27/5/10

«Και τώρα τι θα γίνουμε χωρίς βαρβάρους;»

Μετά την εκπυρσοκρότηση ψαχούλεψα όλα τα εκσφενδονισμένα κομματάκια προσπαθώντας ευλαβικά να τα ξανακολλήσω σαν να επρόκειτο για κάποιο αρχαίο αγγείο. Η μορφή του δεν είναι πια αναγνωρίσιμη, να ’ναι τεφροδόχος; Οι μελανόμορφες φιγούρες που το στόλιζαν πάντως το ’χουν σκάσει. Κι αυτές που έμειναν, εύχονται να μπορούσαν να το είχαν σκάσει κι αυτές. Να πάνε σε μιαν άλλη Ιθάκη, καλύτερη. Ίσως όχι, όχι καλύτερη, θα έφτανε να ήτανε μονάχα λιγάκι τιμιότερη.

Λυπήθηκα που με φώναξαν «αχρείο» και γι αυτό άνοιξα το σεντούκι μου κι άρχισα να σκαλίζω. Είδα αποφθέγματα που ειπώθηκαν μονάχα μια φορά στην ιστορία κι από τότε πέτρωσαν σαν πύργοι ακλόνητοι και κανείς δεν μπόρεσε με την αξία του να τους προσπελάσει. Είδα ομορφιά και χάρη, στητές όλο περηφάνια, που γνώριζαν καλά τη χρυσή τους αυθεντικότητα. Κι ό,τι κι αν είδα μες το σεντούκι ήταν φιμωμένο και μούχλιαζε κι έτσι απ’ τη λύπη μου- περισσότερη τώρα από πριν- το ξανάκλεισα.

Άνοιξα ένα χοντρό βιβλίο και μέσα βρήκα ένα ποίημα. Το γνωρίζεις καλά, μα στο θυμίζω. Μοιάζει με εσωτερική φωνή, μοιάζει με σφεντόνα που σημαδεύει τις καλά κρυμμένες κι ευάλωτες πτέρνες μας -εκείνες που κρύβουμε ένοχα μέσα σε τρύπιες κάλτσες. Πέρασε καιρός από τότε που ήταν «πας μη Έλλην, βάρβαρος» πέρασε καιρός κι από τότε που γράφτηκε τούτο το ποίημα, κι όμως ακόμα τους περιμένουμε τους βαρβάρους να μας σώσουν. Ξ.Π.

"-Τι περιμένουμε στην αγορά συναθροισμένοι;
Είναι οι βάρβαροι να φθάσουν σήμερα.

-Γιατί μέσα στην Σύγκλητο μιά τέτοια απραξία;
Τι κάθοντ' οι Συγκλητικοί και δεν νομοθετούνε;

-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Τι νόμους πια θα κάμουν οι Συγκλητικοί;
Οι βάρβαροι σαν έλθουν θα νομοθετήσουν.

-Γιατί ο αυτοκράτωρ μας τόσο πρωί σηκώθη,
και κάθεται στης πόλεως την πιο μεγάλη πύλη
στον θρόνο επάνω, επίσημος, φορώντας την κορώνα;


-Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα.
Κι ο αυτοκράτωρ περιμένει να δεχθεί
τον αρχηγό τους. Μάλιστα ετοίμασε
για να τον δώσει μια περγαμηνή. Εκεί
τον έγραψε τίτλους πολλούς κι ονόματα.

-Γιατί οι δυό μας ύπατοι κ' οι πραίτορες εβγήκαν
σήμερα με τες κόκκινες, τες κεντημένες τόγες·
γιατί βραχιόλια φόρεσαν με τόσους αμεθύστους,
και δαχτυλίδια με λαμπρά γυαλιστερά σμαράγδια·
γιατί να πιάσουν σήμερα πολύτιμα μπαστούνια
μ' ασήμια και μαλάματα έκτακτα σκαλισμένα;
Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
και τέτοια πράγματα θαμπόνουν τους βαρβάρους.


-Γιατί κ' οι άξιοι ρήτορες δεν έρχονται σαν πάντα
να βγάλουνε τους λόγους τους, να πούνε τα δικά τους;

Γιατί οι βάρβαροι θα φθάσουν σήμερα·
κι αυτοί βαριούντ' ευφράδειες και δημηγορίες.


-Γιατί ν' αρχίσει μονομιάς αυτή η ανησυχία
κ' η σύγχυσις. (Τα πρόσωπα τι σοβαρά που έγιναν).
Γιατί αδειάζουν γρήγορα οι δρόμοι κ' οι πλατέες,
κι όλοι γυρνούν στα σπίτια τους πολύ συλλογισμένοι;


Γιατί ενύχτωσε κ' οι βάρβαροι δεν ήλθαν.
 Και μερικοί έφθασαν απ' τα σύνορα,
και είπανε πως βάρβαροι πια δεν υπάρχουν.

Και τώρα τι θα γένουμε χωρίς βαρβάρους.
Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν μιά κάποια λύσις."

Κ.Π.Καβάφης, 1904










Δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Κυκλάδων "Κοινή Γνώμη" στις 28/5/2010
http://www.syros.aegean.gr/kg/koinignomi_2010-05-28.pdf  σελ.22