείται δευτερεύον είδος. Υπάρχει μια ακαδημαϊκή κριτική, εντελώς απομακρυσμένη από το μεγάλο κοινό, με μια εσωτερική, ενδογαμική γλώσσα. Αλλά και η άλλη κριτική, εκείνη που φτάνει στο ευρύ κοινό μέσα από περιοδικά και εφημερίδες, έχει χάσει την αξία της. Γίνεται σαν αγγαρεία, χωρίς πρωτοτυπία, χωρίς δημιουργικότητα. Πολλές φορές δεν είναι παρά απλά ενημερωτικά κείμενα».

«Στη γλώσσα μας -λέει ο Βάργκας Λιόσια- έχουμε προσωπικότητες όπως ο Μεξικανός Αλφόνσο Ρέγιες και ο Ισπανός Ορτέγκα υ Γκασέτ. Είναι δύο από τους εξαίρετους του είδους, αν και θα μπορούσα να αναφέρω περισσότερους. Τα έργα τους δημοσιεύτηκαν κυρίως σε περιοδικά και εφημερίδες αλλά αυτό δεν τους αφαιρεί σοβαρότητα, κομψότητα και πνεύμα. Είναι σκέτη απόλαυση να τα διαβάζεις σήμερα. Οι άνθρωποι αυτοί αποτελούν μια γέφυρα ανάμεσα στον πολιτισμό και στον απλό κόσμο. Αυτό όμως το είδος, δυστυχώς, έχει χαθεί σε μεγάλο βαθμό, σε μια στιγμή που η κριτική είναι πιο αναγκαία από ποτέ άλλοτε, γιατί σήμερα είναι αδύνατο να προσανατολιστείς ανάμεσα στις εκατοντάδες τίτλους που εμφανίζονται κάθε εβδομάδα».

Για τον Βάργκας Λιόσα οι καλύτεροι κριτικοί είναι αυτοί που γράφουν λογοτεχνία: «Είναι αυτοί που ο Ελιοτ ονόμαζε "ασκούμενους συγγραφείς". Είναι αυτοί που ασκούν μια τέχνη και συγχρόνως κριτική. Στην Ισπανία, εκτός από τον Ορτέγκα υ Γκασέτ υπάρχει και ο Πέδρο Σαλίνας και ο Αθορίν. Χάρη στον Αθορίν άρχισα να διαβάζω τους κλασικούς συγγραφείς. Οι καταπληκτικές επιφυλλίδες του με ώθησαν να διαβάσω τον «Δον Κιχώτη». Είχα προσπαθήσει να τον διαβάσω στο Γυμνάσιο αλλά τον παράτησα γιατί με απώθησε η γλώσσα, μέχρι που ένα βιβλιαράκι του, τόσο ενδιαφέρον, με ώθησε να διαβάσω και να τον αγαπήσω. Πιστεύω πως αυτού του είδους η συμβολή των συγγραφέων είναι πολύ σημαντική σε αυτήν την εποχή, αν θέλουμε ο αναγνώστης να μη χάνεται και η κακή λογοτεχνία να μην αντικαταστήσει ή επιβληθεί στην αληθινή λογοτεχνία».

Της ΒΙΚΗΣ ΤΣΙΩΡΟΥ
ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ - 06/11/2007

12/4/10

Η ιαπωνική πολεμική τάξη

Ήδη από το τέλος της περιόδου Χεϊάν (794-1185), οι πολεμιστές της Ιαπωνίας αποκαλούνταν μπούσι, ένας όρος που εισήχθηκε από την Κίνα. Στις πιο πρώιμες εποχές οι αυλικοί που ανέμεναν τις εντολές του αυτοκράτορα ονομάζονταν σαμπούρο-μπίτο, από το ρήμα σαμπουρό, που σημαίνει υπηρετώ ή περιμένω εντολές. Οι μπούσι πολεμιστές, που είχαν αναλάβει τη φύλαξη του αυτοκράτορα, έγιναν γνωστοί ως σαμπουράι. Περίπου στο τέλος του 13ου αιώνα οι κληρονομικοί πολεμιστές, οι αξιωματούχοι που υπηρετούσαν τους πρίγκιπες, οι δικαστικοί και άλλα άτομα των ανώτερων τάξεων ονομάζονταν επίσης σαμπουράι. Στην πορεία του χρόνου το όνομά τους άλλαξε για να είναι ευκολοπρόφερτο κι έτσι έγιναν οι γνωστοί μας σαμουράι. Η περίφημη πλέον τάξη των πολεμιστών σαμουράι ενδυναμώθηκε περισσότερο με τη θέσπιση ενός θεσμού από τον Γιοριτόμο Μιναμότο, λίγα χρόνια πριν εγκαθιδρύσει την πρώτη κυβέρνηση σόγκουν στη χώρα.

 Οι σαμουράι έγιναν αυτοδύναμη τάξη περίπου το 12ο αιώνα, αν και ο όρος σαμουράι αναφερόταν κυρίως στους ιππότες-ευγενείς, ενώ ο όρος μπούσι αναφερόταν στους πολεμιστές. Κάποιοι από αυτούς σχετίστηκαν με την άρχουσα τάξη, ενώ άλλοι ήταν απλοί μισθοφόροι. Απέδιδαν πλήρη υποταγή στο φεουδάρχη τους (νταΐμιο) κι έπαιρναν ως αντάλλαγμα γη και αξιώματα. Κάθε νταΐμιο χρησιμοποιούσε τον ή τους σαμουράι του για να προστατέψει τη γη του ή να επεκτείνει τη δύναμή του και τα δικαιώματά του σε περισσότερη γη.

Με το πέρασμα των χρόνων οι οικογένειες των πολεμιστών αναπτύχθηκαν σε φυλές, οι οποίες ξεπέρασαν σε δύναμη τους ευγενείς απόγονους της αυτοκρατορικής αυλής. Οι σούγκο ανέπτυξαν έναν κώδικα βασισμένο στις αρχές του Κομφουκιανισμού και του Ζεν Βουδισμού, που έγινε γνωστός ως Μπουσίντο, ή ο Δρόμος του Πολεμιστή. Τούτος ο κώδικας υπαγόρευε κυριολεκτικά όλες τις όψεις της ζωής τους και επηρέασε τη συνολική πολιτισμική εικόνα της Ιαπωνίας. Η ουσία του κώδικα μπουσίντο ήταν η πλήρης υπακοή στο φεουδάρχη άρχοντα, η απόλυτη θέλησή τους να δώσουν και τη ζωή τους ακόμη για την προστασία της ζωής και της τιμής του κυρίου τους. Επιπλέον, απαιτούσε σκληρή εκπαίδευση στις πολεμικές τέχνες κι έναν εξευγενισμένο κώδικα συμπεριφοράς που υπαγόρευε τη συμπεριφορά και τις πράξεις τους.

Σημαντικό κομμάτι αυτού του κώδικα ήταν η τελετουργική τέλεση αυτοκτονίας για τη διαφύλαξη της τιμής του σαμουράι. Σε αντίθετη περίπτωση ατιμαζόταν και το κοινωνικό περιβάλλον τον απόδιωχνε. Έτσι, όσοι δεν ακολουθούσαν τον κώδικα μπουσίντο, γίνονταν μέθυσοι, ζητιάνοι ή κλέφτες και επίφοβοι δολοφόνοι. Η κατακραυγή ήταν τέτοια, ώστε αρκετοί κατέφευγαν τελικά στην τελετουργική αυτοκτονία. Η αυτοκτονία σε ελάχιστες περιπτώσεις θεωρείται ηρωική πράξη στη Δύση και μόνον όταν οι συνθήκες οδηγούν σε πλήρες αδιέξοδο τον πολεμιστή. Στην Άπω Ανατολή το σεπούκου είναι η απόδειξη πως «το μπούσιντο είναι τρόπος να ζεις και τρόπος να πεθαίνεις».

Όσον αφορά στον εξοπλισμό των σαμουράι και εδώ παίζει σημαντικό ρόλο η παράδοση. Οι αρχαίοι πολεμιστές Γιαγιόι κατασκεύασαν όπλα, εξοπλισμό κι έναν κώδικα που διήρκεσε επί αιώνες, για να γίνει τελικά αναπόσπαστο κομμάτι της παράδοσης των σαμουράι.

 Οι σαμουράι ανέπτυξαν μεγάλη επιδεξιότητα, τόσο στην έφιππη μάχη, όσο και στη δυνατότητά τους να πολεμούν πεζοί τόσο στην ένοπλη όσο και στην άοπλη μάχη. Ωστόσο, οι σαμουράι της πρώιμης εποχής έδιναν έμφαση στη χρήση του τόξου, και του ξίφους, γεγονός που οδήγησε στην ανάπτυξη μιας ολόκληρης φιλοσοφίας γύρω από την τέχνη της τοξοβολίας, του Κιούντο, και του Δρόμου του Ξίφους.

Χρησιμοποιούσαν τα ξίφη για μάχη εκ του συστάδην και για να αποκεφαλίζουν τους εχθρούς τους. Οι μάχες με τους Μογγόλους στα τέλη του 13ου αιώνα οδήγησαν σε μια αλλαγή στις τεχνικές μάχης. Άρχισαν να χρησιμοποιούν το ξίφος, τις λόγχες και το ναγκινάτα τους περισσότερο, γεγονός που τους οδήγησε στην ανάπτυξη τεχνικών μάχης στο έδαφος. Στα τέλη του 16ου αιώνα οι σαμουράι άρχισαν να φορούν δύο ξίφη. Το ένα ήταν μακρύ (ντάιτο-κατάνα) και μεγαλύτερο από 60 εκ. Το άλλο ήταν κοντό (σότο-γουαζικάσι), 30-60 εκ. Οι σαμουράι έδιναν συχνά ονόματα στα ξίφη τους και πίστευαν πως αντιπροσώπευαν την «ψυχή» της πολεμικής τους δεξιότητας.

Τα γιαπωνέζικα σπαθιά φτιάχνονται τελείως διαφορετικά απ' τα δυτικά: ένα φύλλο, ένα έλασμα μετάλλου διπλώνεται και ξαναδιπλώνεται πάνω από τη φωτιά, ώσπου να γίνει λάμα, μια παντοδύναμη, αιχμηρή λάμα που δε γίνεται να καταστραφεί παρά από τη φωτιά που τη γέννησε.

Αναμφίβολα, το πλέον εντυπωσιακό όπλο είναι το ξίφος κατάνα. Δεν είναι απλώς όπλο, αλλά η ψυχή του πολεμιστή. Όσο πιο όμορφο είναι, τόσο πιο κοφτερή και η λεπίδα του. Άλλωστε η ομορφιά του βρίσκεται ακριβώς εκεί, στην κόψη και την κατασκευή της λεπίδας.

Αν ακουμπήσεις το πιο λεπτό μετάξι στην κόψη της κατάνα, θα το δεις να κόβεται στα δυo...

Ο κατασκευαστής κατάνα δεν ήταν ένας απλός καλός τεχνίτης, όπως ο κατασκευαστής σπαθιών στη δύση. Ήταν πρόσωπο σεβαστό και η τάξη στην οποία ανήκε θεωρούνται από τις κοινωνικά ανώτερες, έχουσα μάλιστα κι ιερατικά καθήκοντα καθώς η κατασκευή κατάνα ήταν τέχνη δοσμένη από τους Θεούς. Σε κάθε κατάνα ο κατασκευαστής της έγραφε, μάλιστα το όνομά του και τους τίτλους ευγενείας που το συνόδευαν.

Οι κατασκευαστές χρησιμοποιούσαν φωτιά, νερό, σφυρί και αμόνι για να δώσουν σχήμα στα ξίφη τους. Κατόπιν η λεπίδα ετοιμαζόταν για το γυάλισμα και το τελικό φινίρισμα. Το επόμενο στάδιο ήταν η δοκιμασία του ξίφους. Οι δοκιμαστές δοκίμαζαν τη νέα λεπίδα στα κορμιά ή τα πτώματα καταδίκων. Ξεκινούσαν κόβοντας τα μικρότερα οστά του σώματος, για να φτάσουν σε μεγαλύτερες οστικές μάζες. Συχνά τα αποτελέσματα της δοκιμής καταγράφονταν στο νακάγκο, τη λαβή του ξίφους.

Στην ιαπωνική μυθολογία το πρώτο σπαθι το κατασκεύασε ο θεός Ιζανάγκι για να σκοτωσει το γιό του, το Θεό της Φωτιάς, ο οποίος όταν γεννήθηκε προκάλεσε τέτοιους πόνους στη μητέρα του Ινζανάμι, που εκείνη εγκατέλειψε το συζυγό της και κρύφτηκε στα έγκατα της γης. Το πρώτο αυτό σπαθί κατέληξε σε γυναικεία χέρια: στην κόρη του Ιζανάγκι και θεά του Ήλιου, Αματεράσα Ομικάμι, η οποία το παρέδωσε τελικά στον εγγονό της, Νινίγκι-νο Μικότο για να κυβερνήσει τη Γη.

Αντίθετα με τα περισσότερα σπαθιά της Δύσης, τα Γιαπωνέζικα χρησιμοποιούνται για να σχίζουν και όχι για να κατακρεουργούν.

Στην επίθεση ο ξιφομάχος φέρνει τη λεπίδα μπροστά του (ή την τινάζει απότομα μακριά) κυριολεκτικά φράσσοντας το δρόμο στον αντίπαλό του. Η απόκρουση γίνεται με το πίσω ή με το πλαϊνό μέρος της λεπίδας. Αλλά συνήθως η άμυνα στο κενζούτσου, την τέχνη της Γιαπωνέζικης ξιφομαχίας, περιλαμβάνει ελιγμούς.

Το σημαντικότερο όλων όμως είναι ότι, οι δύο ιπποτικές παραδόσεις έχουν τελείως διαφορετική προσέγγιση της χρήσης του ξίφους. Στην Ευρωπαϊκή Δύση, η τέχνη του σπαθιού είναι τέχνη αμυντική. Ο ξιφομάχος μαθαίνει κυρίως να αμύνεται, σε αντίθεση με το σαμουράι που, πιστός στο Κενζούτσου («τέχνη του σπαθιού»), πολεμά επιθετικά με την κατάνα του– η άμυνα θα τον ντρόπιαζε. Ο Σαμουραι ποτέ δεν φέρει ασπίδα, είναι άγνωστη στην Ιαπωνία.

Η τέχνη του σπαθιού είναι η μητέρα του κώδικα τιμής. Προηγείται. Η δημιουργία του Κενζούτσου τοποθετείται στον 11ο αιώνα και τα χαρακτηριστικά του είναι καθαρά επιθετικά. Σκοπός του μόνον ο φόνος. Ο σαμουράι δεν έχει κανένα λόγο να χαριστεί στον αντίπαλό του, θέλει να τον σκοτώσει χωρίς να του δωσει ευκαιρία αλλά και χωρίς να ξεπέσει στη βαρβαρότητα.

Η επίδειξη δεν είναι μες στις προθέσεις του – το πάθος όμως είναι βασικό συστατικό στον πόλεμό του. Χαρακτηριστικά, στο άθλημα που προέκυψε από το Κενζούτσου, το Κέντο - «ο τρόπος των σπαθιών»- μετρά κι ανταμείβεται βαθμολογικά το πάθος με το οποίο γίνεται μια επίθεση, σε αντίθεση με την μοντέρνα δυτική αθλητική ξιφασκία όπου τον πρώτο ρόλο έχει η ανδροπρεπής χάρη, ειδικά στην άμυνα. Η χάρη στο Κενζούτσου είναι στρατιωτική.

Η πρώτη κίνηση- το τράβηγμα του σπαθιού- δείχνει πόσο πειθαρχημένος, πόσο αποφασισμένος και πόσο βαθύς γνώστης της τέχνης του είναι ο ξιφοφόρος. Η κίνηση αυτή, του τραβήγματος και της επιστροφής στο θηκάρι, αποτελεί μια χωριστή τέχνη, όχι ένα απλό κάτα.

Και στο Κενζούτσου, όπως σε σχεδόν όλες τις απωανατολίτικες πολεμικές τέχνες την τεχνική καθορίζουν μια σειρά «κάτα», κινήσεων απολύτως συγκεκριμένων, στις οποίες πολεμιστής και σπαθί γίνονται ένα με τρόπο χορευτικό.

Όταν ο Σαμουράι έχανε τον πόλεμο, κατέφευγε στο ναό του θεού του πολέμου, Χατσιμάν, ζητώντας του να επιστρέψει στο ηττημένο ξίφος το θεϊκό πνεύμα.

 Kojirō Sasaki και Musashi Miyamoto. Η θρυλική μονομαχία.

Υπήρξαν και οι δυο σημαντικοί σαμουράι. Ο πρώτος έζησε στα τέλη της περιόδου Sengoku και στην αρχή της Edo γνωστός κι ως Ganryu. Καταγόταν από αριστοκρατική οικογένεια και καταπιανόταν επίσης και με τις τέχνες με ένα δικό του στυλ μάχης που βαφτίστηκε από το προσωνύμιό του. Ο Miyamoto Musashi είναι αναγνωρισμένος ως ο μεγαλύτερος σαμουράι της ιαπωνικής ιστορίας.
Λένε ότι ο Μ ήταν ανίκητος. Σε εξήντα μονομαχίες υπήρξε πάντα νικητής. Ο κώδικα τιμής των σαμουράι  λέειότι πρέπει να μονομαχήσουν μέχρι θανάτου. Η πιο λαμπρή του μονομαχία υπήρξε εκείνη εναντίον του Κ. Η συνάντηση θα γίνει στο νησί Funa-jima την ώρα που πέφτει ο ήλιος... O Musashi φτάνει στο σημείο της συνάντησης με καθιστέρηση δύο ωρών, πράγμα απίθανο για τις αρχές ενός σαμουράι κι έτσι ο αντίπαλός του εκνευρίζεται κάθε στιγμή που περνάει, μια τακτική που λένε ότι είχε χρησιμοποιήσει και σε άλλη μονομαχία. Άλλοι ψίθυροι λένε ότι αφήνει το χρόνο να περάσει για να χρησιμοποιήσει το φως του ηλίου προς συμφέρον του.  Φτάνει λοιπόν με το bokutō του, ένα ξύλινο ξίφος όμοιο με την κατάνα αλλά πιο μακρύ, ο Kojirō επιτίθεται πρώτος και ο αντίπαλος τον ρίχνει κάτω. Είναι σίγουρο πως μια μονομαχία των δύο καλύτερων σαμουράι θα διαρκέσει πολύ λίγο μιας και αρκούν μια δυο κινήσεις και ένα μονάχα λάθος. Ο Kojirō παραλίγο να του πάρει την αρτηρία του ποδιού, κι ο Μ. τον κτυπά θανάσιμα στο στήθος.

Το νησί ονομάστηκε πρoς τιμήν της θρυλικής μονομαχίας, Ganryu-jima.

10/4/10

Στὸ τραῖ­νο


Ραφαέλε Λὰ Κάπρια (Raffaele La Capria "In treno")


Σήκωσε τά μάτια ἀ­πὸ τὸ βι­βλί­ο ποὺ δι­ά­βα­ζε καὶ τὰ ἐ­να­πό­θε­σε στὸν κα­θι­σμέ­νο ἄν­δρα μπρο­στά του. Ἤ­τα­νε μό­νοι στὸ κου­πὲ τοῦ τραί­νου. Τὸν πα­ρα­τή­ρη­σε ἤ­ρε­μα. Πα­ρα­δο­μέ­νος στὸν ὕ­πνο κι ὁ­λο­κλη­ρω­τι­κὰ ἀ­νυ­πε­ρά­σπι­στος κά­τω ἀ­πὸ τὸ βλέμ­μα του ἦ­ταν ἐ­πιρ­ρε­πὴς στὴν ἐ­ξέ­τα­ση. Οὔ­τε ἐρ­γά­της, οὔ­τε με­σο­α­στός, σκέ­φτη­κε. Κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὰ μι­λών­τας ἦ­ταν ἕ­να φρι­χτὸ ὑ­βρί­διο ἐ­κεί­νης τῆς ἀ­να­δυ­ό­με­νης με­σαί­ας τά­ξης ποὺ ὁ ἴ­διος ἀ­πε­χθα­νό­ταν. Μπου­φὰν μὲ φερ­μου­άρ, κα­σκέ­το μὲ γεῖ­σο, ἄρ­βυ­λα μὲ τρα­χιὰ σό­λα, στὴ σκευ­ο­φό­ρο μέ­σα στὴ θή­κη, τὸ δί­καν­νο. Ἕ­νας κυ­νη­γὸς στὴν ἐ­πι­στρο­φὴ τοῦ ἐγ­χει­ρή­μα­τός του. Νεο-ι­τα­λι­κὴ ρά­τσα μὲ τ’ ὅ­πλο στὸ χέ­ρι, λα­ὸς τῆς ἀ­πά­της, ἀ­πα­γω­γεῖς καὶ κλέ­φτες, χω­ριά­τες ποὺ ἐκ­φυ­λί­στη­καν στὰ προ­ά­στια τῶν βι­ο­μη­χα­νι­κῶν πό­λε­ων, καὶ γίνανε μέ­σα σὲ λί­γα χρό­νια ἕ­να ἄλ­λο εἶ­δος, ὅ­μοι­ο μὲ κα­βού­ρια, γε­μά­το ἀ­πὸ ἀ­νι­κα­νο­ποί­η­τες ἐ­πι­θυ­μί­ες κι ἀρ­χέ­γο­νες ὅ­σο ἡ πεί­να, μὲ ψω­μω­μέ­νες δαγ­κά­νες, ἀ­νοι­χτές, πα­ρα­τε­τα­μέ­νες γιὰ νὰ τσα­κώ­σουν καὶ νὰ ἁρ­πά­ξουν μὲ ἀ­πλη­στί­α.


Κι ἔ­πει­τα ἀ­πὸ αὐ­τὴν τὴ ρα­γδαί­α κι ἄ­σπλα­χνη “κοι­νω­νι­ο­λο­γι­κὴ” ἐ­ξέ­τα­ση, γύ­ρι­σε στὸ βι­βλί­ο του —ἕ­να σπου­δαῖ­ο βι­βλί­ο, Οἱ ἀ­δερ­φοὶ Κα­ρα­μα­ζώφ— καὶ ξα­νά­πια­σε νὰ δι­α­βά­ζει. Πό­σο ὡ­ραῖ­ος, ἔ­ξυ­πνος, γλυ­κὸς κι ἀν­θρώ­πι­νος ἦ­ταν ὁ Ἀ­λι­ό­σα Κα­ρα­μα­ζώφ! Πό­σο θὰ ἤ­θε­λε ὁ κα­θέ­νας ἀλ­λὰ κι ὁ ἴ­διος νὰ τοῦ μοιά­ζει ἔ­στω καὶ λί­γο!


Ὁ ἄν­δρας ποὺ κα­θό­ταν μπρο­στά του εἶ­χε βαλ­θεῖ νὰ ρο­χα­λί­ζει, κι ἐ­κεῖ­νος συ­νά­μα μὲ τὸν ἦ­χο σή­κω­σε πά­λι τὰ μά­τια καὶ τὸν κάρ­φω­σε. Ρο­χά­λι­ζε μὲ τὸ στό­μα μι­σά­νοι­χτο καὶ τὸ σά­λιο του ἔ­στα­ζε ἀ­πὸ τὴ γω­νί­α τῶν χει­λι­ῶν. Κά­τι πα­ρα­πά­νω ἀ­πὸ ἀ­η­δί­α, σκέ­φτη­κε.


«Ἐ­γὼ θὰ τὸν ἀ­γα­πού­σα» τὸν προ­κά­λε­σε ὁ Ἀ­λιό­σα ἀ­π’ τὸ βι­βλί­ο.


«Ἔ­τσι ὅ­πως εἶ­ναι;»


«Ἔ­τσι ἀ­κρι­βῶς.»


«Χω­ρὶς νὰ θε­λή­σεις μή­τε νὰ τὸν ἀλ­λά­ξεις;»


«Γιὰ νὰ ἀλ­λά­ξεις, πρέ­πει πρῶ­τα ν’ ἀ­γα­πή­σεις.»


Στὸ τζά­μι τοῦ πα­ρα­θύ­ρου κοί­τα­ξε τὴ μορ­φή του καὶ τὴν πα­ρα­τή­ρη­σε χω­ρὶς κα­μί­α συμ­πά­θεια.


«Θὰ μὲ ἀ­γα­ποῦ­σες κι ἐ­μέ­να;»


«Για­τί ὄ­χι;»


«Για­τί ναί;»


«Δο­κί­μα­σε νὰ ἀ­γα­πή­σεις κι ἐ­σὺ λι­γά­κι τὸν ἑ­αυ­τό σου καὶ θὰ κα­τα­λά­βεις.»


Ἔ­κα­νε ὅ­πως εἶ­πε ὁ Ἀ­λι­ό­σα, προ­σπά­θη­σε νὰ ἀ­γα­πή­σει κά­πως τὸν ἑ­αυ­τό του κι ἴ­σως γιὰ λί­γο τὰ κα­τά­φε­ρε, για­τὶ τὸ βλέμ­μα του, ὅ­ταν στα­μά­τη­σε στὸν ἄν­δρα ποὺ κοι­μό­ταν δὲν ἦ­ταν πιὰ τὸ ἴ­διο, σὰν νὰ ἦ­ταν πιὸ ἀν­θρώ­πι­νο. Πα­ρα­δέ­χτη­κε πὼς ἡ ἀ­νά­λυ­σή του ὑ­πῆρ­ξε ἀ­νε­λέ­η­τη, ὁ ἄν­θρω­πος δὲν εἶ­ναι κα­βού­ρι, δὲν μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι κα­βού­ρι. Μό­λις ξυ­πνή­σει θὰ τοῦ μι­λή­σω, ὁρ­κί­στη­κε.


Ἔ­πει­τα, συγ­κι­νη­μέ­νος μὲ τὸν ἑ­αυ­τό του γιὰ τὰ εὐ­γε­νῆ καὶ ὑ­ψη­λά του αἰ­σθή­μα­τα, τοῦ φά­νη­κε νά ’­ναι ὡ­ραῖ­ος, ἔ­ξυ­πνος, γλυ­κὸς κι ἀν­θρώ­πι­νος, ὅ­σο κι ὁ Ἀ­λι­ό­σα Κα­ρα­μα­ζόφ. Καὶ βυ­θί­στη­κε τό­σο ἀ­πύθ­με­να στὴν ἀ­νά­γνω­ση τοῦ βι­βλί­ου, ποὺ οὔ­τε ποὺ πῆ­ρε εἴ­δη­ση πὼς ὁ ἄν­δρας στὸ με­τα­ξὺ εἶ­χε ξυ­πνή­σει, εἶ­χε μα­ζέ­ψει τὰ πράγ­μα­τά του, εἶ­χε κα­τέ­βει ἀ­π’ τὸ τραῖ­νο κι εἶ­χε χα­θεῖ γιὰ πάν­τα ἀ­πὸ τὴ ζω­ή του.

Πη­γή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).

Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγ­γρα­φέ­ας, γνω­στὸς ἰ­δι­αί­τερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγ­κεν­τρώ­θηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).

Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:

Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φω­το­γρα­φία καὶ συντήρηση ἔρ­γων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς δι­α­δρο­μὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/04/08/rafaelle-la-capria-sto-traino/

8/4/10

Σκυλίσια ζωή...


Το φαινόμενο Tillman, το bulldog που κάνει παθιασμένα skateboard και snowboard, έχει γίνει θρύλος στην Αμερική κι έχει ως χορηγό γνωστή μάρκα σκυλοτροφών...

7/4/10

Η καθολική εκκλησία...

απαγορεύει δια ροπάλου τις εκτρώσεις, γιατί έχει ανάγκη από παιδάκια...

3/4/10

"Ένα χελιδόνι δε φέρνει την άνοιξη". Παραπάνω ίσως;

Κυριότερα είδη είναι η αστική ή κοινή χελιδόνα και η αγροδίαιτος χελιδόνα. Όλα τα είδη έχουν κοινά χαρακτηριστικά το μικρό και κομψό σώμα, το βαθιά σχισμένο στόμα, το τριγωνικό ράμφος. Τα συναντάμε σε ολόκληρη σχεδόν τη γη.

Στη χώρα μας, κατά το Μάρτιο ή Απρίλιο, εμφανίζονται τα πρώτα χελιδόνια, προάγγελοι της άνοιξης. Σιγά - σιγά, εφ' όσον ο καιρός βελτιώνεται, ο αριθμός τους αυξάνεται. Τέλος κατά το Μάιο, όταν έχουν όλα συγκεντρωθεί σε μια περιοχή, συνεργάζονται δύο - δύο για την κατασκευή της φωλιάς τους, όπου θα γίνει η γέννηση και η επώαση των νέων χελιδονιών.

Συνήθως, τα χελιδόνια, σε κάθε μετανάστευση αναζητούν την παλιά φωλιά τους που είχαν αφήσει από την περασμένη χρονιά. Στη φωλιά τους δίνουν το σχήμα κυπέλλου ή σφαιρικό με μικρή οπή για την είσοδο. Τη φτιάχνουν στους εξωτερικούς τοίχους κατοικιών, κάτω από στέγες, σε ρωγμές βράχων κλπ., από πηλό ανακατεμένο με σίελο, ξερά χόρτα, και φτερά. Η φωλιά δέχεται τα 4 - 6 αυγά, από τα οποία θα βγουν οι απόγονοι.


Η επώαση διαρκεί 12 μέρες, και, κατά τη διάρκειά της, το αρσενικό χελιδόνι φροντίζει για τη διατροφή της συντρόφου του. Μετά την εκκόλαψη οι γονείς δείχνουν εξαιρετική φροντίδα για τα μικρά τους. Τις πρώτες μέρες τα ταίζουν με μικρά έντομα. Αργότερα πρέπει να τα μάθουν πώς να πετούν και να βρίσκουν μόνα τους την τροφή.

Τα χελιδόνια, όταν πετούν, κρατούν ανοικτό το βαθύ ράμφος τους, το οποίο έτσι λειτουργεί σαν απόχη των εντόμων και των σκνιπών. Επίσης, όταν πετούν, αρπάζουν έντομα που κάθονται πάνω σε φύλλα δέντρων. Σπάνια χρησιμοποιούν το έδαφος για τη μετακίνησή τους. Έχει υπολογιστεί ότι κάθε ημέρα διατρέχουν πετώντας πάνω από 600 χιλιόμετρα. Επειδή τρώνε τα έντομα είναι ωφέλιμα πτηνά. Μπορούμε να τα θεωρήσουμε "φυσικά εντομοκτόνα".

Κατά το φθινόπωρο όμως τα έντομα αρχίζουν να σπανίζουν. Τότε τα χελιδόνια συγκεντρώνονται στις στέγες και στα τηλεφωνικά σύρματα και αναχωρούν για τις θερμότερες χώρες, κυρίως για την Αφρική, απ' οπου κι έρχονται περνώντας ολόκληρη την έρημο Σαχάρα και τη Μεσόγειο θάλασσα. Πολλές φορές τυχαίνει να τα βρει καταιγίδα στ ανοιχτά κι ετσι μην έχοντας που να σταθούν, πεθαίνουν μαζικά ολόκληρα κοπάδια.

Το χελιδόνι είναι πτηνό εύθυμο, αεικίνητο, με χάρη. Την άφιξή του, οι κάτοικοι της πόλης ή του χωριού τη χαιρετίζουν ως χαρμόσυνο γεγονός, ενώ την αναχώρησή του τη βλέπουν με θλίψη γιατί τους αναγγέλλει τον ερχομό του μελαγχολικού φθινοπώρου. Ο λαός μας δεν πιστεύει ότι το μικρό αυτό πουλί μπορεί να ταξιδέψει τόσο μεγάλες αποστάσεις. Φαντάζεται λοιπόν πως ταξιδεύει στη ράχη άλλων πτηνών όπως είναι οι γερανοί. Άλλοτε πίστευαν ότι το σώμα του χελιδονιού θεραπεύει διάφορες αρρώστιες. Χελιδόνι στ' όνειρο συμβολίζει την θεϊκή βοήθεια που έρχεται άμεσα. Το χελιδόνι είναι στενά συνδεδεμένο με τον άνθρωπο όσο κανένα άλλο πτηνό, έγινε στίχος, τραγούδι, ελπίδα κι αναγέννηση.


Τα χελιδονίσματα

Οι μητέρες δένουν ακόμα και σήμερα στα χέρια των παιδιών τους ένα βραχιόλι από πολύχρωμες κλωστές, που το λένε «μάρτη», για να μην τα «μαυρίσει» ο ήλιος. Είναι ένα μαγικό προφύλαγμα για τη νέα εποχική περίοδο. Το περίδεμα αυτό το φορούσαν τα παιδιά ως τη Ανάσταση ή ώσπου να πρωτοδούν χελιδόνι.

Το μήνα αυτό τα παιδιά έφτιαχναν ένα ξύλινο ομοίωμα χελιδόνας, το οποίο στόλιζαν με ζουμπούλια. Έπειτα το γύριζαν από σπίτι σε σπίτι σ' όλο το χωριό τραγουδώντας τραγούδια για τον ερχομό των χελιδονιών. Οι νοικοκυρές έδιναν στα παιδιά σίγουρα αυγά και αν είχαν λεφτά. Είναι σημαντικό ότι το έθιμο αυτό επιβιώνει από τους αρχαίους Έλληνες και σε άλλα μέρη της πατρίδας μας όπως σε άλλα μέρη της Μακεδονίας, τη Θράκη, Δωδεκάνησα. Πρόκειται για τα λεγόμενα «χελιδονίσματα» τα ανοιξιάτικα κάλαντα.

Το τέλος του Χειμώνα και τον ερχομό των χελιδονιών γιόρταζαν τα παιδιά από την αρχαιότητα με τα "χελιδονίσματα". Ο συγγραφέας Αθηναίος (2ος αιώνας μ.Χ.) έχει διασώσει ένα "χελιδόνισμα" που τραγουδούσαν τα παιδιά .

Στα πρώτα βυζαντινά χρόνια, το "ελληνικό" έθιμο της χελιδόνας θεωρήθηκε ειδωλολατρικό και στην αρχή απαγορεύτηκε από την εκκλησία. Παρ' όλα αυτά όμως τα παιδιά συνέχιζαν να τραγουδούν τον ερχομό της Άνοιξης και έτσι το έθιμο διατηρήθηκε όπως ακριβώς και στην αρχαιότητα με το ξύλινο χελιδόνι και το τραγούδι τους. Είναι γνωστό το εξής χελιδόνισμα:

Ήρθε, ήρθε η χελιδόνα ήρθε πάλι η χελιδόνα κάθισε, και λάλησε και γλυκά κελάηδε...

Έφυγα κι αφήκα σύκα και σταυρό και θημωνίτσα κι ήρθα πύρα κι ηύρα φύτρα χόρτα, σπάρτα, βλίστρα βλίστρα, βλίστρα, φύτρα, φύτρα.


Οργανωμένοι ταξιδιώτες;

Σήμερα οι πολυκατοικίες και τα σπίτια από μπετόν δεν είναι οι κατάλληλοι χώροι για το φώλιασμά τους επειδή υπερθερμαίνονται. Επίσης με την αποξήρανση των υδροβιότοπων, που ήταν οι σταθμοί ανεφοδιασμού τους κατά το μακρινό μεταναστευτικό ταξίδι τους, μειώθηκε ο αριθμός τους.

Τη σχέση τους πάντως με τους υδροβιότοπους οι αρχαίοι την είχαν διαπιστώσει. Μάλιστα, επειδή δεν ήταν εύκολο να διανοηθούν ότι αυτά τα πουλάκια μπορούσαν να διανύσουν τεράστιες αποστάσεις από τη Ν. Αφρική στην Ευρώπη, θεωρούσαν ότι περνούν τον χειμώνα με άλλη μορφή ζωής στους υδροβιότοπους.

Πώς όμως τόσο μικρά και λεπτά πουλιά, μόλις 20 γραμμαρίων, να καταφέρνουν να κάνουν τόσο μεγάλες διαδρομές; Πώς γνωρίζουν πότε πρέπει να μετακινηθούν; Πώς βρίσκουν τον δρόμο τους και ξαναγυρίζουν στην ίδια φωλιά από την οποία ξεκίνησαν; Ας εξετάσουμε, κατ' αρχήν, το ποιος τα προειδοποιεί για τη δύσκολη περίοδο που έρχεται. Στο σημείο αυτό πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι η θερμοκρασία, επειδή από χρόνο σε χρόνο μπορεί να διαφέρει, σίγουρα δεν μπορεί να είναι ο κρίσιμος παράγοντας. Τα χελιδόνια πρέπει να αναχωρήσουν προτού έρθει η δύσκολη περίοδος, δηλαδή να την προβλέψουν. Αν αργήσουν να φύγουν, το ταξίδι τους μπορεί να μην πραγματοποιηθεί ποτέ. Από πειράματα που έγιναν φαίνεται ότι την εντολή τη δίνει το μήκος της ημέρας, επειδή είναι το ίδιο στις ίδιες ημερομηνίες.

Από τη στιγμή όμως που θα ξεκινήσουν πρέπει να έχουν και μηχανισμούς με τους οποίους να βρίσκουν τον δρόμο τους. Στο σημείο αυτό φαίνεται να βοηθούνται από τη θέση του ηλίου την ημέρα και των άστρων τη νύχτα. Αλλά και ο ήλιος και τα άστρα μετακινούνται συνεχώς. Το πρόβλημα αυτό το έχουν λύσει με την ύπαρξη ενός «εσωτερικού ρολογιού» με το οποίο έχουν αίσθηση της ώρας.

Η μετακίνησή τους απαιτεί και καύσιμα. Πώς αλλιώς θα κατάφερναν να διανύσουν τόσο μεγάλες αποστάσεις χωρίς προηγουμένως να έχουν φροντίσει για την αποθήκευση της απαραίτητης ενέργειας; Εχει παρατηρηθεί ότι την περίοδο που πλησιάζει η αναχώρησή τους συσσωρεύουν στο σώμα τους λίπος. Είναι η ουσία που προσφέρει την περισσότερη ενέργεια για το ίδιο βάρος. Εφόσον πετούν, πρέπει να είναι και όσο το δυνατόν ελαφρότερα. Στο ταξίδι τους καταναλώνουν αυτό το λίπος. Γι' αυτό οι κυνηγοί λένε ότι τα τρυγόνια της άνοιξης που έρχονται στη χώρα μας είναι αδύνατα ενώ εκείνα που διέρχονται το φθινόπωρο είναι περισσότερο νόστιμα. Την άνοιξη που φθάνουν έχουν ήδη διανύσει πετώντας μεγάλες αποστάσεις και έχουν καταναλώσει το λίπος-καύσιμο, ενώ όταν ξεκινούν το φθινόπωρο για τον Νότο έχουν πάνω τους σχεδόν όλο το λίπος.

Εχοντας υπόψη τα παραπάνω, είναι τελείως λογικό να βλέπουμε τα χελιδόνια που έρχονται την άνοιξη να ζευγαρώνουν αμέσως, να επωάζουν και στη συνέχεια να ταΐζουν τα μικρά τους. Πρέπει τα χελιδονάκια να προλάβουν να μεγαλώσουν και να αποθηκεύσουν καύσιμα έτσι που να μπορέσουν να μετακινηθούν το φθινόπωρο και να επιβιώσει το είδος.

Τα τελευταία χρόνια λοιπόν ομολογώ ότι είναι ευχάριστη έκπληξη η διαπίστωση πως ξαναέρχονται τα χελιδόνια σε πολλά σημεία της χώρας μας. Ολοι οι χώροι που προσφέρονται είναι δυνατόν να γεμίσουν με φωλιές χελιδονιών και γι' αυτό ας τις προστατέψουμε. Δυστυχώς αρκετοί δυσανασχετούν επειδή τους λερώνουν τις βεράντες με τις κουτσουλιές τους. Ας μην ξεχνάμε όμως ότι ένα χελιδόνι που βγαίνει από το αβγό του την άνοιξη, ώσπου να φύγει το φθινόπωρο για τη Νότια Αφρική, έχει καταναλώσει για τροφή γύρω στα 150.000 έντομα, από τα οποία το 90% αποτελείται από κουνούπια και μύγες!

 (Νίκος Μάργαρης, καθηγητής Οικοσυστημάτων στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου)

Το παρακάτω site έχει να κάνει με την προστασία των χελιδονιών, ειδικά στα σύγχρονα αστικά κέντρα και το βίντεο μιλά για προκατασκευασμένες φωλιές που βοηθούν τα πουλιά στο ζευγάρωμά τους αντικαθιστώντας το κακό που προκαλεί η σύγχρονη αρχιτεκτονική να μην μπορούν να κατασκευάσουν τα ίδια τις φωλιές τους.

Ένα το χελιδόνι;...

Οι περισσότεροι άνθρωποι πιστεύουν ότι υπάρχει μόνο ένα είδος χελιδονιού. Όμως η αλήθεια είναι ότι υπάρχουν αρκετά διαφορετικά είδη με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους. Διαφέρουν όχι μόνο στο χρωματισμό του φτερώματος και στο σχήμα τους, αλλά και στον τρόπο που κατασκευάζουν την φωλιά τους καθώς και από τον τόπο που συναντώνται.

Το Σπιτοχελίδονο Delichon urbica είναι το πιο γνωστό είδος, σχετικά μικρόσωμο, με μέγεθος που κυμαίνεται από 13,5-15 εκατοστά, με μαύρα φτερά, γυαλιστερό μπλε-μαύρο σε κορώνα, μανδύα και ώμους, που έρχεται σε αντίθεση με την λευκή κοιλιά και το λευκό ουροπύγιο, πόδια κοντά, που καλύπτονται από λευκά φτερά, κοντή και ελαφρά ψαλιδωτή ουρά. Εμφανίζεται στην χώρα μας από τα μέσα του Φλεβάρη και αναπαράγεται σε αστικές κυρίως περιοχές χτίζοντας την πήλινη φωλιά του σε μπαλκόνια, και γεφύρια. Τα βλέπουμε συχνά να κάθονται κατά σμήνη στα ηλεκτρικά σύρματα.

Το Ορθοχελίδονο (Riparia riparia) είναι το μικρότερο είδος χελιδονιού, με μέγεθος που κυμαίνεται από 12-13 εκατοστά. Συναντάται κυρίως σε κάθετες αμμώδεις ή χωμάτινες όχθες όπου και σκάβει φωλιές μέχρι και ενός μέτρου βάθος. Το φτέρωμά του είναι μουντό γκριζοκάστανο σε κορώνα μανδύα και πλάτη, με λευκό λαιμό και κοιλιά και καλοσχηματισμένη σκούρα ζώνη στήθους, σκούρα πόδια και ουρά που είναι κοντή αλλά ξεκάθαρα διχαλωτή.

Το Βραχοχελίδονο (Ptyonoprogne rupestris) είναι ένα ενδημικό είδος που διαχειμάζει στην Νότια Ελλάδα. Προτιμά το υψόμετρο και φωλιάζει σε απότομους γκρεμούς και βράχους. Είναι ελαφρώς μεγαλύτερο από τα δύο προηγούμενα είδη. Έχει ελαφρώς γκριζόλευκο στήθος, γκριζοκαφέ φτέρωμα σε κορώνα, μανδύα, πλάτη και φτερά, ενώ κάτω από τον λαιμό διακρίνονται αχνές γκρίζες γραμμώσεις. Η ουρά είναι σχεδόν τετραγωνισμένη και σκούρα.

To Μιλτοχελίδονο (Hirundo daurica) είναι από τα πιο μεγαλόσωμα είδη χελιδονιών το μέγεθος του οποίου αγγίζει τα 19 εκατοστά. Φωλιάζει κυρίως σε βουνά και βράχια, αλλά πολύ συχνά συναντάται και σε αστικές περιοχές επιλέγοντας, γέφυρες, κτίρια ή χαλάσματα για να χτίσει την πήλινη φωλιά του. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της φωλιάς είναι ότι έχει μια μακριά σήραγγα εισόδου για να προφυλαχθεί από τους εχθρούς του. Έχει μικρή μαυρογάλαζη κορώνα, μανδύα και ώμους, μαύρα μακριά φτερά και μαύρη πολύ μακριά ουρά και ουροπύγιο. Διακρίνεται μια καστανή ζώνη στα πλάγια του κεφαλιού που συνεχίζει και στον σβέρκο. Η κοιλιά και το στήθος είναι ανοιχτόχρωμα με αχνές γραμμώσεις.

Το Σταυλοχελίδονο (Hirundo rustica) αγγίζει τα 21 εκατοστά και προτιμά τις αγροτικές περιοχές , χτίζοντας την μεγαλόσχημη, ανοιχτή, καλαθωτή φωλιά του σε χαλάσματα, σκεπές και κτίσματα. Έχει την χαρακτηριστική εμφάνιση του χελιδονιού, μαύρα μακριά φτερά, και μακριά ψαλιδωτή ουρά, λευκό στήθος, κοιλιά και υπογάστριο, μέτωπο και λαιμός στο χρώμα της σκουριάς, και μαυρογάλαζη ζώνη στήθους.

1/4/10

Πάσχα το ελληνικό

Εύχομαι καλό Πάσχα σε όλους, είθε η Ανάσταση του Χριστού να φέρει μια μικρή ανάταση στον καθέναν από εμάς, καθώς και στην πολυαγαπημένη μας Ελλάδα.
Καλό μήνα, Ξένια Παπαδημητρίου


Πάσχα και αμνός

Πάσχα ονομάζεται η μεγάλη γιορτή του ιουδαϊσμού η οποία καθιερώθηκε ως ανάμνηση της Εξόδου, που ελευθέρωσε τους Εβραίους από την αιγυπτιακή δουλεία. Μεταγενέστερα υιοθετήθηκε ως εορτασμός από τους Χριστιανούς αναφορικά με τον θυσιαστικό θάνατο και την ανάσταση του Ιησού Χριστού.

Το γεγονός της απελευθέρωσης αυτής συνέβη με μια σειρά θεϊκών προνοιακών παρεμβάσεων, από τις οποίες η σημαντικότερη εκδηλώνεται τη νύχτα κατά την οποία θα εξολοθρεύονταν τα πρωτότοκα των ανθρώπων και των ζώων των Αιγυπτίων, ενώ τα σπίτια των Εβραίων θα προστατεύονταν αφού οι πόρτες τους είχαν σημαδευτεί με το αίμα του αρνιού που είχαν θυσιάσει.

Από την τελετή της εορτής του Πάσχα στους Εβραίους προέρχεται και το έθιμο του θυσιαζόμενου αμνού  με το αίμα των οποίων έβαφαν την είσοδο των σπιτιών τους, κατ’ αναπαράσταση της νύκτας της εξόδου από την Αίγυπτο.

Στο πασχαλινό δείπνο υπήρχαν επίσης πικρά χόρτα σε ανάμνηση της πικρίας από την δουλεία στην Αίγυπτο, οίνος, αλλά και άζυμος άρτος σε υπενθύμιση της βιαστικής αναχωρήσεως από την Αίγυπτο.

Μετά την έλευση του Χριστού, ο ίδιος θυσιαζόμενος υπήρξε ο “αμνός” του Θεού, ο οποίος “πήρε” τη θέση του πασχαλινού αμνού, αφού θυσιάστηκε για την ανθρωπότητα.

Οι αμνοί είναι από τα πιο αναγνωρίσιμα σύμβολα του Πάσχα, καθώς συμβολίζουν το Χριστό. Ο Ιωάννης ο Βαπτιστής είχε παρομοιάσει το Χριστό με τον “Αμνό του Θεού, ο οποίος θα πάρει μαζί του την αμαρτία του κόσμου”.

Επίσης πολλοί μύθοι της Άνοιξης σχετίζονται με τον θάνατο και την ανάσταση κάποιου θεού. Ο κυριότερος τρόπος με τον οποίο οι θεοί πεθαίνουν την άνοιξη είναι:

Με διαμελισμό συνήθως σε 14 ή σε 7 κομμάτια, όπως στην περίπτωση του Διόνυσου Ζαγρέα στην Ελλάδα και του ‘Oσιρι στην Αίγυπτο. Ο διαμελισμός συμβολίζει την ανάγκη για εξάπλωση της πνευματικής ουσίας του θεού, αλλά και των διδασκαλιών. Ακριβώς τον ίδιο συμβολισμό συναντάμε στο μυστήριο της θείας κοινωνίας, που υπάρχει σε διάφορες θρησκείες, όπου μοιράζεται στους πιστούς κρασί και ψωμί, συμβολίζοντας το σώμα και το αίμα του θεού.

Επίσης ο θάνατος του αρνιού και ο διαμελισμός του για να φαγωθεί συμβολίζει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Το αρνί αποτελεί ένα κατεξοχήν μυθικό σύμβολο, με την έννοια της αθωότητας και της αγνότητας κυρίως σε πνευματικό επίπεδο, έτσι με τον διαμελισμό του επιτρέπει στους ανθρώπους την επικοινωνία με την αγνότητα αυτή.


Tο τσούγκρισμα των πασχαλινών αυγών

συμβολίζει την Aνάσταση του Xριστού, καθώς το αυγό συμβολίζει τη ζωή και τη δημιουργία που κλείνει μέσα του τη ζωή. Όταν το κέλυφός του αυγού σπάσει με το τσούγκρισμα, γεννιέται μια ζωή, έτσι και το πασχαλινό αυγό συμβολίζει το σπάσιμο του τάφου του Xριστού και την Aνάστασή Tου.

Το αυγό βέβαια σε όλες σχεδόν τις αρχαίες κοσμογονίες συμβόλιζε την γέννηση του σύμπαντος και της ζωής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το σύμβολο των ορφικών Μυστηρίων πού ήταν ένα φίδι τυλιγμένο γύρω από ένα “αυγό”, που συμβόλιζε τον κόσμο που περιβάλλεται από το Δημιουργικό πνεύμα. Στο επίπεδο της μύησης και της φιλοσοφίας, συμβόλιζε τον νεόφυτο που την στιγμή της μύησης έσπαγε το κέλυφος του αβγού και ένας καινούργιος πνευματικός άνθρωπος γεννιόταν.

Ο λαγός του Πάσχα και τι συμβολίζει

Τον λαγό του Πάσχα τον συναντάμε στα παιχνίδια και στα δώρα του Πάσχα, αλλά δεν μας είναι γνωστός από την ελληνική παράδοση. Μας ήρθε από τη Δυτική Ευρώπη.

Ιδιαίτερα στις γερμανικές χώρες ο λαγός του Πάσχα έρχεται από την εξοχή και φέρνει τ’ αυγά στα παιδιά. Το ζώο αυτό παρουσιάζεται με μαγικές ικανότητες κι είναι συνήθως ταξιδευτής ταχυδρόμος, αλλά και καλό πνεύμα της βλάστησης, πράγμα που το συναντούμε και σε ελληνικά έθιμα θερισμού.


Οι λαγοί στη γερμανική παράδοση ήταν συνδεδεμένοι με τη γονιμότητα. Από τη στιγμή λοιπόν που το Πάσχα γιορτάζεται την Ανοιξη που η φύση αναγεννάται, οι λαγοί συνδέθηκαν αναπόφευκτα με τη μεγάλη θρησκευτική γιορτή.


Μεγάλη Πέμπτη και Έθιμα στην Ελλάδα


“Η Μ. Πέμπτη είναι η ημέρα του Μυστικού Δείπνου. Tο πρωί γίνεται η Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου και λέγεται για τους πιστούς ότι είναι καλό να λάβουν τη μέρα αυτή τη θεία κοινωνία.

Από τη Μεγάλη Πέμπτη, αρχίζουν κυρίως τα πασχαλινά έθιμα…

Από το πρωί οι γυναίκες καταγίνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν τις κουλούρες της Λαμπρής με διάφορα μυρωδικά και τις στολίζουν με ξηρούς καρπούς και με στολίδια από ζυμάρι. Τα ονόματά τους ποικίλουν ανάλογα με το σχήμα που τους δίνουν.

Λέγονται κουτσούνες, κουζουνάκια, κοφίνια, καλαθάκια, δοξάρια, αυγούλες, λαζαράκια.

Στην Κορώνη, τις λαμπριάτικες κουτσούνες, τις ζυμώνουν με λάδι, μύγδαλα και γλυκάνισο. Βράζουν και δαφνόφυλλα και προσθέτουν το ζουμί για νοστιμάδα. Τις πλάθουν στρογγυλές σαν κουλούρες ή μακρουλές και τις περιπλέκουν μέσα σε ζυμάρι. Βάζουν στη μέση το κόκκινο αυγό και τη στολίζουν με αγκιναρίτσες, πουλάκια, αμύγδαλα και σουσάμι.

Βασική ασχολία της ημέρας είναι και το βάψιμο των Αυγών. Πάσχα δίχως κόκκινα αυγά δε γίνεται. Για αυτό και η Μεγάλη Πέμπτη λέγεται επίσης και Κόκκινη Πέμπτη ή ” ΚοκκινοΠέμπτη”

Το βάψιμο των αυγών γίνεται με ορισμένη εθιμοτυπία. Σε πολλά μέρη, είναι συγκεκριμένος ο αριθμός αυγών που θα βάψουν και οι τρόποι και τα μέσα βαφής που θα χρησιμοποιήσουν.

Σε ορισμένες περιοχές διατηρούν και κάποιες δεισιδαιμονίες: ” πχ το δοχείο όπου βάφουν τα αυγά, πρέπει να είναι καινούριο, τη βαφή δεν την βγάζουν από το σπίτι, ούτε επιτρέπεται να τη χύσουν “

Άλλοτε γυναίκες και άντρες ασχολούνταν με το γράψιμο ή το κέντημα των αυγών. Δηλαδή ζωγράφιζαν πάνω στα αυγά με λιωμένο κερί, πουλιά ή διάφορα άλλα σχήματα. Τα κορίτσια βάζουν στα αυγά και φτερά από χαρτί χρωματιστό, τους βάζουν ουρά, μύτη από ζυμάρι σαν πουλί και το κρεμούν από την οροφή.

Το αυγό, που περικλείνει μέσα του μια ζωή, έχει μια δύναμη, που σύμφωνα με μια παλιά αντίληψη, μεταδίδεται σε ανθρώπους, ζώα και φυτά. Την έννοια αυτή έχουν και τα πασχαλινά αυγά, των οποίων η δύναμη ενισχύεται και από κάποια άλλα στοιχεία.

Για παράδειγμα, όλα τα κόκκινα αυγά, δεν έχουν την ίδια χάρη.

"Θαυμαστές ιδιότητες, έχει κυρίως το αυγό της Παναγίας, το πρώτο αυγό που θα βάψουν και θα το βάλουν στο εικονοστάσι του σπιτιού"  Με το αυγό της Παναγίας, οι γυναίκες σταυρώνουν τα παιδιά ενώ μερικές φορές το αυγό έχει και κάποιες ανατρεπτικές ιδιότητες. Όπως για παράδειγμα, αν το αυγό είναι τριών χρόνων και τοποθετηθεί στην κοιλιά εγκύου γυναίκας ή ζώου, αποτρέπεται το ενδεχόμενο αποβολής.

Στα χωριά της Καρδίτσας, πιστεύουν ότι το πασχαλινό αυγό έχει θεραπευτικές ικανότητες. Λένε μάλιστα ότι όσοι έχουν αιματώδη στίγματα στο ασπράδι των ματιών τους και σπάσουν το φυλαγμένο από πέρσι πασχαλινό αυγό και βάλλουν επάνω τον κρόκο θα βρουν τη γιατρειά τους.

Εξαιρετικές ιδιότητες έχουν και τα ευαγγελισμένα αυγά, εκείνα δηλαδή που στέλνονται στην εκκλησία για να λειτουργηθούν.

Στη Σινώπη βάφονται τόσα αυγά όσα τα άτομα του σπιτιού και ένα της Παναγίας. Το βράδυ τα βάζουν σε ένα κουτάκι και τα πηγαίνουν στην Εκκλησία για να διαβαστούν. Τα τοποθετούν κάτω από την Αγία Τράπεζα και τα αφήνουν εκεί έως την Ανάσταση.

Τα τσόφλια αυτών των αυγών τα βάζουν στις ρίζες των δέντρων για να πιάσουν όλοι οι καρποί.

Στον ίδιο σκοπό, αποβλέπει και το έθιμο των χωρικών της Δυτικής Μακεδονίας, όπου το αυγό που θα πρωτοβάψουν τη Μεγάλη Τετάρτη τα μεσάνυχτα (γιατί τότε βάφονται τα αυγά) θα ταφεί στην πρώτη αυλακιά του χωραφιού, εκεί ακριβώς όπου θα πρωταρχίσει το αλέτρι. Αυτό γίνεται για να βλαστήσει ο σπόρος με τη ζωτική δύναμη που έχει μέσα του το αυγό.

Η σύμπτωση ασκεί πάντα ιδιαίτερη γοητεία στο πνεύμα του λαού. Έτσι όσα αυγά γεννήσουν οι κότες τη Μεγάλη Πέμπτη έχουν εξαιρετικά θαυμαστές ιδιότητες και αποτρέπουν κάθε κακό.

Στο Σοποτό των Καλαβρύτων τα αυγά που γεννιούνται τη Μ. Πέμπτη τα πηγαίνουν στην Εκκλησία την ίδια μέρα και αφού διαβαστούν τα θάβουν πάλι την ίδια μέρα σταυρωτά στο αμπέλι για να μην το τρώει το σκαθάρι ή για να μην πέσει χαλάζι.

Στην Κορώνη τα φυλάνε στο σπίτι και τα τρώνε όποτε τους πονάει ο λαιμός γιατί πιστεύουν ότι κάνουν πολύ καλό.


Πασχαλινό Τσουρέκι

- Είναι ο εξελιγμένος τύπος του πασχαλινού ψωμιού, της Λαμπροκουλούρας ή του Λαμπρόψωμου. Το όνομα “τσουρέκι” προέρχεται από την Τουρκική λέξη “corek” που αναφέρεται σε οποιοδήποτε ψωμί είναι φτιαγμένο με ζύμη που περιέχει μαγιά. Υπάρχουν πολλά είδη corek, τόσο αλμυρά όσο και γλυκά, που εμφανίζονται σε διάφορα σχήματα και μεγέθη ανάλογα με την περιοχή. Οι Αρμένιοι καθώς και οι άνθρωποι στο Αζερμπαϊτζάν, φτιάχνουν ένα “churek” που είναι ένα στρογγυλό επίπεδο ψωμί πασπαλισμένο με σουσάμι.

- Το όνομα “τσουρέκι” μάλλον υιοθετήθηκε από τους Έλληνες κατά την περίοδο της τουρκικής κατοχής, και έκτοτε ξεκίνησαν να φτιάχνουν τη δική τους εκδοχή ενός γλυκού ψωμιού φτιαγμένο με γάλα, βούτυρο κι αβγά. Βέβαια, σήμερα στην Ελλάδα το τσουρέκι καταναλώνεται όλο το χρόνο, όμως έχει μια μοναδική σημασία κατά την Πασχαλινή περίοδο.

- Το τσουρέκι είναι μόνο ένα από τα ποικίλα εορταστικά ψωμιά της ελληνικής παράδοσης, όμως ίσως είναι το πιο γνωστό. Εκτός από το τσουρέκι, υπάρχουν και άλλες ποικιλίες Πασχαλινού ψωμιού γνωστές ως ”λαμπροκούλουρα” ή “λαμπρόψωμο” ή με άλλες ονομασίες ανάλογα με την τοπική παράδοση. Το ψωμί αυτό είναι συμβολικό γιατί αντιπροσωπεύει την ανάσταση του Χριστού, καθώς το αλεύρι ζωντανεύει και μεταμορφώνεται σε ψωμί. Το ψωμί συμβόλιζε τη “ζωή” και στην ειδωλολατρική παράδοση και μπορούμε να βρούμε απομεινάρια της ακόμη και σήμερα, σε παραδόσεις όπως της προσφοράς Πασχαλινού ψωμιού και κόκκινων αβγών στους τάφους αγαπημένων προσώπων κατά το Πάσχα.

- Το σχήμα των Πασχαλινών ψωμιών ποικίλλει ανάλογα με τις τοπικές παραδόσεις. Το πιο γνωστό είναι φυσικά η πλεξούδα, με ή χωρίς κόκκινο αυγό. Οι πλεξούδες και οι κόμποι προέρχονται από τους ειδωλολατρικούς χρόνους ως σύμβολα για την απομάκρυνση των κακών πνευμάτων .

- Πρωί-πρωί τη μεγάλη Πέμπτη, σε όλη την Ελλάδα, οι γυναίκες καταπιάνονται με το ζύμωμα. Ζυμώνουν με μυρωδικά τις κουλούρες της Λαμπρής και τις στολίζουν με λουρίδες από ζυμάρι και ξηρούς καρπούς. Ανάλογα με το σχήμα που τους έδιναν παλιότερα είχαν και διάφορα ονόματα. “Κοφίνια”, “καλαθάκια”, “δοξάρια”, “αυγούλες”, ”κουτσούνες”, “κουζουνάκια”. Παρόμοιες κουλούρες έφτιαχναν και στα βυζαντινά χρόνια, τις “κολλυρίδες” και ήταν ειδικά ψωμιά για το Πάσχα, σε διάφορα σχήματα, που είχαν στο κέντρο ένα κόκκινο αυγό.



Το έθιμο της πασχαλινής λαμπάδας

Η πασχαλινή λαμπάδα, το δώρο που κάθε νονά και νονός κάνουν στο βαφτιστήρι τους, είναι ένα έθιμο με ιστορία αιώνων.
Το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μικροί και μεγάλοι περιμένουν να ακούσουν το «Χριστός Ανέστη». Στα χέρια τους κρατούν από μια λαμπάδα ή ένα κεράκι. Οι λαμπάδες είναι συνήθως διακοσμημένες. Οι μεγάλοι συνήθως κρατούν ένα σκέτο κεράκι που έχουν πάρει από την εκκλησία. Το έθιμο της λαμπάδας ξεκινάει από τους πρώτους χριστιανικούς χρόνους. Το Μεγάλο Σάββατο όπου βαφτίζονταν συνήθως οι νεοφώτιστοι κρατούσαν στο χέρι τους μια λαμπάδα. Η λαμπάδα αυτή συμβόλιζε το νέο φως του Χριστού που θα φωτίζει πλέον την ψυχή του.

Πηγή: http://www.ert.gr/ 
http://egxoiridio.wordpress.com/
http://el.wikipedia.org/
 http://www.babyspace.gr/Article/easter-candle/57-1541.html

Το εξώφυλλο του γερμανικού περιοδικού Focus κι απάντηση του Γιάννη Καψή

Aυτό είναι το εξώφυλλο της νέας έκδοσης του γερμανικού περιοδικού Focus. Η Αφροδίτη της Μήλου, σε επεξεργασία Photoshop, τυλιγμένη με την ελληνική σημαία, κάνει τη γνωστή χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο.

Το φωτογραφικό μοντάζ συνοδεύεται από τον κεντρικό τίτλο «Απατεώνες στην ευρω-οικογένεια» και υπότιτλο «Μας στερούν τα χρήματά μας και τι γίνεται σε Ισπανία, Πορτογαλία και Ιταλία».


Στο site του περιοδικού υπάρχει ένα βίντεο όπου εμφανίζεται ένα ζευγάρι Γερμανών και δηλώνουν ανήσυχοι για το κατά πόσο οι απατεώνες του νότου θα αρπάξουν τα λεφτά των τίμιων Γερμανών φορολογουμένων. Παράλληλα, οι δύο πρωταγωνιστές του βίντεο διαβάζουν με πολλή προσοχή μια σειρά από άρθρα και ρεπορτάζ του περιοδικού, τα οποία περιγράφουν την εσωτερική δημοσιονομική ύφεση στην Ελλάδα και τις επιπτώσεις που κάτι τέτοιο μπορεί να έχει σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Ενα από τα συγκεκριμένα άρθρα φέρει τον τίτλο «Η πτώχευση της Ελλάδας» και σε αυτό, μεταξύ άλλων, παρουσιάζονται στατιστικά στοιχεία και διαγράμματα με την πτωτική πορεία του ευρώ και απεικονίζονται χώρες των οποίων το ισοζύγιο του προϋπολογισμού βρίσκεται «στο κόκκινο».

Η επιστολή του δημοσιογράφου και πρώην υπουργού εξωτερικών 1982-1989, Γιάννη Καψή στο γερμανικό περιοδικό Focus:

«Κύριε διευθυντά

Θα ήθελα να συγχαρώ τούς συναδέλφους του περιοδικού σας για την τόσο επιτυχημένη προβοκάτσια τους με το περιβόητο πλέον, εξώφυλλο σας. Κατόρθωσε να παρασύρει τους αδιόρθωτα παρορμητικούς συμπατριώτες μου, σε συναισθηματικές αντιδράσεις , αδιανόητες για ένα καθεστώς ελευθερίας του Τύπου (;) και ν' αποτρέψει μια ψύχραιμη απάντηση στην πραγματική πρόκληση ότι «ο Γερμανός φορολογούμενος δεν θα βάλει το χέρι βαθειά στην τσέπη για να βοηθήσει τους 'Έλληνες». Δεν θα αμφισβητήσω τις βαρύτατες ευθύνες όλων των κατοίκων αυτής της χώρας και την υποχρέωση μας να προχωρήσουμε σε οδυνηρές θυσίες για την ανασύνταξη της οικονομίας μας. Ούτε είμαι απ' αυτούς που θέλουν να βάλει ο Γερμανός φορολογούμενος το χέρι στην τσέπη για να μας βοηθήσει. Θα μου αρκούσε να βγάλει ο Γερμανός εταίρος το χέρι του, που έχει χωθεί βαθύτερα,από την δική μου τσέπη και λεηλατεί την ελληνική Οικονομία όπως συνέβη και κατά την ναζιστική κατοχή- λεηλασία για την οποίαν μας οφείλετε ακόμη τις περιβόητες πολεμικές επανορθώσεις.

Θα σας θυμίσω ότι την παραμονή της εισδοχής μας στην ευρωζώνη η ισοτιμία της δραχμής προς το μάρκο ήταν 174=1, αλλά η ισοτιμία δαχμης=ευρώ ορίσθηκε σε 375=1 που σημαίνει ότι η αγοραστική αξία του μάρκου, στην Ελλάδα, τριπλασιάσθηκε.
Υπεραπλουστευμένα εάν ο Γερμανός φορολογούμενος- που σήμερα αρνείται και ορθά, να βάλει το χέρι στην τσέπη- αγόραζε ένα κιλό λάδι με ένα μάρκο την επομένη με το ίδιο μάρκο , που είχε βαφτίσει ευρώ, αγόραζε τρία κιλά λάδι περίπου. Πως έγινε αυτό; Θα συνιστούσα να μην επιδιώξετε δικαστική διερεύνηση γιατί στο εδώλιο του κατηγορουμένου δεν θα καθόντουσαν μόνον Έλληνες. Το αποτέλεσμα έχει σημασία.

Σήμερα το γερμανικό κεφάλαιο έχει εξαγοράσει το 38% της παραγωγικής βάσης της Ελλάδας, χωρίς να υπολογίσουμε την γιγαντιαία εξαγορά του ΟΤΕ από την D.T. ενώ υφιστάμεθα διάφορους εκβιασμούς όπως ν΄ αγοράσουμε τα ελαττωματικά υποβρύχια σας.

(TA OΠΟΙΑ ΕΧΟΥΜΕ ΠΛΗΡΩΣΕΙ - ΑΣΧΕΤΑ ΑΝ ΑΡΝΟΥΜΑΣΤΕ ΝΑ ΤΑ ΠΑΡΑΛΑΒΟΥΜΕ)

Η προβοκάτσια, λοιπόν, του περιοδικού σας επέτυχε. 'Ένα μόνον λάθος έγινε, γεγονός που με που με κάνει ν' ανησυχώ προσωπικά. Αυτό το «απατεώνες» και «αλήτες» μου θύμισε τον στίχο του νομπελίστα μας Ελύτη για την μεγάλη εξέγερση την ημέρα της εθνικής μας επετείου το '43.Απέναντι στα μουσκέτα του κατακτητή γράφει στάθηκαν « παιδιά με γυμνά γόνατα, που τους έλεγαν αλήτες». Συγγνώμη που το θυμήθηκα, αλλά ήμουν ένας από τους «αλήτες» εκείνους. Δεν μνησικακώ. Προσωπικά γλύτωσα με ένα σημάδι στο πετσί μου. Ο διπλανός μου τέλειωσε στο Άουσβιτς.

Δεν μνησικακώ. Ανησυχώ..


Γιάννης Καψής

Δημοσιογράφος-πρώην υπουργός των εξωτερικών και...αείποτε «αλήτης».

Η απάντηση του VIEWΕR στο περιοδικό FOCUS: Γιαβόλ Φύρερ!