Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .
30/10/09
Το αινιγματικό χαμόγελο της Τζοκόντα
(ANSA) - LONDRA, 29 OTT - Uno studio spagnolo ritiene di aver scoperto il segreto del sorriso della Gioconda di Leonardo: sarebbe negli occhi di chi la guarda.Due ricercatori di Alicante sostengono, per la precisione, che il segreto sta nelle diverse cellule che compongono la retina che trasmettono al cervello informazioni le quali codificano i dati riguardanti la grandezza di un oggetto, il suo colore e posizionamento e che variano di volta in volta, creando una percezione diversa dell'espressione della Gioconda. http://it.yahoo.com/notizie
Μία ισπανική έρευνα ισχυρίζεται ότι ανακάλυψε το μυστικό στο χαμόγελο της Τζοκόντα, του Λεονάρντο... υπάρχει στα μάτια όσων την κοιτάζουν.Δύο ερευνητές της Αlicante υποστηρίζουν για την ακρίβεια ότι το μυστικό βρίσκεται στα διαφορετικά κύτταρα που συνθέτουν τη ρητίνη και μεταφέρουν πληροφορίες στον εγκέφαλο οι οποίες κωδικοποιούν δεδομένα σχετικά με το μέγεθος ενός αντικειμένου, το χρώμα του και τη θέση του που διαφέρουν κάθε φορά, δημιουργώντας έτσι μια διαφορετική αντίληψη για την έκφρασης της Τζοκόντα.
24/10/09
22/10/09
Γιατί τα αποδημητικά πουλιά πετάνε σε σχηματισμό V;
Ο Bruce Batt, επικεφαλής βιολόγος της ομάδας Ducks Unlimited για την προστασία των πτηνών, με έδρα το Μέμφις, εξηγεί:
Οι γραμμικοί σχηματισμοί πτήσης των αποδημητικών πτηνών σε μορφή V και J είναι οι πιο συνήθεις σχηματισμοί ενός σμήνους. Μελέτες ορισμένων ειδών πτηνών έδειξαν πως ένας καθαρός σχηματισμός V είναι λιγότερο συνήθης από έναν καθαρό σχηματισμό J.
Υπάρχουν δύο πολύ καλά τεκμηριωμένες και αλληλοσυμπληρούμενες απόψεις που αφορούν το λόγο για τον οποίο τα πτηνά πετούν σε σχηματισμούς. Μία άποψη είναι για να διατηρήσουν ενέργεια, επωφελούμενα την άνωση των στροβίλων αέρα που δημιουργούν τα φτερά του πτηνού-οδηγού.
Η άλλη άποψη είναι για να διευκολύνονται στον προσανατολισμό και την επικοινωνία τους με τα άλλα πτηνά. Η μία άποψη δεν αποκλείει την άλλη, ενώ και οι δυο απορρέουν από μια σειρά ερευνών.
Η σχετική σπουδαιότητα των δύο ανωτέρω μεταβάλλεται αναμφίβολα, καθώς οι διάφοροι παράγοντες, όπως η εποχή του χρόνου ή ο σκοπός των ανεξαρτήτων πτήσεων, μεταβάλλονται και αυτοί με τη σειρά τους.
Για παράδειγμα, κατά τη διάρκεια των τοπικών πτήσεων για ανεύρεση τροφής, η διατήρηση της ενέργειας είναι μικρότερης σημασίας συγκριτικά με τον προσεκτικό προσανατολισμό και την αποφυγή πρόσκρουσης.
Κατά τη διάρκεια μακρινής αποδημίας, ο προσανατολισμός και η επικοινωνία παραμένουν απαραίτητα μεν, η βελτιστοποίηση όμως της θέσης του κάθε πτηνού μέσα στο σμήνος για την καλύτερη εξοικονόμηση ενέργειας είναι πολύ πιο σημαντική.
Οι ειδικοί χρησιμοποίησαν τους υπολογισμούς της αεροδυναμικής και των μεταβολών των ενεργειακών κυμάτων προκειμένου να εξετάσουν ποια θέση θα έπρεπε να έχουν τα πτηνά μέσα στο σμήνος, ώστε να διατηρήσουν ένα μεγάλο ποσοστό της ενέργειάς τους κατά τη διάρκεια της πτήσης τους.
Αναλύσεις του σχηματισμού των σμηνών με τη βοήθεια φωτογραφιών μέτρησαν τη θέση των πτηνών και φάνηκε πως σχεδόν πάντα είχαν μία τέτοια θέση ώστε να εξοικονομούν τη μέγιστη δυνατή ενέργεια. Η γνώση των οπτικών αξόνων των πτηνών, των «τυφλών σημείων» και του πεδίου οράσεώς τους επέτρεψε στους ερευνητές να εντοπίσουν την ακριβή βέλτιστη θέση που θα έπρεπε να έχουν τα πτηνά μέσα στο σμήνος, προκειμένου να έχουν το βέλτιστο οπτικό αποτέλεσμα.
Οι μελέτες κατηγοριοποίησαν τις θέσεις των πτηνών και έδειξαν πως μερικά ανεξάρτητα πτηνά παίρνουν θέσεις πολύ κοντινές με αυτές που προβλέφθηκαν ότι ικανοποιούν σε μεγαλύτερο βαθμό την υπόθεση της εξοικονόμησης ενέργειας.
Άλλα είναι σε θέσεις με καλύτερη οπτική, άλλα δεν φαίνεται να ανταποκρίνονται σε κανένα από τα παραπάνω οφέλη, ενώ άλλα φαίνεται να έχουν θέσεις που επωφελούνται και των δύο.
Οι οδηγοί των σχηματισμών αλλάζουν ανά διαστήματα, εντούτοις, τα αίτια, η συχνότητα και τα χαρακτηριστικά αυτής της αλλαγής δεν έχουν ακόμα προσδιοριστεί. Η παρατήρηση από εδάφους των σμηνών που διανύουν μεγάλες αποστάσεις είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Υπάρχει μία πληθώρα από διαισθητικές προβλέψεις σχετικά με την επιλογή του οδηγού, και που μπορεί να σχετίζεται με την ηλικία, την εμπειρία, το φύλο, την κατάσταση και την κοινωνική θέση που έχει μέσα στο σμήνος το πτηνό, εντούτοις οι ερευνητές δεν έχουν βρει ακόμα τον τρόπο με τον οποίο θα μπορέσουν να προσπεράσουν τα απαγορευτικά ζητήματα της απόστασης του ταξιδίου που πραγματοποιεί το σμήνος.
Μερικοί επιστήμονες εκπαίδευσαν πτηνά να πετούν σε σχηματισμούς με μικρά αεροσκάφη. Ίσως, η προσπάθεια αυτή να αποδώσει καρπούς και να μπορέσουν οι ειδικοί να δώσουν μία σαφή ερμηνεία των αιτιών επιλογής του οδηγού.
Πηγή http://news.pathfinder.gr/scitech/birds-formation.html
21/10/09
''Η δύναμη της συνήθειας"
Λέγανε παλιά στα προξενιά «δεν πειράζει που δεν τον αγαπάς, θα συνηθίσεις». Κι αναρωτιόταν η καημένη η νύφη αν είναι δυνατόν να συνηθίζεται ένα τέτοιο πράγμα. Με τα χρόνια όμως συνήθιζε, ή τουλάχιστον έτσι έλεγε. Δεν νομίζω πως θα ερωτευόταν ποτέ τον άντρα που της είχαν προξενέψει, αλλά σίγουρα θα μάθαινε να τον αγαπά και να τον φροντίζει. Μήπως τελικά όλα είναι θέμα εκπαίδευσης και μάλιστα μέσα από την επανάληψη; Η δύναμη της συνήθειας πάντως είναι η πιο δυνατή δύναμη. Κι όταν φτάσεις να χαρακτηρίζεις δυνατή μια δύναμη είναι σαν να την υψώνεις στο τετράγωνο. Ακόμη κι ένας ολόκληρος λαός είναι σε θέση να συνηθίσει ώστε να είναι πιο γελαστός, πιο καθαρός, πιο πειθαρχημένος. Γιατί όχι ένα πρόσωπο;
Απ’ τη στιγμή που ξυπνάμε όλα όσα κάνουμε έχουν να κάνουν με τις συνήθειές μας. Ο τρόπος που ανακατεύεις τον καφέ σου, εκείνος που δένεις τα κορδόνια σου, όλα είναι μέρος των δικών σου συνηθειών. Θα το καταλάβαινες μονάχα αν θα έπρεπε να αλλάξεις καθολικά τις συνήθειές σου - θα ένιωθες αμέσως σα ψάρι έξω απ’ τη γυάλα. Η δική σου επαναλαμβανόμενη πράξη ακόμη κι αν είναι απεχθής-ας πούμε ότι σκαλίζεις τη μύτη σου-φαίνεται σε σένα ολοένα και πιο οικεία. Γίνεται ένα με τον εαυτό σου. Κι έτσι η συνήθεια γδύνει την πράξη από τη σημαντικότητά της κι από την ικανότητά σου να την αξιολογείς. Την καταπίνει και παίρνει τη θέση της.
Υπάρχει βέβαια και η καλή πλευρά. Μπορείς να συνηθίσεις να χαμογελάς, να πηγαίνεις νωρίς στη δουλειά σου, να σταματήσεις την ονυχοφαγία. Τι γίνεται όμως με τη συνήθεια των συναισθημάτων; Με κείνα που στην αρχή κλωτσούσες και σιγά σιγά δείχνεις να δέχεσαι; Ας πούμε πως μπήκες σε ένα γραφείο στο οποίο πρέπει να δουλέψεις, για ΧΨ καιρό. Στην αρχή σε έπιασε πανικός μόνο με την ιδέα ότι πρέπει να θυσιάσεις κομμάτι του εαυτού σου σ’ αυτόν τον απεχθή χώρο. Σιγά σιγά όμως ανακαλύπτεις πως η θέα απ’ το παράθυρο είναι όμορφη, ένας απ’ τους συναδέλφους λέει πετυχημένα ανέκδοτα, η δουλειά –αν και βαρετή- γίνεται ανεκτή αν την οργανώσεις. Σταδιακά αρχίζει να ομορφαίνεις το γραφείο σου με δικά σου αντικείμενα. Είναι η δύναμη της συνήθειας; Είναι η ικανότητα επιβίωσης; Προσαρμογής; Λες τελικά ο άνθρωπος να χωράει σιγά σιγά εκεί που τον βάζουν; Και πώς αναγνωρίζουμε μέσα στη θολούρα της συνήθειας τί είναι αυτό που ζητάμε πραγματικά;
Και τα δυο μπορούν ν’ αποβούν εξίσου μοιραία ή απαραίτητα. Γιατί επιτρέποντας μας να συνηθίζουμε μια κατάσταση τελείως έξω απ’ τον Εαυτό, δεν θα μπορούσαμε να τρέξουμε ποτέ πια ελεύθεροι στην άμμο. Από την άλλη το να πειθαρχούμε σε κάποια συνήθεια είναι μια καλή μέθοδος για να πολεμούμε το ανικανοποίητο. Δεν ξέρω αν το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι η μονοτονία της συνήθειας, είτε το ακόρεστο αίσθημα του ανικανοποίητου. Λες η προξενήτρα να είχε δίκιο; «Μην το σκέφτεσαι, με τον καιρό θα δεις που θα τον αγαπήσεις…» Δε θέλω να ξέρω την απάντηση, στ’ αλήθεια. Κοιτάζω το δωμάτιό μου, τα έπιπλα που έχει κι αναρωτιέμαι, είναι ωραία ή απλώς τα έχω συνηθίσει; Ξ.Π.
Απ’ τη στιγμή που ξυπνάμε όλα όσα κάνουμε έχουν να κάνουν με τις συνήθειές μας. Ο τρόπος που ανακατεύεις τον καφέ σου, εκείνος που δένεις τα κορδόνια σου, όλα είναι μέρος των δικών σου συνηθειών. Θα το καταλάβαινες μονάχα αν θα έπρεπε να αλλάξεις καθολικά τις συνήθειές σου - θα ένιωθες αμέσως σα ψάρι έξω απ’ τη γυάλα. Η δική σου επαναλαμβανόμενη πράξη ακόμη κι αν είναι απεχθής-ας πούμε ότι σκαλίζεις τη μύτη σου-φαίνεται σε σένα ολοένα και πιο οικεία. Γίνεται ένα με τον εαυτό σου. Κι έτσι η συνήθεια γδύνει την πράξη από τη σημαντικότητά της κι από την ικανότητά σου να την αξιολογείς. Την καταπίνει και παίρνει τη θέση της.
Υπάρχει βέβαια και η καλή πλευρά. Μπορείς να συνηθίσεις να χαμογελάς, να πηγαίνεις νωρίς στη δουλειά σου, να σταματήσεις την ονυχοφαγία. Τι γίνεται όμως με τη συνήθεια των συναισθημάτων; Με κείνα που στην αρχή κλωτσούσες και σιγά σιγά δείχνεις να δέχεσαι; Ας πούμε πως μπήκες σε ένα γραφείο στο οποίο πρέπει να δουλέψεις, για ΧΨ καιρό. Στην αρχή σε έπιασε πανικός μόνο με την ιδέα ότι πρέπει να θυσιάσεις κομμάτι του εαυτού σου σ’ αυτόν τον απεχθή χώρο. Σιγά σιγά όμως ανακαλύπτεις πως η θέα απ’ το παράθυρο είναι όμορφη, ένας απ’ τους συναδέλφους λέει πετυχημένα ανέκδοτα, η δουλειά –αν και βαρετή- γίνεται ανεκτή αν την οργανώσεις. Σταδιακά αρχίζει να ομορφαίνεις το γραφείο σου με δικά σου αντικείμενα. Είναι η δύναμη της συνήθειας; Είναι η ικανότητα επιβίωσης; Προσαρμογής; Λες τελικά ο άνθρωπος να χωράει σιγά σιγά εκεί που τον βάζουν; Και πώς αναγνωρίζουμε μέσα στη θολούρα της συνήθειας τί είναι αυτό που ζητάμε πραγματικά;
Και τα δυο μπορούν ν’ αποβούν εξίσου μοιραία ή απαραίτητα. Γιατί επιτρέποντας μας να συνηθίζουμε μια κατάσταση τελείως έξω απ’ τον Εαυτό, δεν θα μπορούσαμε να τρέξουμε ποτέ πια ελεύθεροι στην άμμο. Από την άλλη το να πειθαρχούμε σε κάποια συνήθεια είναι μια καλή μέθοδος για να πολεμούμε το ανικανοποίητο. Δεν ξέρω αν το χειρότερο που μπορεί να συμβεί σε έναν άνθρωπο είναι η μονοτονία της συνήθειας, είτε το ακόρεστο αίσθημα του ανικανοποίητου. Λες η προξενήτρα να είχε δίκιο; «Μην το σκέφτεσαι, με τον καιρό θα δεις που θα τον αγαπήσεις…» Δε θέλω να ξέρω την απάντηση, στ’ αλήθεια. Κοιτάζω το δωμάτιό μου, τα έπιπλα που έχει κι αναρωτιέμαι, είναι ωραία ή απλώς τα έχω συνηθίσει; Ξ.Π.
Άρθρο που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Κυκλάδων "Κοινή Γνώμη" στις 19 Οκτωβρίου 2009
www.syros.aegean.gr/kg/koinignomi_2009-10-19.pdf
18/10/09
Χειμωνιάτικος επισκέπτης...
Οι πρώτοι Κοκκινολαίμηδες κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από το Σεπτέμβριο στα περίχωρα των Αθηνών αναγγέλλοντας με λιγότερο «αποκαρδιωτικό» τρόπο την γνωστή και πρόωρη ευχή «Καλό χειμώνα». Έτσι, αν θεωρήσουμε ότι "τα χελιδόνια μας έφεραν την άνοιξη", οι κοκκινολαίμηδες δηλώνουν αυτή τη φορά τον ερχομό του χειμώνα με εξίσου ευχάριστο τρόπο.
Ο Νοέμβριος είναι ο μήνας που οι περισσότεροι πλέον Κοκκινολαίμηδες έχουν φτάσει στους μεγάλους κήπους και τα πάρκα όπου θα περάσουν την παγερή περίοδο. Σύμφωνα με τις καταγραφές της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, όλοι σχεδόν οι Κοκκινολαίμηδες που εμφανίζονται το χειμώνα στις πόλεις μας αναχωρούν για ψηλότερες και δροσερότερες τοποθεσίες το καλοκαίρι. Ένα-δύο μόλις ζευγάρια έχουν παρατηρηθεί να παραμένουν μονάχα στο φιλόξενο περιβάλλον του Εθνικού Κήπου και λίγα ακόμη στα, πιο πράσινα, βόρεια προάστια. Την ψυχρή περίοδο οι Κοκκινολαίμηδες επισκέπτονται μαζικά τις πόλεις που στην πλειοψηφία τους βρίσκονται σε χαμηλό υψόμετρο. Κι αυτό επειδή το χειμώνα έχουν πιο ήπιο κλίμα από τα δάση, ενώ συχνά οι θάμνοι των πάρκων και κήπων είναι γεμάτοι ζουμερούς καρπούς που γεμίζουν ενέργεια τα προσφιλή πουλιά.
Για να έχουν περισσότερες πιθανότητες επιβίωσης, οι Κοκκινολαίμηδες παραμένουν μοναχικοί όλο το χειμώνα ώστε να μη χρειάζεται να μοιραστούν τα αποθέματα τροφής με άλλους.
Αυτό δίνει στους Κοκκινολαίμηδες ένα ξεχωριστό χαρακτηριστικό:
Για να δηλώσουν ότι είναι θέμα επιβίωσης το να μην μοιραστούν τη λιγοστή τροφή με άλλους, καθένας κελαηδά από μια ξεχωριστή γωνιά του Πάρκου. Ακόμη και το βράδυ! Είτε είναι αρσενικός, είτε είναι θηλυκός! Ουσιαστικά το γλυκό, μελωδικό κελάηδημά τους είναι μια αυστηρή προειδοποίηση: "μην πλησιάσει κανένας άλλος Κοκκινολαίμης κοντά μου γιατί θα λογαριαστούμε!". Ακόμη και τα ζευγάρια που πέρασαν το καλοκαίρι μαζί, θα μαλώσουν εάν σμίξουν τυχαία! Πώς αλλιώς όμως θα επιβίωναν μέχρι την ερχόμενη άνοιξη;
Κατά περίεργο τρόπο, ο τόνος του κελαηδήματος των Κοκκινολαίμηδων το χειμώνα είναι ελαφρά διαφορετικός από τον ανοιξιάτικο και μάλιστα ακούγεται πιο... μελαγχολικός!
Πηγή http://park.ornithologiki.gr/gr/env/visitor_11.htm
17/10/09
«Η φίλη σου η Μιράντα»
Κάθισε στο παράθυρο και έστειλε το βλέμμα στο βάθος του δρόμου. Ήταν στενός, μα αρκετά φωτεινός καθώς από την άλλη του πλευρά υπήρχαν μόνο κάτι χαμηλά κτίσματα. Ο δρόμος ήταν ήσυχος σήμερα, χωρίς πολλά πήγαινε έλα κι ούτε πολλά αυτοκίνητα περνούσαν, ώστε να κάνουν θόρυβο ρολάροντας διακοπτόμενα πάνω στο πέτρινο πλακόστρωτο-κάνοντάς το να ακούγεται σα γέρικη γραφομηχανή. Που και που κανένα ποδήλατο μονάχα εισέβαλε στη σιωπή κόβοντας το δρόμο στα δύο σαν έναν ώριμο λωτό. Ο Μαρτέν είχε ανάψει τσιγάρο κι έβγαζε τον καπνό αργά απ’ τη μύτη-έμοιαζε έτσι με δράκο που φρουρούσε μιαν ήσυχη πύλη. Σκεφτόταν πως δυστυχώς είχε έρθει ο καιρός να επισκεφθεί τον πατέρα του. Πάντα όμως έβρισκε έναν καινούριο, έστω κι ανούσιο, λόγο για να ματαιώνει τέτοιου είδους επισκέψεις. Δεν ήξερε τι ήταν χειρότερο, οι ενοχές που του φόρτωνε ο πατέρας του ή οι άστοχες προσδοκίες που είχε για ’κείνον. Καμιά φορά σκεφτόταν πως τελικά ούτε ο ίδιος ο γέρος ήξερε για πιο πράγμα ήθελε να γκρινιάξει περισσότερο. Δε βαριέσαι, σκέφτηκε. Φίλους δεν είχε πολλούς ο Μαρτέν, μα όχι πως τον ένοιαζε και πολύ. Ούτε κοπέλα είχε, μα ούτε και γι αυτό νοιαζόταν. Το μόνο που τον πείραζε κάπως ήταν που το τηλέφωνο δεν κουδούνιζε σχεδόν ποτέ. Είχε βέβαια αρκετούς γνωστούς, από κείνους που σταματάς με το μηχανάκι για να πεις δυο κουβέντες, ή που έτσι και τους καλημέριζες, ήταν σαν να είχες κιόλας γευματίσει μαζί τους.
Έβαλε να φάει κάτι πατάτες που είχαν περισσέψει από χθες. Πήρε το δίσκο κι άραξε στον καναπέ μπροστά στην τηλεόραση. Ένας παρουσιαστής πούλαγε κάτι χαλιά, σε τιμή σοκ. Ο Μαρτέν έβαλε στο στόμα μια μπουκιά από ξερή πατάτα και την κατέβασε με λίγο ξεθυμασμένο τόνικ. Ο παρουσιαστής έδειχνε τώρα μια χειροποίητη Μπουχάρα που έμοιαζε με τεράστια κοιλάδα. Ο Μαρτέν άκουσε ξαφνικά έναν ήχο που θύμιζε βροχή. Τεντώθηκε λίγο για να δει καλύτερα, πράγματι είχε αρχίσει να βρέχει. Η μπόρα ήταν δυνατή κι απρόσμενη-όπως άλλωστε όλες οι μπόρες. Ευτυχώς που σήμερα δεν δούλευε, σκέφτηκε, γιατί θα γινόταν μούσκεμα με το μηχανάκι. Δούλευε φύλακας στα γραφεία μιας ασφαλιστικής εταιρίας. Έτσι, πήγαινε στη δουλειά όταν οι άλλοι σχόλναγαν, αφήνοντας στα γραφεία τους τα ανακατεμένα χαρτιά σαν τζάκια που σιγόκαιγαν. Ο Μαρτέν έφτανε εκεί κατά τις τεσσεράμισι, όταν είχαν φύγει όλοι, κι έπαιρνε τη σκυτάλη από το θυρωρό που εξατμιζόταν κι αυτός με το τελείωμα της βάρδιας.
Το μοναδικό παράθυρο του μικρού διαμερίσματος ήταν το άνοιγμα προς έναν κόσμο που στο Μαρτέν φαινόταν πολύ μακρινός, ένα κάδρο με κινούμενες εικόνες. Μικρά ανθρώπινα κουτιά όπου μόνο τ’ απλωμένα ρούχα στα μπαλκόνια, κρεμασμένα σαν λυπημένα χαμόγελα, έδιναν σημεία ζωής. Ήταν απίστευτη η έλλειψη ανθρώπινης παρουσίας σε μια πόλη με τόσους πολλούς ανθρώπους. Μονάχα κίνηση υπήρχε, παντού και πολλή, ατελείωτες ουρές αυτοκινήτων, κορναρίσματα, και κακαρίσματα εξατμίσεων. Λες και τα τόσα πολλά αυτοκίνητα δεν τα οδηγούσαν άνθρωποι, μα ήταν κουρδισμένα να κατοικούν μια ολόκληρη πόλη από μόνα τους, μία πόλη ολότελα φουτουριστική κι ατσάλινη. Κλείνοντας συχνά τα στόρια του παραθύρου του σφράγιζε απ’ έξω αυτόν τον κόσμο κι αυτομάτως ένιωθε πως με αυτόν τον τρόπο μεγάλωνε τον δικό του. Έπειτα ξάπλωνε ανάσκελα στον καναπέ του καρφώνοντας το βλέμμα στο ταβάνι. Ήταν κάτι που, περιέργως, του άρεσε να κάνει. Έτσι όπως ακινητοποιούσε το βλέμμα ένιωθε πως μπορούσε να παγώνει το χρόνο. Δεν σκεφτόταν τίποτε ιδιαίτερο, εικόνες περνούσαν απλά από το μυαλό του, εικόνες που μέσα στο ημίφως κατόρθωναν να σκαρφαλώνουν στον άξονα του βλέμματος φτάνοντας μέχρι το ταβάνι κι έπλεκαν ιστό. Ακούμπησε το μπουκάλι με τη μπύρα στο στέρνο. Το ταβάνι έμοιαζε να μαζεύεται σε μια γιγάντια σταγόνα. Άρχισε να γυρνά τα κανάλια για πολλή ώρα καταλήγοντας σ’ ένα τηλεμάρκετινγκ. Όλο και παράγγελνε κάτι από ένα τέτοιο κανάλι, μόνο και μόνο γιατί έκανε κέφι να μιλήσει με κάποιον στο τηλέφωνο. Τα βλέφαρά του έπεφταν τώρα. Πολύ γρήγορα η TV έγινε ένα κάδρο με κινούμενες εικόνες. Κι εκείνος, σαν κόρη φυλακισμένη σ’ έναν πύργο, έστεκε να κοιτάζει από ψηλά, έναν κόσμο που ήταν τόσο μακρινός, έτσι που να μοιάζει θολός.
Ξύπνησε στα καλά καθούμενα, μούσκεμα στον ιδρώτα. Θα ’λεγες πως αυτό το δυνατό κορνάρισμα του ’χε κάνει χάρη, απαλλάσσοντάς τον από ’κείνον τον βρωμερό εφιάλτη. Ίσως να ήταν η τρίτη φορά που έβλεπε τον ίδιο. Κρεμόταν, λέει, από τα σχοινιά ενός ασανσέρ κι εκείνο ερχόταν κατευθείαν πάνω του. Πάντα ξυπνούσε λίγο πριν το ασανσέρ προλάβει να τον συμπιέσει. Πήγε στο μπάνιο, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, έδειχνε κάπως χλωμός. Γύρισε στον καναπέ του κι άναψε ένα τσιγάρο για να χαλαρώσει. Κάπνισε το τσιγάρο του αργά, τελετουργικά. Σε κάθε εκπνοή στοίβαζε μιαν ομίχλη που κρυβόταν λιγάκι μέσα της μέχρι εκείνη να διαλυθεί. Έπειτα, έτσι άσκοπα, άρχισε να σχεδιάζει πάνω σε μια χαρτοπετσέτα. Ύστερα πήρε ένα μεγάλο κομμάτι χαρτί κι άρχισε να χωρίζει τις διαστάσεις του προσώπου. Ήξερε κάτι λίγα από σχέδιο, είχε κάνει κάτι μαθήματα στο σχολείο, μα είχε χρόνια να πιάσει μολύβι. Με απαλές γραμμές είχε κάνει τα περιγράμματα των ματιών, τα βλέφαρα, δυο λεπτά φρύδια. Εκείνος δεν ήξερε τι θα του έβγαινε, στην αρχή του φαινόταν σαν ένα νεαρό άτομο, ένα αγόρι ίσως. Τώρα επικεντρωνόταν στις κόρες που κατά έναν περίεργο τρόπο, όσο κι αν πατούσε το μολύβι, εκείνες έμοιαζαν διάφανες, φτιάχνοντας ένα αθώο και παράλληλα γυάλινο βλέμμα που σε κάρφωνε κατευθείαν στα μάτια. Παράξενο ήταν, είχε αρχίσει να ζωγραφίζει μια αόρατη μορφή που υπήρχε ήδη και τον περίμενε θαρρείς να την ολοκληρώσει.
Η ώρα είχε πάει τέσσερις, είχε το σύντομο δελτίο ειδήσεων, ένα είδος ξυπνητηριού. Ο Μαρτέν ποτέ δεν πρόφταινε να το ακούσει παρά μόνο τους αρχικούς τίτλους, όπως «έγκλημα στο πάρκο» ή «συνεχίζονται οι βομβαρδισμοί κατά των αμάχων» μα δεν τον πείραζε και πολύ που δεν θα άκουγε τη συνέχεια καθώς έπρεπε να ξεκινήσει για τη δουλειά. Όλα αυτά, έτσι κι αλλιώς, έμοιαζαν τόσο μακρινά, τόσο απρόσωπα, που έπιαναν, θαρρείς, τον ίδιο χώρο μέσα στο κουτί της τηλεόρασης, όσο και μια Μπουχάρα. Ο Μαρτέν πήρε μαζί του το σχέδιο και το μολύβι, αφού πρώτα ντύθηκε με τη στολή του φύλακα που ήταν λίγο αστεία, μα την είχε συνηθίσει. Εκείνες οι επωμίδες του σακακιού του έμοιαζαν πια με πολυκαιρισμένες βούρτσες. Όταν έφτασε, τα γραφεία ήταν έρημα. Πλανιόταν παντού μια μυρωδιά δραστηριότητας που δεν είχε προλάβει ακόμη να διαλυθεί, έτσι όπως είχαν φύγει όλοι ξαφνικά μόλις τελείωσε το οχτάωρό τους. Μυρωδιά ανάμεικτη από ανάσες, χαρτιά, καφέ, συζητήσεις, συμφωνίες, ήταν σαν ένα πεδίο μάχης μετά την οπισθοχώρηση, ή μια λεωφόρος που είχε αδειάσει ξαφνικά λόγω μιας παράξενης εντολής. Χείμαρροι χαρτιών ανάβλυζαν από τα καλαθάκια των αχρήστων, στοιβάζονταν στα γραφεία, στα ράφια, στα ντοσιέ. Θύμιζαν τις βάρκες με τους πρόσφυγες που παρακαλούσαν να μπουν στη Γαλλία, βάρκες που ήταν έτοιμες να βυθιστούν από το βάρος κι όμως παρίσταναν τις ανήξερες. Από τη θέση που καθόταν συνήθως ο Μαρτέν έβλεπε πάντα το ίδιο κομμάτι του δρόμου. Ήταν στρωμένος με κάτι μεγάλες πλάκες σε διαγώνιες λωρίδες, οχτώ στην κάθε μια. Στο πεζοδρόμιο ακριβώς κάτω από το παράθυρό του ήταν συνήθως παρκαρισμένη μια μηχανή μεγάλου κυβισμού σε μουσταρδί χρώμα. Απέναντι είχε τρεις καφετιές πόρτες, ανά τέσσερα μέτρα και δύο χαμηλά παράθυρα. Από το πρώτο έβγαινε ένας απορροφητήρας που λειτουργούσε επτά με οχτόμισι κάθε απόγευμα. Στην τελευταία πόρτα επέστρεφε κάθε βράδυ ένας νεαρός ηθοποιός, ένας κλόουν με μισοξεβαμμένο πρόσωπο. Ο Μαρτέν έβγαλε το κομμάτι χαρτί από την τσέπη του και συνέχισε το σχέδιο. Το μισοτελειωμένο ανοιχτόχρωμο αγόρι που ζητούσε συναρμολόγηση. Μυτούλα κομψή, λίγο μυτερή, μέτριο στόμα τροφαντό, θαρρείς σφραγισμένο. Ήταν ένα κορίτσι τελικά! Τελειώνοντας και το στόμα, εκείνη είχε πια αποκαλυφθεί. Άρχισε να δουλεύει τους τόνους χαϊδεύοντας με το μολύβι κάθε μικρή σκιούλα, στα ζυγωματικά, κάτω απ’ τη μύτη, στο πηγούνι. Η μορφή είχε αρχίσει να παίρνει όγκο πλέον. Μια κοπέλα με τα μαλλιά πιασμένα σε ουρά, δροσερή κι απόμακρη συνάμα. Ο Μαρτέν σηκώθηκε κι έστησε το χαρτί όρθιο στο γραφείο απέναντί του. Ξανακάθισε κι άρχισε να το κοιτάζει. Τα χείλη ήθελαν λίγη δουλίτσα ακόμα. Το ξαναπήρε στα γόνατα, κι άρχισε με τις κινήσεις του χεριού του να δίνει στο πρόσωπο ταυτότητα. Το ξανάβαλε απέναντι. Το ξαναπήρε στα γόνατα. Το ξανάβαλε απέναντι κι απόμεινε να το κοιτάζει, μέχρι που ο ήλιος που έδυε άρχισε να του χαρίζει ένα ροδαλό χρώμα στα μάγουλα. Κι έτσι, εκείνο το πορτοκαλί απόγευμα, βάφτισε το κορίτσι Μιράντα.
Τις επόμενες μέρες έπαιρνε το σχέδιο διαρκώς μαζί του. Στην αρχή τα διόρθωνε κάπως, μια γραμμούλα εδώ, μια σκιά πιο ’κει, μα έπειτα από ένα σημείο το σχέδιο όχι μόνο είχε ολοκληρωθεί, μα θαρρείς πως είχε γίνει τόσο αυτοδύναμο που σχεδόν δεν σου επέτρεπε πια να το πειράξεις. Ακόμη και τα πιο αδύναμα-τεχνικά- σημεία του είχαν απορροφηθεί λες από το σύνολο. Το έπαιρνε μαζί του στη δουλειά και το έστηνε στο γραφείο απέναντί του. Έπειτα από οχτώ ώρες το δίπλωνε και το έβαζε στο τραπεζάκι του σπιτιού του για άλλες οχτώ ώρες. Τις υπόλοιπες κοιμόταν. Το σχέδιο ήταν εκεί ό,τι κι αν έκανε ο Μαρτέν. Πήγαινε να πάρει το δίσκο με το φαγητό, χάζευε τηλεόραση, εκείνο έμοιαζε να στέκεται περήφανο σαν προτομή απέναντι κάθε του κίνηση. Στην αρχή το θαύμαζε πολύ, το είχε αναγάγει σε αντικείμενο λατρευτικής αγάπης. Κι εκείνο έμοιαζε προστατευμένο από κάποια ιερή δύναμη που δεν άφηνε κανέναν και τίποτε να το αγγίξει. Ήταν περήφανος που ένα δικό του έργο είχε απογειωθεί τόσο που έμοιαζε να μην είναι πια δικό του. Στην πραγματικότητα έδειχνε να μην είναι πια κανενός.
Σταδιακά όμως ο Μαρτέν άρχισε να νιώθει άβολα. Το σχέδιο ήταν λες και τον παρακολουθούσε φανερά τώρα πια, και με ένα παράλογο τρόπο ο Μαρτέν προσπαθούσε να κάνει αυτά που έκανε συνήθως έξω από το οπτικό πεδίο του σχεδίου. Έτρωγε στην κουζίνα, περνούσε ώρες ξαπλωμένος στο δωμάτιό το, κάπνιζε στο μπάνιο. Φυσικά είχε σταματήσει να το παίρνει μαζί του στη δουλειά για να ξεκλέψει λίγο χρόνο από το παγωμένο βλέμμα του. Ένιωθε μια παράξενη ανακούφιση καθώς άκουγε την έναρξη το σύντομου δελτίου κι έκλεινε πίσω του την πόρτα του σπιτιού του. Προς το τέλος της βάρδιας του, αφού βίωνε το άλλοτε βαρετό του ωράριο με μια αίσθηση ελευθερίας, ήταν πια πεπεισμένος ότι όλα αυτά ήταν ένα μάτσο μπούρδες που κυλούσαν μονάχα μέσα στο κεφάλι του κι έπαιρνε αγέρωχος το δρόμο για το σπίτι. Μόλις όμως αντίκριζε τη Μιράντα, ένιωθε σαν μαθητούδι που είχε κάνει σκανδαλιά, σαν να έπρεπε να απολογηθεί για όλα αυτά που μόνο εκείνος ήξερε πως τον βαραίνουν, μα και κατά ένα περίεργο τρόπο ήταν σαν να τα ήξερε όλα κι εκείνη. Το βλέμμα της είχε γίνει πια άκαρδο και τόσο άκαμπτο μπροστά στην υπόστασή του που ετοιμόρροπη πια παρακαλούσε να τον αφήσει ήσυχο, να τον συγχωρέσει και να τον αφήσει ήσυχο επιτέλους, μια για πάντα.
Ένα απόγευμα ήταν εκείνο που θα έκανε την επανάστασή του. Ήταν αποφασισμένος. Περίμενε να νιώσει δυνατός στη δουλειά, όταν θα έλειπε από το σπίτι οχτώ ώρες κι έπειτα θα γυρνούσε και θα την κατέστρεφε ολοκληρωτικά. Κι έτσι κι έγινε. Γύρισε στο σπίτι, κατευθύνθηκε με φόρα προς το σχέδιο και την άρπαξε. Την τσαλάκωσε με μια κίνηση και την πέταξε από το παράθυρο. Έπειτα απλώθηκε στον καναπέ του που τόσο τον είχε πεθυμήσει. Έριξε έναν ύπνο αξιοζήλευτο κι όταν ξύπνησε πήρε μία μπύρα κι άνοιξε την τηλεόραση. Άναψε ένα τσιγάρο, ρίχνοντας κλεφτές ματιές εκεί όπου βρισκόταν άλλοτε το σχέδιο, επαληθεύοντας την ελευθερία του. Ακόμη και το ίδιο το φως είχε αλλάξει μέσα στο σπίτι και η ελευθερία του είχε, θαρρείς, τη μυρωδιά της θάλασσας. Τότε όμως έγινε κάτι αναπάντεχο. Χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτάς του, πράγμα που θα μπορούσε, βέβαια, να θεωρηθεί από μόνο του αναπάντεχο, όμως δεν επρόκειτο γι αυτό. Ήταν η θυρωρός, μια στρουμπουλή γυναίκα με φακιόλι και του είπε πως τον ζήτησε μια κοπέλα, που θα ξαναπερνούσε. Ο Μαρτέν πάγωσε. Με μικρές κοφτές ανάσες τη ρώτησε αν η κοπέλα άφησε όνομα κι η γυναίκα με το φακιόλι είπε πως δεν ήταν σίγουρη, αλλά απ’ ότι θυμόταν την έλεγαν Μιράντα. Ο Μαρτέν σάστισε τόσο που της έκλεισε την πόρτα κατάμουτρα. Κάθισε πίσω από την πόρτα και έσφιξε τον εαυτό του με τα δυο του χέρια. Κρύος ιδρώτας ανάβλυζε από το μέτωπό του κι ένιωθε μια ζάλη κι έναν ίλιγγο ίδιο με τη ρόδα του λούνα παρκ. Όχι, δεν μπορεί! Δεν γινόταν να ήταν αληθινά όλα αυτά, ο Μαρτέν έπιασε το κεφάλι του, τα μηνίγγια χτυπούσαν σαν τρελά. Δεν είναι αλήθεια! Δεν ήξερε τι ήταν αληθινό και τι όχι, έκανε μια αυθόρμητη κίνηση απελπισίας τρέχοντας στο τηλέφωνο για να καλέσει κάποιον σε βοήθεια, μα συνειδητοποίησε πως δεν είχε κανέναν. Σε κάθε γωνιά του σπιτιού ένιωθε τα μηνίγγια του να χτυπούν στα τοιχώματα του κεφαλιού του σαν να τα είχε κλειδώσει κάποιος μέσα. Η Μιράντα! Υπήρχε! Υπήρχε; Ο Μαρτέν άρχισε να τρέχει μέσα στο σπίτι ουρλιάζοντας σαν τρελός, χτυπούσε στα έπιπλα φωνάζοντας πως δεν ήταν αλήθεια. Έπειτα άρχισε να τρέχει από την κουζίνα μέχρι το σαλόνι και σαν να μην ήθελε να κόψει ταχύτητα, βούτηξε από το παράθυρο σε ’κείνον τον ήσυχο δρόμο που σε λίγο θα γέμιζε περιπολικά, κόσμο και θόρυβο.
Το πλακόστρωτο είχε βαφτεί κόκκινο. Ο Μαρτέν είχε χάσει τις αισθήσεις του. Το ασθενοφόρο ανταποκρίθηκε αμέσως και μετέφεραν προσεχτικά το ταλαιπωρημένο σώμα σε ένα φορείο. Ρωτούσαν για κάποιον συγγενή αλλά μάταια, δεν ήξερε τίποτε κανείς. Η αστυνομία προσπαθούσε να απομακρύνει τον κόσμο κι όλα τα μπαλκόνια τριγύρω είχαν κόσμο που έβλεπε από ψηλά, πρώτη φορά θα έλεγες πως είχε τόσο κόσμο στα μπαλκόνια. Ένα σούσουρο ήταν το μόνο που μπορούσες ν’ ακούσεις. Εκείνη την ώρα μια κοπέλα πάρκαρε το μηχανάκι της και ζήτησε από τη θυρωρό να μάθει αν είχε γυρίσει ο Μαρτέν. Η γυναίκα με το φακιόλι της έδειξε διστακτικά το δυστύχημα. Εκείνη είδε, μα δεν είχε καταλάβει και ξαναζήτησε τον Μαρτέν. Της θύμισε πως είχε περάσει πρωτύτερα και της είπε πως είχε μια παράδοση για ’κείνον, κάτι που είχε παραγγείλει ο κύριος Μαρτέν Σαρό από ένα τηλεμάρκετινγκ. Την ίδια την έλεγαν Μιράντα. Η θυρωρός έδειξε πάλι προς το δυστύχημα και τότε η κοπέλα κατάλαβε. Καθώς δεν ήξερε τι να κάνει άφησε αμήχανα τον αποχυμωτή στη θυρωρό, εκείνη ήξερε καλύτερα. Έπειτα καβάλησε το μηχανάκι της κι έγινε καπνός. Σε λίγο το ασθενοφόρο έφυγε το ίδιο σβέλτα κι ο κόσμος διαλύθηκε σιγά σιγά. Οι άνθρωποι απ’ τα μπαλκόνια μπήκαν μέσα σφραγίζοντας τις μπαλκονόπορτες κι απόμειναν τα ρούχα με τα λυπημένα χαμόγελα ν’ αντικρίζουν τις πλάκες σε διαγώνιες λωρίδες, οχτώ στην κάθε μια. Ξ.Π.
copyright no11509-2009
16/10/09
Alberto Giacometti
“Μια μέρα, ενώ ήθελα να ζωγραφίσω ένα νέο κορίτσι, κάτι με εντυπωσίασε. Είδα δηλαδή ξαφνικά, ότι το μοναδικό πράγμα που έμενε ζωντανό, ήταν το βλέμμα. Το υπόλοιπο, το κεφάλι, μεταμορφωνόταν σε κρανίο, γινόταν σιγά-σιγά σαν νεκροκεφαλή. Αυτό που έκανε τη διαφορά μεταξύ θανάτου και προσώπου, ήταν το βλέμμα. Εάν το βλέμμα, δηλαδή η ζωή, γίνεται η ουσία, δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι είναι το κεφάλι που είναι η ουσία. Το υπόλοιπο σώμα υποβιβάζεται σε ένα ρόλο κεραίας που καθιστά δυνατή τη ζωή των ανθρώπων, μια ζωή πάντως, που βρίσκεται μέσα στο κεφάλι.”
Απόσπασμα από συνέντευξη του AlbertoGiacometti στον André Perinaud (1962)
8/10/09
Άγιος Φραγκίσκος της Ασίζης, 1182 - 1226
Στον 12ο αιώνα ζούσε στην Ασίζη, στην περιοχή της Ούμπρια, μιας εύφορης γης της Ιταλίας, ο Πιέτρο Μπερναρντόνε, πλούσιος υφασματέμπορος, μαζί με την γυναίκα του την Ντόμινα Πίκα. Ο Μπερναρντόνε έκανε μακρινά ταξίδια σε διάφορες πόλεις και χώρες για να αγοράσει από αυτές τα υφάσματά του. Η ζωή των εμπόρων την εποχή εκείνη δεν ήταν όπως σήμερα. Περιπλανιόνταν στις διάφορες πόλεις βάζοντας σε κίνδυνο την ζωή τους, μετέφεραν ειδήσεις από τον ένα τόπο στον άλλο, γίνονταν αγγελιοφόροι διδασκαλιών, τραγουδιών και ειδήσεων, μετέφεραν με λίγα λόγια τις σκέψεις και τις διδασκαλίες σοφών ανθρώπων.Ήταν μια εποχή που ο κόσμος δυσφορούσε, η εκκλησία είχε μεγάλη δύναμη, καταδυνάστευε τον φτωχό λαό και όποιος ξεσηκωνόταν, τον κυνηγούσε σαν αιρετικό και αποστάτη. Σε αυτούς τους καιρούς η Ντόμινα Πίκα γέννησε το 1182 στην Ασίζη ένα αγόρι και αποφάσισε να του δώσει το όνομα Τζιοβάνι. Λέγεται πως την ημέρα της βάπτισης του νεογέννητου μπήκε στο σπίτι ένας άγνωστος γέρος, ζήτησε να δει το παιδί και, όταν το πήρε στα χέρια του, προφήτεψε πως θα είχε εξαίσιο πεπρωμένο. Όταν ο πατέρας ο Πιέτρο Μπερνεντόνε γύρισε από ένα ταξίδι του στην Γαλλία και είδε το νεογέννητο, του έδωσε άλλο ένα όνομα, το όνομα Φραγκίσκος, το οποίο του έμεινε για πάντα.Μεγαλώνοντας ο Φραγκίσκος, έφηβος πια, ονειρευόταν να γίνει ιππότης και τροβαδούρος. Μιλούσε από μικρός την γαλλική γλώσσα, εξασκούνταν στα όπλα, διασκέδαζε και χωρίς να είναι ευγενής -λόγω του πλούτου του πατέρα του- έκανε παρέα με όλους τους νεαρούς αριστοκράτες.Κάποια στιγμή η ισχυρή πόλη της Περούτζια κήρυξε πόλεμο κατά της Ασσίζης και τη νίκησε σε μία και μόνο μάχη. Σ' αυτή τη μάχη πολέμησε και ο Φραγκίσκος μαζί με πολλούς από τους συντρόφους του. Πιάστηκε αιχμάλωτος από τον εχθρό και οδηγήθηκε στην Περούτζια, όπου έμεινε φυλακισμένος έναν ολόκληρο χρόνο. Επέστρεψε στην Ασσίζη στο τέλος πια του 1203.Στην διάρκεια της πολύμηνης αυτής αιχμαλωσίας, δεν έχασε την αισιοδοξία και την ενεργητικότητά του. Διασκέδαζε, παρηγορούσε τους άλλους αιχμαλώτους κι ονειρευόταν τη ζωή των ιπποτών και τη δόξα του πολέμου. Και πριν καλά-καλά αποφυλακιστεί και φύγει από την Περούτζια, ξανάρχισε την παλιά του ζωή, πλούσια σε ακολασία, υπεροψία και σπατάλη. Ρίχτηκε αχόρταγος στις κοσμικές απολαύσεις. Μετά από λίγο καιρό, ο Φραγκίσκος αρρώστησε βαριά κι ένιωσε πάνω του το αόρατο χέρι του θανάτου. Τότε άρχισε να αντιλαμβάνεται πως μια τέτοια ζωή δεν θα μπορούσε να τον οδηγήσει σε καμιά αυτάρκεια κι εσωτερική γαλήνη. Όμως αγνοούσε τον τρόπο που θα μπορούσε να προσεγγίσει αυτά τα αγαθά. Έτσι ξανακύλησε στην ασωτία και την καλοπέραση, ενώ μέσα του αναζητούσε σταθερά μια ευγενέστερη δόξα και πραγματική τιμή. Από τα λεγόμενά του μάλιστα φαίνεται ότι ονειρευόταν να γίνει ένας άρχοντας ή ένας παντοδύναμος ιππότης, γιατί πίστευε πως ο ιπποτισμός περιλάμβανε κάθε τι το υψηλό και το ιερό.Τότε ακούστηκε η είδηση, πως στα νότια της Ιταλίας εξεστράτευε ο κύριος Βάλτερ φον Μπριέν στην υπηρεσία του Πάπα. Διάφοροι θαρραλέοι κι ανήσυχοι άντρες κι έφηβοι από παντού αποφάσισαν να τραβήξουν κατά κει, γιατί ο κύριος Βάλτερ φον Μπριέν είχε τη φήμη μεγάλου ήρωα και ιππότη. Η είδηση αυτή κέντρισε το ενδιαφέρον του νεαρού Φραγκίσκου που έφυγε για την Νότια Ιταλία. Όμως, στο Σπολέτο τον κυρίεψε ένας πυρετός κι αποφάσισε να επιστρέψει γρήγορα στην Ασσίζη, ενώ την υπέροχη πανοπλία του τη χάρισε σ' έναν φτωχό ευγενή.Οι γονείς του και οι άλλοι κάτοικοι της πόλης, τον κορόιδευαν που πίστευε και διαλαλούσε πως θα γύριζε τάχα στην πατρίδα του σαν ένας δοξασμένος άρχοντας. Τον είχε κυριέψει θλίψη και ζητούσε την λύτρωση από τον ουρανό. Κάποια μέρα οι παλιοί φίλοι του τον παρακίνησαν να τους παραθέσει ένα δείπνο, όπως παλιά, και να χαρεί μαζί τους. Ο Φραγκίσκος ετοίμασε ένα πλουσιοπάροχο και ακριβό γεύμα και τους κάλεσε. Όταν εκείνοι ήρθαν, τον ανακήρυξαν βασιλιά του συμποσίου και, όπως ήταν το έθιμο της εποχής, του πρόσφεραν ένα ραβδί κι ένα σκήπτρο.Οι μεθυσμένοι του σύντροφοι τον περικύκλωσαν κι άρχισαν να τον τραβολογούν πειράζοντας τον. Και όταν οι φίλοι του απομακρύνθηκαν εκείνος άφησε απ' το χέρι του να πέσει το σκήπτρο που κρατούσε ως εκείνη τη στιγμή. Μαζί με το ραβδί αυτό πετούσε με μια κίνηση από πάνω του κι όλη τη μέχρι τότε ζωή του. Και αποφάσισε να παντρευτεί μια παράξενη νύφη, την φτώχεια. Θυμήθηκε ότι ο άνθρωπος δεν είναι παρά ένας περαστικός επισκέπτης, ένας οδοιπόρος που πλανιέται πάνω σ' αυτή τη γη, από τη ζωή ως το θάνατο, χωρίς τελικά να μπορεί να πάρει μαζί του τίποτα το υλικό. Έτσι διάλεξε για οδηγό του το Θεό.Από τότε ο γιος του πλούσιου κύριου Μπερναρντόνε άφησε τη συντροφιά των νέων της αριστοκρατίας, τα παιχνίδια και την καλοπέραση, και αναζητούσε τη μοναξιά και την παρέα των φτωχών και καταφρονεμένων. Ελεούσε τους ζητιάνους, και του εμψύχωνε. Η ορμή της ταπεινής του αγάπης τον οδηγούσε στους κατώτερους και τους πιο περιφρονημένους. Αποφάσισε να αφοσιωθεί σε όλους τους κατατρεγμένους κι αυτοί οι καταφρονεμένοι τον αντάμειψαν με τέτοιες τρυφερές ευχαριστίες, που ο Φραγκίσκος έπαιρνε θάρρος κι έβρισκε σ' αυτούς παρηγοριά, όταν οι φίλοι του κι ο πατέρας του τον έβριζαν και τον αποκαλούσαν τρελό.Κάποτε αποφάσισε να κάνει ένα προσκύνημα στη Ρώμη. Εκεί, αντάλλαξε τα ρούχα του με αυτά ενός ζητιάνου και πήρε τη θέση του. Τότε κατάλαβε πως άδικα έψαχνε τη σωτηρία στη Ρώμη και την παπική αυλή και, επειδή δοκίμασε για πρώτη φορά με τα ρούχα εκείνου του ζητιάνου την αληθινή φτώχεια, αποφάσισε έκτοτε να της μείνει πιστός.Επιστρέφοντας από την Ρώμη πούλησε ό,τι του ανήκε από την πατρική του περιουσία, ακόμα και το άλογό του, κι έδωσε τα χρήματα σ΄ ένα παρεκκλήσι, το οποίο ήταν ερειπωμένο και το ξανάκτισε με τα χέρια του. Οι σχέσεις με τον πατέρα του είχαν έλθει πλέον οριστικά σε ρήξη.
Ο Φραγκίσκος αγάπησε την Πορτιούνκολα, την έκανε καταφύγιό του. Τότε, όταν επισκεύασε με μεγάλο κόπο κι αυτή την εκκλησία, άκουσε μέσα σ' αυτόν τον ιερό χώρο τη φωνή του Θεού κι αντίκρισε καθαρότερα το σκοπό της ζωής του. Από τότε ο Φραγκίσκος άρχισε να κηρύττει το λόγο του Θεού Τα λόγια του δεν ήταν λόγια ενός ονειροπαρμένου πολυλογά. Μιλούσε στους χωρικούς σαν χωρικός, στους αστούς σαν αστός, στους ιππότες σαν ιππότης, κι έλεγε στον καθένα τους αυτό που θα συγκινούσε την καρδιά του.Ο λόγος του ήταν απλός και γεμάτος αγάπη. Δεν απαιτούσε απ' τους άλλους να κάνουν κάτι που οι ίδιοι δεν ήταν έτοιμοι γι' αυτό. Δεν απαιτούσε σεβασμό για το άτομό του, αλλά προσαρμοζόταν στις απαιτήσεις του καθενός.Ο Φραγκίσκος συνήθιζε να αποκαλεί τον εαυτό του και τους αδελφούς του juculatores Domini, δηλαδή τροβαδούρους του Θεού, γιατί εξυμνούσαν τον Θεό σαν τροβαδούροι και τραγουδιστές. Σύντομα ο λαός τον ονόμασε, εξ αιτίας της θεληματικής του φτώχειας, il Poverello, δηλαδή "ο φτωχούλης" κι έτσι τον λένε ακόμα και σήμερα. Βέβαια, δεν έλειψαν και οι δύσκολες ώρες και οι διώξεις. Οι οικογένειες, που οι γιοι τους είχαν ακολουθήσει τον Φραγκίσκο, τον κατηγόρησαν πως διέφθειρε τους νέους και τους απομάκρυνε από τους γονείς τους . Τώρα πια είχε πιστούς και μαθητές. Πράγμα που προκαλούσε δυσφορία στην εκκλησία και άρχισαν να τον κατηγορούν για αιρετικό. Αποφάσισε να πάει στην Ρώμη να μιλήσει με τον Πάπα, μαζί με τον αδελφό Βερνάρδο από το Κουινταβάλλε.Στη Ρώμη Πάπας ήταν ο Ινοκέντιος ο Γ΄, χαρακτήρας καθόλου ήπιος. Διοικούσε την από παντού απειλούμενη ρωμαϊκή εκκλησία με μεγάλο σθένος, όχι σαν τρυφερός ποιμένας, αλλά σαν ένας βίαιος και μαχητικός άρχοντας. Στη Ρώμη οι άντρες από την Ασίζη, που δεν επιθυμούσαν τίποτε άλλο παρά να ζουν στη φτώχεια και στην εγκράτεια κηρύττοντας χωρίς ανταμοιβή τη διδασκαλία του Σωτήρα, προκάλεσαν μεγάλη απορία. Όμως ο Πάπας και ο καρδινάλιος Τζιοβάνι του Αγίου Πέτρου κατάλαβαν αμέσως τη δύναμη που έκρυβαν μέσα τους οι φτωχοί κι άμαθοι αυτοί άνθρωποι και άρχισαν να συλλογίζονται την υπόθεση αυτή πολύ σοβαρά. Ο Φραγκίσκος παρακάλεσε τον Πάπα να εγκρίνει έναν απλό κανονισμό που είχε συντάξει ο ίδιος για την αδελφότητα και που τον αποτελούσαν περικοπές του Ευαγγελίου και έτσι και έγινε, πράγμα που τον έκανε να επιστρέψει στην Ασίζη .Ο Φραγκίσκος, ως εκλεκτός του Θεού, γνώρισε την ομορφιά της γης, έτσι που σπάνια άλλος ποιητής την έχει γνωρίσει. Και αγάπησε την κάθε μικρή και μεγάλη ύπαρξη, κι αυτές του ανταπέδωσαν την αγάπη τους μιλώντας του. Φυσικά γνώριζε καλά πως πάνω στη γη τίποτα δεν είναι άψυχο και αντιμετώπιζε την κάθε ψυχή, ακόμα κι αυτή ενός φυτού ή μιας πέτρας, με αδελφικό σεβασμό και αγάπη.Όταν μαθεύτηκε στην Ασίζη πως ο Φραγκίσκος πήρε άδεια από τον Πάπα να κηρύττει ελεύθερα, ο λαός ένιωσε μια τρομερή επιθυμία να τον ακούσει κι επειδή οι άλλες εκκλησίες ήταν πολύ μικρές, χρειάστηκε να μιλήσει στον καθεδρικό ναό της. Ο λαός τον αγαπούσε και του αφοσιωνόταν όλο και περισσότερο, και υπήρχαν από τότε κιόλας πολλοί που τον αποκαλούσαν Άγιο.Απ' αυτή την εποχή και μετά ο Φραγκίσκος προσπαθούσε με όλες τους τις δυνάμεις να μεγαλώσει το Τάγμα των Μινοριτών και να το διευθύνει όσο το δυνατόν καλύτερα. Το καλοκαίρι του 1224, γεμάτος φροντίδες και προαισθανόμενος ίσως το θάνατό του, πήγε στο αγαπημένο του βουνό Αλβέρνο. Ήταν τόσο πολύ κουρασμένος που αναγκάστηκε, παρά τις συνήθειές του, ν' ανέβει σ' ένα μουλάρι. Αφού άφησε πίσω του τους τρεις αδελφούς που τον είχαν συνοδέψει, μπήκε μόνος του στο δάσος, έφτιαξε μια μικρή καλύβα και έμεινε για ένα μεγάλο διάστημα. Στους θρύλους αναφέρεται πως εδώ ακριβώς του παρουσιάστηκε ο Εσταυρωμένος και του χάρισε τα ιερά στίγματα του σώματός του. Λίγο αργότερα έπεσε σε μια ακόμα μεγαλύτερη αδυναμία και μια οδυνηρή αρρώστια των ματιών τον έστειλε για ένα μεγάλο διάστημα στον Άγιο Δαμιανό.
Παρ' όλους όμως τους πόνους του, χαμογελούσε πάντα, δόξαζε και υμνούσε τον Θεό κι όταν κείτονταν μόνος και τυφλός στην καλύβα του, τραγουδούσε ενθουσιώδη άσματα. Εκεί συνέθεσε και τον "Ύμνο του Ήλιου".Σ'αυτή την κατάσταση τον μετέφεραν στο Μόντε Κολόμβο και στο Ριέτι. Η πάθησή του είχε χειροτερέψει περισσότερο και οι γιατροί, μη ξέροντας τι άλλο να κάνουν, του έκαιγαν το μέτωπο με ένα πυρωμένο σίδερο. Όταν πλησίασαν για πρώτη φορά στο κρεβάτι του με το φριχτό εργαλείο, ο άρρωστος υποδέχτηκε με χαρά τη φωτιά κι αναφώνησε: "Ω αδερφή φωτιά, που λάμπεις όμορφη ανάμεσα στ' άλλα δημιουργήματα κι εγώ πάντα σ' αγαπούσα, δείξε μου τώρα έλεος!" Μετά παρακάλεσε έναν αδελφό να του παίξει μουσική, εκείνος όμως αρνήθηκε να το κάνει. Τότε ο Φραγκίσκος άκουσε μέσα στη νύχτα έναν άγγελο Κυρίου να παίζει τις γλυκές κι απερίγραπτα εξαίσιες μουσικές του Παραδείσου.Όταν ένιωσε το τέλος να πλησιάζει, ζήτησε και τον μετέφεραν με μεγάλο κόπο στον τόπο του, στην Ασίζη. Από το κρεβάτι του θανάτου υπαγόρευσε ακόμα ένα γράμμα, όπου ικέτευε γονατιστός, μ' όλη του την καρδιά, την ανθρωπότητα, να θυμάται την ψυχή της. Όταν ρώτησε το γιατρό πόσο ακόμα θα ζούσε κι αυτός του απάντησε: "Για λίγο", άνοιξε τα χέρια του και είπε: "Σε καλωσορίζω αδελφέ Θάνατε!" Ύστερα άρχισε να τραγουδά κι έπρεπε να τραγουδούν μαζί του και όλοι οι παρευρισκόμενοι φίλοι του.Λίγες μέρες πριν από το τέλος του ζήτησε να τον πάνε στην Πορτιούνκολα, που την αγαπούσε και τη θεωρούσε πατρίδα του. Πέθανε στις 3 Οκτωβρίου του 1226, κατά το βράδυ. Τη στιγμή που ξεψυχούσε, ήρθε και κάθισε πάνω στη στέγη της καλύβας του ένα μεγάλο σμάρι κορυδαλλών και άρχισε να τραγουδά μελωδικά και δυνατά.
Πηγή: biographies.nea-acropoli.gr/index.php?...
Ίσως η πιο όμορφη εκκλησία που έχω δει στην Ιταλία -κι έχω δει αρκετές συμπεριλαμβανομένων και των καθεδρικών Μιλάνου, Σιένας, Φλωρεντίας. Αλλά η Βασιλική του Αγίου Φραγκίσκου στην Ασσίζη είναι άλλο πράγμα, μπαίνεις και σ ακουμπά κατευθείαν στην ψυχή. Θες το χρώμα της, ο χώρος, οι τοιχογραφίες του Τζόττο αλλά και του Λορεντζέττι στο παρεκκλήσι, δεν ξέρω, υπάρχει κάτι που το συνάντησα μονάχα εκεί. Επισκέφτηκα την Ασσίζη στις 3 Οκτωβρίου, στην επέτειο του Αγίου Φραγκίσκου, ενός από τους μεγαλύτερους αγίους του Καθολικισμού, που αναπάυεται στο παρεκκλήσι Basilica Superiore. Είμαι ορθόδοξη αλλά και τί μ' αυτό; Ένα μυστηριακό μέρος έχει τόση γλύκα, και καλεί τόσο απρόσμενα την ψυχή σου που το μόνο που θέλεις είναι να πάς να προσκυνήσεις. Για την Ασσίζη τί να πω, είναι σαν να μπαίνεις σε παραμύθι. Μεσαιωνική, φινετσάτη, μυστηριακή. Θα πρότεινα ανεπιφύλακτα να επισκεφτεί κανείς την Ασσίζη. Αξίζει...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)