23/3/10

100 χρόνια Ακίρα Κουροσάβα (1910-1998)

''Αντί να μεταμορφώσουμε την κοινωνία ας αλλάξουμε πρώτα τον άνθρωπο"

Ο Ακίρα Κουροσάβα  γεννήθηκε στις 23 Μαρτίου του 1910 στο Ομόρι, κοντά στο Τόκιο και ήταν ο μικρότερος από επτά αδέρφια. Η πρώτη μεγάλη του επιρροή ήταν ένας δάσκαλος που έδινε έμφαση στην καλλιτεχνική εκπαίδευση. Αυτός τον εισήγαγε στον κινηματογράφο και τη ζωγραφική στα οποία έδειχνε να έχει έφεση και έτσι ο Κουροσάβα γράφτηκε σε μια σχολή καλών τεχνών στην οποία μελετούσαν περισσότερο τις δυτικές τεχνοτροπίες. Εκείνη την εποχή γνώρισε και εντάχθηκε σε μια καλλιτεχνική ομάδα που έδειχνε μεγάλο ενθουσιασμό για τη ρωσική λογοτεχνία του δεκάτου ενάτου αιώνα και ιδιαίτερα για τον Ντοστογιέφσκι. Επίσης σημαδεύτηκε βαθύτατα από την αυτοκτονία ενός από τους αδελφούς του ο οποίος αγαπούσε το σινεμά και δούλευε ως σχολιαστής/αφηγητής σε ξένες βωβές ταινίες. Ασχολήθηκε αρχικά με συγγραφή σεναρίων για την εταιρεία  και από το 1936, για καθαρά βιοποριστικούς λόγους, άρχισε να σκηνοθετεί κινηματογραφικές ταινίες. Το 1930 απάντησε σε μια αγγελία ενός στούντιο που ζητούσε βοηθούς σκηνοθέτη και έγινε βοηθός του Κατζίρο Γιαμαμότο. Μέσα σε πέντε χρόνια έγραφε σενάρια και σκηνοθετούσε σεκάνς για τις ταινίες του Γιαμαμότο και το 1943 έκανε το ντεμπούτο του με το «Sugata Sanshiro».

 Η «δυτική» τεχνοτροπία του έργου τον έφερε αντιμέτωπο με την καθεστωτική λογοκρισία της εποχής, καθώς μαινόταν ο Β Παγκόσμιος Πόλεμος, αλλά τον νεαρό σκηνοθέτη έσωσε ο Γιασουχίρο Οζού  (μετέπειτα δημιουργός του «Ταξιδιού στο Τόκιο»), τολμώντας να επαινέσει δημόσια το έργο του, κάνοντάς το έτσι de facto αποδεκτό.

Ο Κουροσάβα μεγάλωσε σε μία εποχή έντονου εθνικισμού, λόγω του Α Παγκοσμίου Πολέμου, των «εξεγέρσεων του ρυζιού» (1918), του οικονομικού κραχ του 1929, της εισβολής στην Μαντζουρία (1931) και της τελικής ανάληψης της ηγεσίας της χώρας του από τους στρατιωτικούς. Η ίδια ατμόσφαιρα είχε φυσικά μεταφερθεί και στον χώρο του κινηματογράφου, όπου η αφηγηματική πλοκή αντιμετωπιζόταν από την καθεστωτική λογοκρισία με πολλή καχυποψία, ως «δυτική επιρροή».

Ο Κουροσάβα ολοκλήρωσε το έργο «Αυτοί που πάτησαν την ουρά της τίγρης» (1945) με την έναρξη σχεδόν της αμερικανικής κατοχής, και για μία ακόμα φορά ήλθε αντιμέτωπος με τους λογοκριτές, αυτή την φορά από τους ιουδαιοχριστιανούς Αμερικανούς, που δεν ήθελαν να επιτρέψουν αναφορές στο παλαιό ηρωϊκό παρελθόν της κατακτημένης χώρας. Η ταινία, που ήταν εμπνευσμένη από ένα θεατρικό έργο του Καμπούκι και αναφερόταν στις περιπέτειες 8 σαμουράϊ του 12ου αιώνα, απαγορεύτηκε τελικά για μία ολόκληρη 7ετία, ενώ ο Κουροσάβα υποχρεώθηκε για το διάστημα 1946 – 1949 να περιοριστεί στην δημιουργία 6 σύγχρονων κοινωνικών δραμάτων: «Οι νέοι δεν χρειάζονται λύπηση» («No Regrets for Our Youth», 1946), «Μία υπέροχη Κυριακή» («One Wonderful Sunday», 1947), «Μεθυσμένος Άγγελος» («Drunken Angel», 1948), «Η ήσυχη διένεξη» («The Quiet Duel», 1949) «Αδέσποτος σκύλος» («Stray Dog», 1949) και «Σκάνδαλο» («Scandal», 1949).

Ο σκηνοθέτης επέστρεψε στις ιστορικές ταινίες το 1950 με το «Ρασομόν» («Rashomon»), έναν αριστουργηματικό αφηγηματικό κινηματογραφικό προβληματισμό επάνω στην αλήθεια και το ψέμα, ο οποίος του χάρισε το βραβείο Όσκαρ ξενόγλωσσης ταινίας και έκανε το όνομά του γνωστό σε όλον τον κόσμo (τον αποκάλεσαν "αυτοκράτορα του ιαπωνικού κινηματογράφου).

 Στις 20 ταινίες που έκτοτε ακολούθησαν, ο Κουροσάβα εστίασε στην Παράδοση και την πολύπαθη Ιστορία της πατρίδας του και παρουσίασε τις ιδιαίτερες κοινωνικές συνθήκες της μεσαιωνικής κυρίως εποχής της (ιδίως κατά τον ταραχώδη 16ο αιώνα), αν και παράλληλα πάντοτε τολμούσε να απλώνεται και σε επεξεργασία κορυφαίων έργων της ευρωπαϊκής Γραμματείας, με μεγαλύτερη προτίμηση στον κύκλο του Σαίξπηρ. Για τον Κουροσάβα, η Ιστορία, την οποία κατά κανόνα δεν μπορούμε να επηρεάσουμε, δεν αποτελεί μία αναπότρεπτη μοίρα, αλλά κίνητρο για μελέτη, στοχασμό και επανακαθορισμό της ζωής μας.

Το έργο του επηρέασε σημαντικά τον κινηματογράφο της Ευρώπης, ενώ από την πλευρά του μετέφερε αρκετά ευρωπαϊκά στοιχεία στον κινηματογράφο της χώρας του, ιδίως στην αντίληψη περί πολιτικής εξουσίας και Ιστορίας. Σπουδαιότερες ταινίες του θεωρούνται οι: «Το κρυμμένο φρούριο» («The Hidden Fortress», μία αλληγορία για την ανθρώπινη απληστία, 1958), «Οι 7 Σαμουράϊ» («The Seven Samurai», που αναδεικνύει την ηθική διάσταση της θυσίας, 1954), «Ο Θρόνος του Αίματος» («Throne of Blood», μία αλληγορία για την μανία για εξουσία και την αυτοκαταστροφική φύση του ανθρώπου, μεταφορά του σαιξπηρικού «Μάκβεθ» στον ιαπωνικό Μεσαίωνα, 1957),  Χρυσός Λέων στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας το 1951 για την ταινία «Ρασομόν», και Χρυσός φοίνικας του Φεστιβάλ των Καννών του 1980 για την ταινία «Καγκεμούσα» («Kagemusha» ή «Shadow Warrior», αφήγηση της εσωτερικής μάχης ενός άνδρα ενάντια στον εγωϊσμό και την αλαζονεία του, 1980), «Ραν» («Ran», μεταφορά του σαιξπηρικού «Βασιλιά Ληρ» στην ιαπωνική ιστορική πραγματικότητα, 1985), «Σαντζούρο» («Sanjuro», με θέμα έναν «ρονίν», δηλαδή αδέσποτο σαμουράϊ, 1962), «Γιοχίμπο» ή «Ο σωματοφύλακας» («Yojimbo», 1961), «Οι κακοί κοιμούνται ήσυχα» («The Bad Sleep Well», μία επίθεση στο ιαπωνικό οικονομικό «θαύμα» και το βαρύ πολιτισμικό τίμημά του, 1960) κ.ά. στις περισσότερες από τις οποίες πρωταγωνιστεί ο κορυφαίος ηθοποιός Τοσίρο Μιφούνε.

Σχετικές Ιστοσελίδες

•Akira Kurosawa Database
•Akira Kurosawa by Dan Harper
•Akira Kurosawa: l'empereur du cinιma japonais
•Akira Kurosawa Movie posters and movie descriptions
•The Epic Images of Kurosawa  
 


ΤΟ ΒΗΜΑ Γιάννης Ζουμπουλάκης 

Γιατί άραγε ο Ακίρα Κουροσάβα διαφέρει τόσο πολύ συγκριτικά με τους υπόλοιπους συγχρόνους του ιάπωνες σκηνοθέτες; Γιατί το έργο του, από τους «Επτά σαμουράι» και τον «Θρόνο του αίματος» ως τον «Καγκεμούσα», το «Ραν» και τα «Ονειρα», είναι τόσο ξεχωριστό και αναγνωρίσιμο παγκοσμίως;

Διότι ο Κουροσάβα, όπως και ο προγενέστερος - αλλά όχι ιδιαιτέρως γνωστός - συμπατριώτης του Κεϊνοζούκε Κινουγκάσα, αφού μελέτησε σε βάθος στοιχεία του δυτικού πολιτισμού, τα ενσωμάτωσε στην ιαπωνική κουλτούρα και έκτισε πάνω τους ένα προσωπικό μοντέλο αναπαράστασης κάνοντας προσφιλή στον υπόλοιπο κόσμο τον ερμητικά κλειστό στον εαυτό του πολιτισμό της Απω Ανατολής. Οι ταινίες του αποτελούν σπάνιο συνδυασμό κινηματογραφικού στυλιζαρίσματος και καθαρότητας στην αφήγηση, πλούσιες σε συμβολισμούς και ποίηση, απλές όμως στη δομή τους. Δεν δίστασε να αξιοποιήσει έργα των Γουίλιαμ Σαίξπηρ, Μαξίμ Γκόρκι και Φιοντόρ Ντοστογέφσκι μεταφέροντάς τα με τόλμη στη φεουδαρχική Ιαπωνία, που τόσο συχνά αποτελεί φόντο των ταινιών του. Αλλωστε, σύμφωνα με τον ιστορικό του κινηματογράφου Κιθ Ρίντερ, «πριν από το "Ρασομόν" του Κουροσάβα, που κέρδισε το ανώτατο βραβείο στο Φεστιβάλ Βενετίας το 1951 (και στη συνέχεια το ξενόγλωσσο Οσκαρ), το δυτικό κοινό δεν είχε ακόμη δεχθεί στα σοβαρά την ύπαρξη του ιαπωνικού κινηματογράφου, παρά την ήδη τριαντάχρονη παρουσία του» (Κιθ Ρίντερ «Η ιστορία του παγκόσμιου κινηματογράφου», εκδόσεις Αιγόκερως).

Ο Κουροσάβα πλησίασε το δυτικό πρότυπο σε αρκετές από της επόμενες ταινίες του και το έκανε τόσο καλά ώστε διόλου τυχαία το δυτικό πρότυπο ήταν αυτό που εν συνεχεία επηρεάστηκε από αυτόν. Δύο από τις πιο θρυλικές δημιουργίες του έγιναν εξίσου θρυλικά αγγλόφωνα ριμέικ, όταν ο Τζον Στέρτζες «μετέτρεψε» τους «Επτά σαμουράι» σε «Επτά υπέροχους» (πιστολέρο) και ο Σέρτζιο Λεόνε το «Γιοζίμπο» σε «Μια χούφτα δολάρια» (την αφετηρία ενός ολόκληρου είδους, του «σπαγκέτι γουέστερν»). Επίσης, λίγοι πιθανόν να θυμούνται ή να έχουν υπόψη τους ότι η κεντρική ιδέα μιας από τις διασημότερης ταινίες επιστημονικής φαντασίας όλων των εποχών, του «Πολέμου των άστρων», έχει τις ρίζες της σε έργο του Κουροσάβα, καθώς ο Τζορτζ Λούκας ποτέ δεν έκρυψε ότι τον ενέπνευσε το «Κρυμμένο κάστρο», παραγωγής 1958.