24/3/10

«Η αβάστακτη ελαφρότητα του ΕΙΜΑΙ»

Είμαι. Πάντοτε ήμουν. Ακόμη κι όταν οι στιγμές βάραιναν, σαν βλέφαρα υπνωτισμένα που υποτάσσονται στο λήθαργο. Το δέχομαι, ναι, πως μερικές φορές ευχόμουν να μπορούσε να με πάρει εκείνος ο ύπνος, όχι ο αιώνιος, μα κάπως να μου χάριζε  μονάχα μια μικρή ανάπαυλα σε τούτη την ακαταπαύστη πορεία που μας ρίχνει πάντα μέσα στο παιχνίδι. Μια παύση για ν’ αφουγραστώ και να μπορέσω να δω απέξω, σαν τρίτος ή και τέταρτος ακόμα, να δω τις μετουσιωμένες φιγούρες μας, καλοντυμένες και τυφλές να βηματίζουν άσκοπα σε ένα έδαφος όπου ο ορίζοντας πέφτει πάντοτε μακρυά. Κοιτάζω έξω, μια παχιά ομίχλη να καλύπτει σχεδόν τα πάντα αφήνοντας να φανούν μονάχα τα κατώτερα μέρη ανθρώπων και πραγμάτων. Πόδια, ρόδες, θεμέλια, χώμα, κορμοί. Τούτη η ομίχλη -αναρωτιέμαι που να βρέθηκε τόσο πυκνή- μέσα στην εσωστρέφειά της πνίγει τα χαιρέκακα αισθήματά μας σαν βουβά μυστικά. Μίσος, ζήλια και κακία, θαρρείς πως φροντίζει να εξοντώνει τον γδούπο τους μονώνοντάς τα  με  απαλό μπαμπάκι. Κείνα τ’ άχαρα αισθήματα, τα κατώτερα, βουρδουλιές που τσούζουν, τ’ αποκρύπτει τυλίγοντάς τα με σιωπή, απολυμαίνοντας το τοπίο με το λευκό της έτσι που ν΄απομένει και πάλι ένας αψεγάδιαστος καμβάς. Κάτι κρωξίματα ακούγονται μονάχα, θα ΄ναι κείνα τα μαύρα πουλιά που αναζητούν αδιάκοπα το ένα το άλλο μέσα σε τούτη την παχιά λησμονημένη κάθαρση.

Εμείς είμαστε οι πεπτωκότες. Προλάβαμε να κριθούμε πριν ακόμη ζήσουμε. Και ζούμε κρίνοντας, μην βλέποντας τίποτε, κανένα άλλο τοπίο εκτός από το δικό μας. Αριστερά, δεξιά, μπροστά και πίσω. Τέσσερις πλευρές για να χωρέσουν τη μονοδιάστατη υπόστασή μας. Μικρά στοιβαγμένα κουτάκια, ψυχές συσκευασμένες, λαθρεπιβάτες στο ίδιο δρομολόγιο. Είμαι. Εγώ ο ίδιος είμαι πάντα. Κι εκείνος που έρχεται προς το μέρος μου με μεγάλες δρασκελιές, είναι η ομίχλη και δε βλέπω, ποιός να ’ναι εκείνος; Να φοβηθώ; Ποιοί είναι όλοι τούτοι; Δεν τους βλέπω μα τους ξέρω, μπορώ να τους φανταστώ. Με πόση ελαφρότητα μπορώ και υπάρχω. Πόση απώλεια συνείδησης μετρώ. Κι είμαι σίγουρος όσο τίποτα πως έτσι είναι. Όπως το λέω εγώ. Έφτιαξα τη μηχανή για να με βοηθάει, έτσι είπα. Γέννησα την τεχνολογία και με θαύμασα, είμαι ένα θαύμα, δεν είμαι πράγματι; Μου υποσχέθηκα πως δε θα γεράσω ποτέ. Κι έπειτα αποκοιμήθηκα. Στέκω στην άκρη και παρακολουθώ σαν σε ταινία όλα τα επιτεύγματά μου. Είναι ένα οπτικό βίωμα αυτό της ζωής μου. Σαν να μου την εξατμίζει. Αλήθεια, τότε γιατί τα έφτιαξα όλα αυτά; Μα όχι, δεν θα αναρωτηθώ, δε με νοιάζει. Αχ, να είχα μια μικρή παύση μέσα σ' αυτήν τη φρενώδη κατηφόρα... Να μπορούσαν να σταθώ μια στιγμή σε μιαν άκρια του κόσμου και να πω, γιατί τα έφτιαξα όλα αυτά; Ξ.Π.

Κείμενο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Κυκλάδων "Κοινή Γνώμη" στις 15 Ιουλίου 2010

http://www.syros.aegean.gr/kg/koinignomi_2010-03-18.pdf  σελ.14