Βαρέθηκα τον διασυρμό. Περισσότερο βαρέθηκα να κάθομαι δακρύβρεχτη στην κουπαστή ενός καραβιού ακυβέρνητου με ένα κομματάκι ψωμί στο χέρι και τυλιγμένη με κουρέλια να το σφίγγω σαν το τελευταίο μου εφόδιο. Είναι κακομοιριά, αρνούμαι να ζήσω ή να πεθάνω με κακομοιριά, δε μου το επιτρέπει το παρελθόν μας. Από πότε λουφάξαμε και περιμένουμε να δούμε να μας αφαιρούν ένα ένα τα ζωτικά μας όργανα; Τί είναι αυτό που μας καθηλώνει; Ποιό είναι το αντίδοτο του εξατμισμένου θυμού; Για σας και για μενα μιλάω, πάντα απ τους νέους εξαρτώνται οι εξεγέρσεις, γιατί κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου –φόβου- περιμένοντας να δούμε τι θα φέρει το ξημέρωμα; Τίποτα δε θα φέρει, ερήμωση και καταστροφή θα φέρει. Γιατί στο σκοτάδι θα εξαφανίζονται ολοένα και περισσότερα πράγματα που θα παίρνει κάποιο ξένο χέρι και το πρωί απλά θα συνειδητοποιούμε ότι δεν βρίσκονται πια εκεί. Ποιός από τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους έδειξε ουσιαστική δράση; Κανείς. Ποιός από τους κλέφτες τιμωρήθηκε; Κανείς. Τί περιμένουν οι γονείς που τα παιδιά τους λιποθυμούν από την πείνα στα σχολεία και κοιμούνται στ΄αυτοκίνητα; Να μας δείξουν έλεος; Είδατε ποτέ κατακτητή να δείχνει έλεος; Ή μήπως είδατε γονατισμένο πρόγονό μας να το ζητά; Για μας χτυπά η καμπάνα, κι αν θέλετε να φύγετε και ν΄ αφήσετε πίσω γέρους και μετανάστες να γυαλίζουν τα παπούτσια των κατακτητών, ώρα σας καλή. Οι υπόλοιποι όμως, που θα μείνουμε, δε νομίζετε ότι έχουμε χρέος να αντισταθούμε σθεναρά; Ή μήπως να στολίσουμε δέντρα σαν να κυλάει η ζωή με κάπως λιγότερη ευδιαθεσία και να φάμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα «όσο έχουμε ακόμα»; Ποιός το ορίζει αυτό το «όσο έχουμε»; Κάποιος που δεν ξέρουμε, που μονάχα υποθέτουμε, ναι, ο εχθρός είναι αόρατος. Ας αρχίσουμε λοιπόν από αυτούς που γνωρίζουμε, κι είναι τρακόσιοι. Αυτούς που ζητάνε αναδρομικά των κλεψιών τους 240 εκ. και δε σταματάνε πουθενά. Τουλάχιστον για να μην ντρεπόμαστε όταν μια γιαγιά απλώνει το χέρι χωρίς να μας κοιτάζει. Ο πρώτος φόνος λοιπόν πρέπει να είναι του φόβου. Τίποτα δεν έχουμε να χάσουμε από αυτά που με τόση καρτερικότητα φυλάσσουμε. Γιατί τίποτα δεν ήταν και δεν είναι δικό μας. Ούτε η θεσούλα με τη σύμβαση, ούτε ό,τι μας πλασσάρανε να επιθυμήσουμε και να το πληρώνουμε με δόσεις είναι δικό μας, ούτε το σπίτι με το στεγαστικό, ούτε η ίδια μας η πατρίδα που τη σκυλεύουν ακόμα δεν πεθάναμε. Κάθε μέρα παραξενέυομαι κι αναρωτιέμαι, ένα πένθος έχει τέσσερα στάδια, σοκ, πόνο, οργή, θλίψη. Εμείς σε ποιό ακριβώς βρισκόμαστε; Γιατί όπου και να ψάξω το θυμό, δεν τον βρίσκω πουθενά. Η μόνη λύση είναι να ξυπνήσει η οργή, αυτή που με τόση μαεστρία ξέρουν να καταπνίγουν στο φόβο. Ένα ποτάμι έχει τεράστια ορμή, ένα ποτάμι οργισμένο μπορεί να κάνει θαύματα. Ακόμη και η ζωή μας να χαθεί τουλάχιστον θα μείνει η αξιοπρέπεια, απόγονε του Αχιλλέα, αν είσαι ακόμα, έσο έτοιμος.
VIEW
by xenia pap
Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .
12/12/11
18/11/11
ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΛΕΚΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ
Έπαψα να πιστεύω στο τυχαίο, στο σπουδαίο και στα δυο ταυτόχρονα. Δεν κυνηγάω πλέον να εξηγήσω το τυχαίο, δεν επιδιώκω να το δω ως ορόσημο και ειδικά δεν προσπαθώ ν’ αδράξω την ευκαιρία του τυχαίου για ν’ αλλάξω καταστάσεις ζωής. Κακώς.
Από την άλλη πλευρά, δεν με καλύπτει πια το σπουδαίο. Το θεωρώ μια καθαρά υποκειμενική κρίση και ό,τι θεωρείται αντικειμενικά σπουδαίο δεν είναι παρά μία συλλογική θεώρηση υποκειμενικών κρίσεων που συγκλίνουν, ώστε να βγει ένα πόρισμα για τη σπουδαιότητα μιας αξίας.
Ό,τι θεωρείται σπουδαίο ίσως έτσι να φαίνεται κάτω από τη δύναμη της συνήθειας, που είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε είδους σπουδαίο. Ένας «σπουδαίος καφές» κερδίζει το αξίωμά του περισσότερο από την ανάγκη μας για καφεΐνη παρά απ’ την πλούσια γεύση του.
Επομένως δεν υπάρχουν κριτήρια για το σπουδαίο. Και φυσικά δεν μπορεί το σπουδαίο να συμβεί τυχαία, αφού γίνεται βήμα βήμα ενώ στην περίπτωση του τυχαίου απλά διαταράσσεται το επαναλαμβανόμενο. Το τυχαίο όμως είναι σπουδαίο, γιατί μπορεί από μόνο του να δρομολογήσει ικανότητες, καταστάσεις και να καταργήσει συνήθειες.
Θα μπορούσε όμως μια σειρά συμπτώσεων να οδηγήσει στο σπουδαίο; Αν, ναι, τότε αυτόματα καταλύεται ο αρχικός συλλογισμός πως το σπουδαίο συμβαίνει τυχαία. Προφανώς βρισκόμαστε σε αδιέξοδο και να που η εξίσωσή μας σ’ αυτό το σημείο παραμένει άλυτη.
Αν ξαναγυρίσουμε όμως στο αρχικό στάδιο του συλλογισμού, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι το αντικειμενικά σπουδαίο δεν μπορεί έτσι απλά να τύχει, ενώ το υποκειμενικά σπουδαίο μπορεί να βασιστεί σε συμπτώσεις.
Διότι αν σ’ αυτό το σημείο προσθέσουμε στην εξίσωσή μας τη λέξη «εξέλιξη», κι αφαιρέσουμε λέξεις όπως «πρότυπα», «κλισέ» και «στασιμότητα», είναι αυτόματα εξηγήσιμο πως η έννοια του σπουδαίου πρέπει ν’ αναφέρεται σε μεμονωμένες ενέργειες που αποτελούν μέρος της παγκόσμιας προόδου κι όχι σε πρόσωπα-πρότυπα του σπουδαίου.
Μιλάμε δηλαδή ετούτη τη στιγμή για μία μηχανή καθολικής προόδου όπου τα πρόσωπα-εργάτες του σπουδαίου διατηρούν την ανωνυμία τους, μιλάμε για ποιοτική επιλογή έργου του κάθε ατόμου, δηλαδή για ένα αυστηρό σχολείο, όπου η παραγωγή των μαθητών ελέγχεται αξιοκρατικά χωρίς να επεισέρχονται παράγοντες κοινωνικής προέλευσης, όπως δόξα χρήμα, κοινωνική καταξίωση, ταξικές διαφορές. Ξ.Π. (1992)
4/3/11
Δελτίο τύπου Γιατρών του Κόσμου
Οι γυναίκες-μέλη των Γιατρών του Κόσμου Θεσσαλονίκης συναντιούνται στις 8 Μαρτίου στην Γιορτή της Γυναίκας
Οι γυναίκες –μέλη των Γιατρών του Κόσμου συναντιούνται στις 8 Μαρτίου, ημέρα της γιορτής της γυναίκας για ένα ποτό στο Φουαγιέ- καφέ του Κινηματογράφου Ολύμπιον.
Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 8.30μ.μ. και είναι ανοιχτή πρόσκληση σε όλες τις γυναίκες, ενώ μέλη της οργάνωσης θα μιλήσουν για την εθελοντική δράση της γυναίκας σήμερα.
Σας περιμένουμε για μία όμορφη βραδιά με κουβεντούλα στο καφέ του Ολύμπιον με θέα την Αριστοτέλους. Είσοδος με ποτό 10 ευρώ.
Τα έσοδα θα διατεθούν για την αγορά πρώτων ειδών ανάγκης (γάλατα & κρέμες) σε άπορες οικογένειες.
Χρύσα Μπαντίνου
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ 65Τ.Κ.: 54630 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ
ΤΗΛ./FAX: 2310566641E-MAIL : mdmthe@otenet.gr
28/2/11
Μιγκέλ Ερνάντεθ, o ποιητής του λαού
Το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936-1939) σημαδεύτηκε από την αποδυνάμωση των λογοτεχνικών φωνών της χώρας. Πολλοί λογοτέχνες δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας, ενώ άλλοι βρέθηκαν έγκλειστοι σε φυλακές, υπό αξιοθρήνητες συνθήκες, για πολλά χρόνια, όπως ο ποιητής Μιγκέλ Ερνάντεθ, ο οποίος πέθανε στη φυλακή του Αλικάντε, θύμα της καταπίεσης του καθεστώτος του δικτάτορα Φράνκο.
Η Ισπανία γιόρτασε το 2010 την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μιγκέλ Ερνάντεθ και προς τιμήν του ποιητή πραγματοποιούνται σε όλη τη χώρα εκθέσεις, ειδικές εκδόσεις των έργων του και πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μια άλλη σημαντική πτυχή της μνείας αυτής είναι η δημοσίευση εκτενών αφιερωμάτων στα σημαντικότερα πολιτιστικά περιοδικά της χώρας.
Ο Μιγκέλ Ερνάντεθ γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1910 στην Οριουέλα, μια μικρή πόλη στην ανατολική ακτή της Ισπανίας που ανήκει στην επαρχία του Αλικάντε. Ήταν γιος ενός ζωέμπορου και πέρασε την παιδική ηλικία του σε στενή επαφή με την φύση, βοηθώντας τον αδελφό του τον Βιθέντε που δούλευε ως γιδοβοσκός. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ο Μιγκέλ παρατηρεί προσεκτικά τον κύκλο της φύσης, τις εποχιακές αλλαγές, τη συμπεριφορά των ζώων, τις ιδιότητες των διαφόρων φυτών, το φεγγάρι και τα αστέρια... Αυτό το φυσικό και συνάμα ειδυλλιακό περιβάλλον θα γίνει κύριο θέμα των πρώτων ποιημάτων του. Μόνο για λίγα χρόνια ο Μιγκέλ πάει στο σχολείο, όπου θα σπουδάσει αριθμητική, γραμματική, γεωγραφία και θρησκεία.
Το 1925, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, πρέπει να εγκαταλείψει τα γράμματα για να επιστρέψει στην παλιά δουλειά του ως γιδοβοσκός. Αλλά παράλληλα, ο Μιγκέλ σπάει τη μονοτονία της ζωής του διαβάζοντας όσα βιβλία πέφτουν στα χέρια του, βιβλία που περιέχουν τα έργα των μεγαλύτερων συγγραφέων της ισπανικής γλώσσας. Μερικές φορές γράφει απλούς στίχους στη σκιά ενός δέντρου. Τα απογεύματα, που κατεβαίνει στην γειτονιά του, γνωρίζει τον Ραμόν Σιχέ και τους αδελφούς Φενόλ, στο αρτοπωλείο των οποίων γίνεται κάθε βράδυ λογοτεχνική συζήτηση. Ο Ραμόν Σιχέ, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Μούρθια, καθοδηγεί τις αναγνώσεις του Μιγκέλ και τον ενθαρρύνει να συνεχίσει την δημιουργική εργασία του. Ο νεαρός βοσκός κάνει μια μεγάλη προσπάθεια αυτοεκπαίδευσης και διαβάζει τα έργα των συγγραφέων του ισπανικού Χρυσού Αιώνα: Θερβάντες, Λόπε ντε Βέγα, Καλντερόν και Γκαρθιλάσο. Από το 1930, ο Μιγκέλ Ερνάντεθ αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε εβδομαδιαία περιοδικά όπως El Pueblo de Orihuela και σε τοπικές εφημερίδες όπως El Día de Alicante. Το όνομά του αρχίζει να γίνεται ξακουστό στις λογοτεχνικές ομάδες όλης της επαρχίας.
Τον Δεκέμβριο του 1931 ο Μιγκέλ Ερνάντεθ φτάνει στη Μαδρίτη με μια συλλογή ποιημάτων, μερικές συστάσεις και μια καρδιά γεμάτη όνειρα. Παρόλο που κάποια λογοτεχνικά περιοδικά της πρωτεύουσας ζητούν δημόσια μια θέση εργασίας για τον «γιδοβοσκό-ποιητή», οι μέρες περνούν, τα λεφτά τελειώνουν και ο ποιητής επιστρέφει απογοητευμένος στην Οριουέλα. Το 1933 γράφει το βιβλίο Perito en lunas [Ειδήμων στα φεγγάρια] και συμμετέχει σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην πόλη του και στο Αλικάντε.
Η δεύτερη απόπειρα του Ερνάντεθ για την κατάκτηση της Μαδρίτης θα γίνει την άνοιξη του 1934. Εκεί ο συγγραφέας Χοσέ Μαρία ντε Κοσίο του προσφέρει μια θέση εργασίας, και ο Μιγκέλ, σιγά-σιγά, θα γίνει μέλος ενός λογοτεχνικού κύκλου, στον οποίο ανήκουν μεγάλες λογοτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Λουίς Θερνούδα, η Μαρία Θαμπράνο, ο Μανουέλ Αλτολαγκίρε, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, ο Βιθέντε Αλειξάντρε και ο Πάμπλο Νερούδα, οι οποίοι τον οδηγούν στους δρόμους του σουρεαλισμού και του δείχνουν τις καινούργιες επαναστατικές ποιητικές μορφές, στρέφοντας τον νεαρό ποιητή προς στην ιδεολογία του κομμουνισμού. Ο Μιγκέλ Ερνάντέθ έχει ήδη αποκτήσει λογοτεχνική ωριμότητα. Από εδώ και πέρα θα γράψει τις λαμπρότερες σελίδες της ζωής του.
Η κορύφωση της ποιητικής δράσης του Ερνάντεθ συμπίπτει με τον Ισπανικό Εμφύλιο. Ο ποιητής, χωρίς δεύτερη σκέψη, παίρνει μέρος για να υπερασπιστεί την Ισπανική Δημοκρατία και μετατρέπει σε όπλο καταγγελίας την λυρική του δημιουργικότητα. Στα μέσα του πολέμου καταφέρνει να ξεφύγει για λίγο για να παντρευτεί στην Οριουέλα την Χοσεφίνα Μανρέσα στις 9 Μαρτίου του 1937. Σε λίγες μέρες ο «ποιητής-στρατιώτης» πρέπει να πάει στο πολεμικό μέτωπο στην Χαέν της Ανδαλουσίας. Ο Ερνάντεθ διαβάζει ποιήματα και εμψυχώνει τους συναδέλφους του στο μέτωπο. Ταξιδεύει συνέχεια και γράφει ασταμάτητα ποιήματα και θέατρο. Όλες αυτές οι δραστηριότητες μαζί με το άγχος του πολέμου θα του προκαλέσουν οξεία εγκεφαλική αναιμία. Δυο ποιητικές συλλογές εξέδωσε εκείνη την εποχή: Viento del pueblo [Άνεμος του λαού] (1937) και Εl hombre acecha [Ο άνθρωπος παραμονεύει] (1939).
Την άνοιξη του 1939, όταν διαπιστώνει την ήττα των Ρεπουμπλικάνων, ο Μιγκέλ Ερνάντεθ προσπαθεί να διασχίσει τα σύνορα προς την Πορτογαλία. Η πορτογαλική αστυνομία, όμως, τον παραδίδει στις ισπανικές αρχές. Αρχίζει τότε μια μακριά πορεία σε πολλές φυλακές της Ισπανίας: Σεβίλλη, Μαδρίτη, Οκάνια, Αλικάντε... όπου πέθανε από οξεία πνευμονική φυματίωση στις 28 Μαρτίου του 1942. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα τριάντα δυο του χρόνια.
Αν και ο Μιγκέλ Ερνάντεθ έγραψε σε ένα ποίημα: «Callo después de muerto» (Σωπαίνω μετά το θάνατό μου), η αλήθεια είναι ότι ο ποιητής της Οριουέλα συνεχίζει να μιλά μέσα από τα ποιήματά του στις νέες γενιές. Οι νεότεροι κάθε γενιάς δεν παύουν να ανακαλύπτουν σε αυτό τον ποιητή και στο έργο του κάτι που τους μιλάει και αγγίζει την ψυχή τους. Ο Μιγκέλ Ερνάντεθ συνεχίζει να είναι ένας σύγχρονος ποιητής, ίσως γιατί ακόμα υπάρχουν απλοί άνθρωποι που δεσμεύονται να συνεργαστούν μεταξύ τους στην αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου.
Para la libertad (Miguel Hernández / Joan Manuel Serrat)
Para la libertad sangro, lucho, pervivo.
Para la libertad, mis ojos y mis manos,
como un árbol carnal, generoso y cautivo,
doy a los cirujanos.
Para la libertad siento más corazones
que arenas en mi pecho: dan espumas mis venas,
y entro en los hospitales, y entro en los algodones
como en las azucenas.
Para la libertad me desprendo a balazos
de los que han revolcado su estatua por el lodo.
Y me desprendo a golpes de mis pies, de mis brazos,
de mi casa, de todo.
Porque donde unas cuencas vacías amanezcan,
ella pondrá dos piedras de futura mirada
y hará que nuevos brazos y nuevas piernas crezcan
en la carne talada.
Retoñarán aladas de savia sin otoño
reliquias de mi cuerpo que pierdo en cada herida.
Porque soy como el árbol talado, que retoño:
porque aún tengo la vida.
Για την ελευθερία (Miguel Hernández / Joan Manuel Serrat)
Για την ελευθερία αιμορραγώ, αγωνίζομαι, επιζώ.
Για την ελευθερία, τα μάτια και τα χέρια μου,
σαν ένα δέντρο σάρκινο, γενναιόδωρο και δέσμιο,
δίνω στους χειρούργους.
Για την ελευθερία πιότερες νιώθω καρδιές
από άμμους στο στήθος μου: οι φλέβες μου γεννούν αφρούς
και μπαίνω στα νοσοκομεία, και μπαίνω στα μπαμπάκια
όπως στους κρίνους.
Για την ελευθερία με πυροβολισμούς απομακρύνομαι
απ’ αυτούς που ρίξαν τ’ άγαλμά της στη λάσπη.
Και με χτυπήματα απομακρύνομαι απ’ τα πόδια μου, απ’ τα μπράτσα μου,
απ’ το σπίτι μου, από τα πάντα.
Γιατί όταν η μέρα χαράξει στα άδεια λεκανοπέδια
εκείνη θα τοποθετήσει δυο λίθους μελλοντικής ματιάς
και νέα μπράτσα και νέα πόδια θα κάνει να μεγαλώσουν
στην υλοτομημένη σάρκα.
Με φτερά σφρίγους θα βλαστήσουν δίχως φθινόπωρο
υπολείμματα του σώματός μου που χάνω σε κάθε πληγή.
Γιατί είμαι σαν το υλοτομημένο δέντρο, που βλασταίνω:
γιατί ακόμα έχω τη ζωή.
Συντάξη - μετάφραση: Emmanuel Vinader
Επιμέλεια: Βίκυ Ρούσκα
http://www.ispania.gr/arthra/logotexnia/1963-miguel-hernandez-ekato-xronia-apo-th-gennhsh
Να 'χαν κι άλλοι όραμα εκτός απ' τους γιδοβοσκούς...
4/2/11
ΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ ΓΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ
Τo γραφείο των Γιατρών του Κόσμου Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιήσουν την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας την Κυριακή 6 Φεβρουαρίου και ώρα 19:30 στο καφέ Μουσείου Φωτογραφίας που βρίσκεται στο λιμάνι (Αποθήκη Α΄).
ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ 65
ΤΚ 54630
ΤΚ 54630
ΤΗΛ./FAX: 2310 – 56 66 41
E-MAIL : mdmthe@otenet.gr
Η αίθουσα που διατίθεται για την κοπή της βασιλόπιτας είναι μία ευγενική προσφορά του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.
16/1/11
Η Ταξιδιωτική Λογοτεχνία στην Ελλάδα
Η ταξιδιωτική γραφή δεν συνιστά λογοτεχνικό πάρεργο, αλλά πεζογραφικό είδος ή υποείδος, ως αναπλάθουσα λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακά έναν τόπο και μια εποχή.
Η σύγκριση προς άλλα, λογοτεχνικά κείμενα, καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν στεγανά να την περιχαρακώνουν. Ταξιδιωτική λογοτεχνία έχουμε από τότε που άρχισαν να ασχολούνται συνειδητά με την ταξιδιωτική γραφή οι λογοτέχνες. Στη σύγχρονη ταξιδιωτική λογοτεχνία, η οποία μπορεί να μην είναι αμιγής ως προς το περιεχόμενό της, εμπεριέχονται το δοκίμιο, ο εσωτερικός μονόλογος, ακόμα και η αυτοβιογραφία.
Η ταξιδιωτική γραφή εξελίχτηκε σε ταξιδιωτική λογοτεχνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε η λειτουργικότητα της ταξιδιογραφίας -ο όρος εμφανίστηκε πρόσφατα, ενδεχομένως από το «travel writing»- υπαγορευόταν αποκλειστικά από τις ιστορικές αναγκαιότητες και τούτο προέκυπτε επειδή το ταξίδι κατά κύριο λόγο εξυπηρετούσε πρακτικούς σκοπούς. Ως λογοτεχνικό είδος η ταξιδιωτική εντύπωση αποκαταστάθηκε την τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα.
Ως αφετηρία της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας έχει καθιερωθεί το έτος 1927, οπότε εγκαινιάστηκε η σειρά Ταξιδεύοντας του Νίκου Καζαντζάκη. Τα βιβλία υπό τον γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας καθιερώθηκαν ως πρότυπο, καθιστώντας τον συγγραφέα τους το πρόσωπο εκείνο που συστηματοποίησε στην Ελλάδα το λογοτεχνικό είδος ή υποείδος της ταξιδιωτικής εντύπωσης. Τα ταξιδιωτικά κείμενα των πρώτων Ελλήνων ταξιδιογράφων παρουσιάζουν αποκλίσεις και διακυμάνσεις. Είναι πάντως γεγονός ότι, εκτός του Καζαντζάκη, εκείνοι που συνδέονται με τη συγκεκριμένη πεζογραφική ενασχόληση λόγω του πλούσιου έργου και της μακρόχρονης παρουσίας τους στον χώρο είναι οι Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κώστας Ουράνης και Πέτρος Χάρης. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται μια έξαρση ταξιδιογραφικής παραγωγής με τις καταθέσεις καταξιωμένων συγγραφέων. Από τη δεκαετία του 1950 θα κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο και άλλοι συγγραφείς, ενίοτε με ιδιαίτερες αξιώσεις, αλλά δίχως ιδιαίτερη συνεισφορά, με αποτέλεσμα να «απολαμβάνουν» τον τίτλο του επιγόνου.
Στη δεκαετία του 1970 η ταξιδιωτική γραφή δεν κινεί ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Τα περισσότερα των κειμένων που κυκλοφορούν δεν διαθέτουν τις αντοχές να λειτουργήσουν ούτε ως λογοτεχνήματα προς χρήσιν τουριστών. Την επόμενη δεκαετία, παρά την εμφάνιση αρκετών αξιόλογων έργων, το είδος ή υποείδος δεν θα έχει απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα, όμως, σε μια εποχή που γίνεται ολοένα ερμητικότερη, θα αρχίσει διστακτικά να εμφανίζεται μια αλλαγή στη μορφή, μια νέα αντίληψη η οποία επέτασσε όχι μια απλή παρουσίαση, αλλά μια ερμηνεία, που να εκφράζεται με τρόπο υπαινικτικό. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη που ακολουθούσε τα desiderata της σύγχρονης πεζογραφίας.
Τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, και στα πρώτα του τρέχοντος, σημειώνεται μια ποικιλία τόσο στη θεματολογία όσο και στη μορφή. Οι ικανότεροι εκπρόσωποι του είδους αποκρυσταλλώνοντας τις σύγχρονες προκλήσεις-απαιτήσεις θα οδηγήσουν τη γραφή τους σε νέους δρόμους, προς αποκάλυψη της ψυχής του τόπου. Παράλληλα θα παρατηρηθεί ένας μεγάλος αριθμός καλογραμμένων βιβλίων και από μη «επαγγελματίες» συγγραφείς, με αποτέλεσμα, εκτός από την αναβάθμιση, και την εντυπωσιακή διεύρυνση της ταξιδιωτικής γραφής.
Εισαγωγή - επιμέλεια: Διονύσης Ν. Μουσμούτης
Γράφει ο Κώστας Ουράνης προλογίζοντας τις δικές του ταξιδιωτικές εντυπώσεις: «Ο λόγος που μ’ έκανε να τις εκδώσω είναι ο ίδιος που μου υπαγόρεψε τα ταξίδια μου. Είναι για να δώσω μ’ αυτές ένα μέσο διαφυγής σ’ όσους νιώθουν την ανάγκη να ξεχάσουν για λίγο τις καταθλιπτικές συνθήκες της σύγχρονης ζωής – μιας ζωής που της έχει λείψει κάθε χαρά και κάθε ασφάλεια». Η ταξιδιωτική λογοτεχνία, λοιπόν, εμφανίζεται στην Ελλάδα ως τέτοια το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με τον Ραγκαβή, τον Βικέλα, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα, και ακμάζει κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με τον Καζαντζάκη και τον Ουράνη, αλλά και τον Παναγιωτόπουλο, τον Παπατσώνη, τον Κόντογλου. Κύρια επιδίωξη των συγγραφέων αυτών είναι να μεταδώσουν και να δημιουργήσουν στο μυαλό του αναγνώστη, που αναζητά τη νοερή έστω απόδραση, μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη και εναργή εικόνα του ξένου τόπου επιμένοντας, για τον σκοπό αυτό, από τη μία στην περιγραφή των φυσικών και αστικών τοπίων και των μνημείων του παρελθόντος και, από την άλλη, στη συναισθηματική συμμετοχή συγγραφέων και αναγνωστών στα περιγραφόμενα.
Θα συναντήσουμε λοιπόν σ' άλλους συγγραφείς περισσότερο και σ' άλλους λιγότερο όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούμε ν' αποκαλέσουμε «συνταγή» της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε και καθιερώθηκε από την ολογομελή ομάδα των προικισμένων συγγραφέων που από την εποχή του Μεσοπολέμου καλλιέργησαν συστηματικά το είδος και η οποία χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως τα τέλη περίπου της δεκαετία του 1970.
Υπάρχει η περιγραφή, άλλοτε πλούσια κι άλλοτε επιβλητική όπως στον Ουράνη, άλλοτε σπαρταριστά ζωντανή και νευρώδης όπως στον Καζαντζάκη, άλλοτε αρρενωπά στοιβαρή όπως στον Κόντογλου, άλλοτε ανάλαφρη και δροσερή, όπως στον Καραντώνη, άλλοτε βαθιά και στοχαστική όπως στον Παναγιωτόπουλο, άλλοτε λυρικά ακριβής όπως στον Βενέζη, άλλοτε ουδέτερη όπως στον Θεοτοκά.
Υπάρχει η ιστορική διαδρομή, δοσμένη από τον Κόντογλου με τη γοητεία της πειρατικής αφήγησης, από τον Ουράνη με τον ρομαντισμό και το πάθος, από τον Καζαντζάκη με το ρεαλισμό και την αναζήτηση κι ερμηνεία των αιτιών, από τον Παναγιωτόπουλο με την παραστατική ανάπλαση των συμβάντων, από το Μυριβίλη με την ήσυχη αβίαστη εξιστόριση.
Υπάρχει η κριτική της τέχνης, περιστασιακή του Βενέζη, συγκινητικά κατατοπιστική μέσα στη φαινομενική αφέλειά της του Κόντογλου, επιστημονική και κάπως ψυχρή του αισθητικού Παπαντωνίου, αισθαντικότατη και χωρίς ίχνος επιστημονισμού του Ουράνη, σφαιρική και αποδεικτική ευρήτερης αισθητικής καλλιέργιας του Θεοτοκά, ολοζώντανη και σαφέστατη του Καζαντάκη.
Υπάρχουν ακόμα οι ποικίλες πληροφορίες, σχετικές με ήσσονα αξιοθέατα και λησμονημένες ιστορίες, με την πνευματική παράδοση και την πολιτιστική παρουσία του τόπου, με τους ανθρώπους που ανέδειξε και τον ανέδειξαν, με τη σύγχρονη οικονομικοκοινωνική εικόνα του και με την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων του, που σε άλλους συγγραφείς σπανίζουν, σε άλλους συνυπάρχουν ισόρροπα προς τα άλλα στοιχεία, σε άλλους, τους «ήσσονες» αφθονούν, υπερκαλύπτοντας τα υπόλοιπα.
Όλα τα παραπάω περνούν μέσα από το φίλτρο της προσωπικότητας και της διάθεσης κάθε συγγραφέα, αποκτώντας εκείνη την ιδιαιαίτερη χροιά που δίνει το μέτρο του ύφους. Το τελευταίο αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο με την εξωτερίκευση και την απόδοση της βαθύτερης επίδρασης που οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες ασκούν στους λογοτέχνες μας.
Αννίτα Π. Παναρέτου «Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία»
Εκδόσεις Σαββάλας 2002
7/1/11
Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις
Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία
κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.
Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.
Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ' αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.
Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.
ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ
"Βιβλίο Των Ωρών"
Σβύσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σε σένα
και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σα να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη,
εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.
Ράινερ Μαρία Ρίλκε (απόσπασμα: μετ. Κ. Παλαμάς)
13/12/10
"Keeping Things Whole" by Mark Strand
«Διατηρώντας τα πράγματα ολόκληρα»
Σ' ένα πεδίο
είμαι η απουσία
του πεδίου.
Ετσι
πάντα συμβαίνει.
Οπου κι αν είμαι
είμαι αυτό που λείπει.
Οταν περπατάω
χωρίζω τον αέρα
και πάντα
ο αέρας ξανάρχεται
για να γεμίσει τα κενά
εκεί που το σώμα μου ήταν.
Ολοι έχουμε λόγους
που κινούμαστε.
Εγώ κινούμαι
για να διατηρώ τα πράγματα ολόκληρα.
Ποίημα από τη συλλογή Λόγοι που Κινούμαστε (Reasons for Moving) του Μαρκ Στραντ, αμερικανού ποιητή γεννημένου το 1934 στον Καναδά. Το Πεντάλ τον συνάντησε πριν από τρία χρόνια στην Κόρδοβα, σχεδόν ακίνητο, ολιγόλογο, απίστευτα ευγενή και μετριόφρονα. Γράφει ακόμη με μολύβι.
Ενδεικτικοί τίτλοι συλλογών: Ο άνθρωπος και η Καμήλα, Η Ιστορία της Ζωής μας, Σκοτεινό Λιμάνι.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ τον έχει μεταφράσει εδώ και χρόνια. Αντί για τη λέξη «πεδίο» (η μόνη αλλαγή που επιχείρησε διστακτικό το Πεντάλ), η Ρουκ έχει προτιμήσει τη λέξη «χωράφι». Ο αναγνώστης μπορεί και να διαλέξει τη λέξη «λιβάδι», που είναι κι αυτή θεμιτή, και θερμότερη.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=51381
"Keeping Things Whole" by Mark Strand
In a field
I am the absence
of field.
This is
always the case.
Wherever I am
I am what is missing.
When I walk
I part the air
and always
the air moves in
to fill the spaces
where my body's been.
We all have reasons
for moving.
I move
to keep things whole.
"Coming To This" by Mark Strand
We have done what we wanted.
We have discarded dreams, preferring the heavy industry
of each other, and we have welcomed grief
and called ruin the impossible habit to break.
And now we are here.
The dinner is ready and we cannot eat.
The meat sits in the white lake of its dish.
The wine waits.
Coming to this
has its rewards: nothing is promised, nothing is taken away.
We have no heart or saving grace,
no place to go, no reason to remain.
"The Remains" by Mark Strand
I empty myself of the names of others. I empty my pockets.
I empty my shoes and leave them beside the road.
At night I turn back the clocks;
I open the family album and look at myself as a boy.
What good does it do? The hours have done their job.
I say my own name. I say goodbye.
The words follow each other downwind.
I love my wife but send her away.
My parents rise out of their thrones
into the milky rooms of clouds. How can I sing?
Time tells me what I am. I change and I am the same.
I empty myself of my life and my life remains.
http://famouspoetsandpoems.com/poets/mark_strand/poems/11842
Σ' ένα πεδίο
είμαι η απουσία
του πεδίου.
Ετσι
πάντα συμβαίνει.
Οπου κι αν είμαι
είμαι αυτό που λείπει.
Οταν περπατάω
χωρίζω τον αέρα
και πάντα
ο αέρας ξανάρχεται
για να γεμίσει τα κενά
εκεί που το σώμα μου ήταν.
Ολοι έχουμε λόγους
που κινούμαστε.
Εγώ κινούμαι
για να διατηρώ τα πράγματα ολόκληρα.
Ποίημα από τη συλλογή Λόγοι που Κινούμαστε (Reasons for Moving) του Μαρκ Στραντ, αμερικανού ποιητή γεννημένου το 1934 στον Καναδά. Το Πεντάλ τον συνάντησε πριν από τρία χρόνια στην Κόρδοβα, σχεδόν ακίνητο, ολιγόλογο, απίστευτα ευγενή και μετριόφρονα. Γράφει ακόμη με μολύβι.
Ενδεικτικοί τίτλοι συλλογών: Ο άνθρωπος και η Καμήλα, Η Ιστορία της Ζωής μας, Σκοτεινό Λιμάνι.
Η Κατερίνα Αγγελάκη Ρουκ τον έχει μεταφράσει εδώ και χρόνια. Αντί για τη λέξη «πεδίο» (η μόνη αλλαγή που επιχείρησε διστακτικό το Πεντάλ), η Ρουκ έχει προτιμήσει τη λέξη «χωράφι». Ο αναγνώστης μπορεί και να διαλέξει τη λέξη «λιβάδι», που είναι κι αυτή θεμιτή, και θερμότερη.
http://www.enet.gr/?i=news.el.article&id=51381
"Keeping Things Whole" by Mark Strand
In a field
I am the absence
of field.
This is
always the case.
Wherever I am
I am what is missing.
When I walk
I part the air
and always
the air moves in
to fill the spaces
where my body's been.
We all have reasons
for moving.
I move
to keep things whole.
"Coming To This" by Mark Strand
We have done what we wanted.
We have discarded dreams, preferring the heavy industry
of each other, and we have welcomed grief
and called ruin the impossible habit to break.
And now we are here.
The dinner is ready and we cannot eat.
The meat sits in the white lake of its dish.
The wine waits.
Coming to this
has its rewards: nothing is promised, nothing is taken away.
We have no heart or saving grace,
no place to go, no reason to remain.
"The Remains" by Mark Strand
I empty myself of the names of others. I empty my pockets.
I empty my shoes and leave them beside the road.
At night I turn back the clocks;
I open the family album and look at myself as a boy.
What good does it do? The hours have done their job.
I say my own name. I say goodbye.
The words follow each other downwind.
I love my wife but send her away.
My parents rise out of their thrones
into the milky rooms of clouds. How can I sing?
Time tells me what I am. I change and I am the same.
I empty myself of my life and my life remains.
http://famouspoetsandpoems.com/poets/mark_strand/poems/11842
3/12/10
Salvador Dalí "The Dream is Getting Closer"
"Il sogno si avvicina"
Palazzo Reale, Milan
September, 22 2010 – January, 30 2011
After over 50 years, Salvador Dalì’s genius is back in Milan:
Palazzo Reale houses a great exhibition investigating the relationship between this Spanish artist and the landscape, the dream, the desire.
The Milan City Councillorship for Culture and 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE are honoured to present at Palazzo Reale “Salvador Dalì. Il sogno si avvicina” (“The Dream is Getting Closer”), under the curatorship of Vincenzo Trione, from September 22, 2010 to January 30, 2011.
The exhibition, made possible thanks to the extraordinary collaboration with Fundaciò Gala-Salvador Dalì of Figueres, counts on important loans from Italian and international museums and institutions, including the Fundaciò itself, the Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofia of Madrid, the Dalí Museum of St. Petersburg, Florida, the Boijmans Museum of Rotterdam, the Animation Research Library of the Walt Disney Animation Studios of Burbank, California, the Peggy Guggenheim Collection of Venice, the Mart of Rovereto and the Vatican Museums.
The exhibition – promoted by Comune di Milano-Culture and produced by Palazzo Reale and 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE in collaboration with Unipol Financing Group and with the support of Spanish Office for Tourism of Milan, focuses on the relationship between painting and landscape.
Salvador Dalì is back in town for the first time since the solo exhibition which took place in October 1954 in Sala delle Cariatidi, always at Palazzo Reale. This same Cariatidi’s room was so inspiring for this artist that he took it as model for his mansion in Figueras, today seat of the Fundaciò Gala-Salvador Dalì.
“Once again, we need Dalì to escape from an often boring and predictable condition. And this exhibition aims exactly to break the cultural conformism and express the great power of creativity at best – explains the Milan City Councillor for Culture Massimiliano Finazzer Flory. “Because the dream is inside of us, and it is one of the manifestations of reality and of desire told by art and through which art tells itself. Dalì in Milan is the symbol of the creativity or – better – of the power of creativity. A relation not to be missed”.
The set of the exhibition is designed by the architect Oscar Tusquests Blanca, friend and collaboration of Salvador Dalì: he is author, together with the master of Surrealism, of Mae West’s room in Figueras’s museum and of the famous sofa Dalilips.
For the first time, the Mae West room will be reproduced inside this exhibition exactly as Dalì originally imagined it: an extraordinary surprisingly installation of contemporary art.
IULM University is the official university of this exhibition.
Palazzo Reale, Milan
September, 22 2010 – January, 30 2011
After over 50 years, Salvador Dalì’s genius is back in Milan:
Palazzo Reale houses a great exhibition investigating the relationship between this Spanish artist and the landscape, the dream, the desire.
The Milan City Councillorship for Culture and 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE are honoured to present at Palazzo Reale “Salvador Dalì. Il sogno si avvicina” (“The Dream is Getting Closer”), under the curatorship of Vincenzo Trione, from September 22, 2010 to January 30, 2011.
The exhibition, made possible thanks to the extraordinary collaboration with Fundaciò Gala-Salvador Dalì of Figueres, counts on important loans from Italian and international museums and institutions, including the Fundaciò itself, the Museo Nacional Centro de Arte Reina Sofia of Madrid, the Dalí Museum of St. Petersburg, Florida, the Boijmans Museum of Rotterdam, the Animation Research Library of the Walt Disney Animation Studios of Burbank, California, the Peggy Guggenheim Collection of Venice, the Mart of Rovereto and the Vatican Museums.
The exhibition – promoted by Comune di Milano-Culture and produced by Palazzo Reale and 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE in collaboration with Unipol Financing Group and with the support of Spanish Office for Tourism of Milan, focuses on the relationship between painting and landscape.
Salvador Dalì is back in town for the first time since the solo exhibition which took place in October 1954 in Sala delle Cariatidi, always at Palazzo Reale. This same Cariatidi’s room was so inspiring for this artist that he took it as model for his mansion in Figueras, today seat of the Fundaciò Gala-Salvador Dalì.
“Once again, we need Dalì to escape from an often boring and predictable condition. And this exhibition aims exactly to break the cultural conformism and express the great power of creativity at best – explains the Milan City Councillor for Culture Massimiliano Finazzer Flory. “Because the dream is inside of us, and it is one of the manifestations of reality and of desire told by art and through which art tells itself. Dalì in Milan is the symbol of the creativity or – better – of the power of creativity. A relation not to be missed”.
The set of the exhibition is designed by the architect Oscar Tusquests Blanca, friend and collaboration of Salvador Dalì: he is author, together with the master of Surrealism, of Mae West’s room in Figueras’s museum and of the famous sofa Dalilips.
For the first time, the Mae West room will be reproduced inside this exhibition exactly as Dalì originally imagined it: an extraordinary surprisingly installation of contemporary art.
“Salvador Dalí. Il sogno si avvicina” counts on a top level scientific committee, composed of important international scholars: Montse Aguer, director of the study centre on Dalì of the Fundaciò; Hank Hines, director of the Dalí Museum of St. Petersburg; Antonio Paolucci, director of Vatican Museums; Francisco Calvo Serraller, out standing expert of Spanish modern art; Robert Storr, American curator and art critic of the Yale School of Art.
In the exhibition path is possible to enjoy the short animation movie Destino, by Salvador Dalì and Walt Disney, never on Italian screens before: Dalì worked side by side with Disney between 1945 and 1946, but the movie was completed only in 2003 thanks to the original drawings preserved at the Animation Research Library of Walt Disney Animation Studios of Burbank, California. Some of these drawings are also extraordinary displayed thanks to the important collaboration with The Walt Disney Company.
The exhibition is accompanied by the rich catalogue with texts by Vincenzo Trione, Montse Aguer, Paolo Bertetto, Robert Storr, Oscar Tusquets Blanca, Catherine Millet, Bruce Sterling, published and distributed by 24 ORE Cultura – Gruppo 24 ORE.
IULM University is the official university of this exhibition.
28/11/10
24/11/10
«Η αυτοκρατορία του μεμψίμοιρου»
Βαρέθηκα ν' ακούω αυτή την ασταμάτητη γκρίνια, την απύθμενη μιζέρια που ανακυκλώνεται παντού, στην τηλεόραση, στις παρέες, στο facebook, στο κυριακάτικο τραπέζι. Αυτή την μεμψίμοιρη στάση του φτωχού που πάντα τον εκμεταλεύονται, του στήνουν παγίδα, που δεν τον αφήνουν στην ησυχία του, που υπήρξε πάντα ένα αθώο θύμα συνομωσίας, που του παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα, και που τελικά τον κάνουν πιο μίζερο από όσο θέλει να είναι.
Αρνούμαι να συναινέσω σ' αυτήν την ταπεινωτική υποβίβαση του έθνους μου σε ένα κατώτερο έθνος, μειονεκτικό, κουτσό, κομπλεξικό, λιγούρικο, άκαρπο, κατακεραυνωμένο και κακόμοιρο. Ως Ελληνίδα δεν δέχομαι να θέσω τον εαυτό μου σε κατώτερο σκαλί από τους Γερμανούς και τους Τροϊκανούς. Η παραίτηση έχει πάρει το μέρος της αυτοεκτίμησης τώρα πια και σ' όποιον παραπονιέται θα ήθελα πολύ να ρίξω δυο χαστούκια, για να συνέλθει και για να πάψει με τούτη τη μοιρολατρεία της φτώχειας. Ο παππούς μου με ένα αμπέχωνο και ένα σαράβαλο τουφέκι πήρε τα βουνά της Αλβανίας χωρίς να τον σταματάει τίποτα. «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» ήταν η περίφημη φράση του Τσώρτσιλ που έμεινε στην ιστορία, μόνο που τώρα από την ιστορία αποσυρθήκαμε εμείς αμαχητί.
Μου φαίνεται ότι έχουμε αγαπήσει τη φτώχεια μας, αναπαράγουμε τη φιγούρα του Καραγκιόζη κουρελή και κάπου (λέω κάπου) ίσως και να μας εξιτάρει αυτή η εικόνα του φουκαρά που δε βρίσκει πουθενά φιλευσπαχνία.
Χωρίς να έχω ιδιαίτερες επιστημονικές γνώσεις, καταθέτω μονάχα τον απλοϊκό συλλογισμό μου, παρομοιάζοντας το κάθε έθνος με μια ανθρώπινη φιγούρα και σκέφτομαι πως -όμοια με μια μονάδα έτσι κι ένα έθνος- αν εγώ έχω συνηθίσει να λυπάμαι τον εαυτό μου κατηγορώντας τους άλλους για την κατάντια μου, τότε δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθώ. Ούτε βέβαια να ενηλικιωθώ. Όχι ότι τα πράγματα πάνε καλά, ούτε ότι οι δυναμικότερες οικονομίες δεν έχουν βάλει στο μάτι τα νησιά και τα πετρέλαιά μου. Δυστυχώς όμως οι κοινωνίες ήταν πάντα φτιαγμένες για να επιβιώνει ο δυνατότερος, και παρατηρώντας τη φύση καταλαβαίνω πως κάτι τέτοιο δεν είναι παράτερο, μια και το ανάπηρο μικρό κουνελάκι θα γίνει μια χαψιά από το πρώτο λιοντάρι που θα συναντήσει. Μέχρι και τη στιγμή της ίδιας της σύλληψης στην απαρχή της δημιουργίας, μονάχα το δυνατότερο σπερματοζωάριο καταφέρνει να γονιμοποιήσει το ωάριο, γιατί; Για να βγει γερό παιδί.
Αντί να κατηγορούμε τις πλούσιες χώρες για την απληστία τους (όχι, δεν επικροτώ τη λαιμαργία) θα ήταν καλύτερο να είχαμε οχυρωθεί, να είχαμε ενώσει τα χέρια εδώ και τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια, να είχαμε δουλέψει συνετά και σοβαρά πάνω στην ανάπτυξη της χώρας μας. Η ελευθερία προϋποθέτει κάποια οικονομική ανξαρτησία. Όλοι έπρεπε να είχαμε δουλέψει, όλοι για όλους κι ο καθένας για τον εαυτό του. Αντ' αυτού είμαστε με τη δικαιολογία στο στόμα, θα μου πεις τώρα για τους πολιτικούς, ότι εσύ δε φταίς, τί φταις κι εσύ ο καημένος που σου έκοψαν και το μισθό και δεν θα έχεις να πας στη Βίσση τα Χριστούγεννα. Αντί για Βίσση και βύσσινα, μήπως πρέπει να σου θυμίσω πριν μια δυο δεκαετίες που λέγαμε ότι ο Έλληνας ζυγό δεν σηκώνει και δεν κόβει τα μπουζούκια με καμία Παναγία και ας δουλεύουν οι Ευρωπαίοι για να πίνουμε στην υγειά του κορόϊδου; Το «μαζί τα φάγαμε» σε έθιξε, αλλά είναι η σαρκαστική αλήθεια, γιατί άμα δε σ άρεσαν οι πολιτικοί και το ξερες ότι κλέβανε γιατί τους ξαναψήφιζες; Για να βάλουν τον ανηψιό σου στη δουλειά; Ποιά δουλειά, εκείνη την κοροϊδία που πάει μουτρωμένος στη δημόσια θεσούλα του κι αν φτάσει στην ώρα του παίρνει κι επίδομα, και γύρω στις 11 βγαίνει για καφέ και λαϊκή; Το μισθό όμως τότε τον έβαζε στην τσέπη και τον αποσιωπούσε, τώρα που κόβεται, κόπτεται κι εκείνος. Δε μας ένοιαζε τί θα απογίνουν οι άλλοι, έφτανε να έχουμε εμείς το μέσον για να βολέψουμε την πάρτη μας κι η κοινωνική αλληλεγγύη ήταν ανέκδοτο με τον Τοτό. Θεοποιήσαμε το «μέσον» τον πολιτικό της γειτονιάς μας, που μπορεί να δεχτεί στο γραφείο του. Κι όταν ο ρουσφετοπολιτικός σου έκανε τις αυθαίρετες προσλήψεις του και στοιβάζονταν στο δημόσιο οι αχρείαστοι ναναι υπάλληλοι δεν είδα να κλείνουνε καμιά Ακρόπολη, όταν όμως τους διώξανε απ' το βόλεμα τότε μόνο ταμπουρωθήκανε στον ιερό βράχο σαν Λυσιστράτες. Τί άλλο θες να σου πω, για τη λαμογιά που θεωρείται το καλύτερο προσόν κι από το κάθε μορφής διδακτορικού κι ότι εμείς σαν κοινωνία την υποδεχτήκαμε; Στην Ελλάδα έτσι είναι, ήταν η απάντηση αν εξέφραζες και παράπονο. Έχει επίγνωση της ανταγωνιστικής αγοράς ο Έλληνας φοιτητής που του αρκεί να έχει φραπεδιά και τάβλι για καμιά δεκαριά χρόνια; Να μιλήσω για επιχειρηματικότητα; Πας να νοικιάσεις ένα κατάστημα και σου ζητάνε «αέρα» όσο ένα διαμέρισμα για προίκα, το κράτος φταίει δηλαδή κι εδώ, ή εμείς που έχοντας μια ιδιοκτησία θέλουμε να ζούμε στις πλάτες αυτών που θα έχουν του κουράγιο -ή την ανόητη ιδέα- να νοικιάσουν το μαγαζί μας;
Τώρα που ανατράπηκε η βάρκα γκρινιάζουμε, πολύ δε μας πάει; Μην θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο γιατί καταντάμε γελοίοι.
Με τσατίζουν οι Γερμανοί κι ένας λόγος είναι ότι δεν είναι μεμψίμοιροι. Κι ακόμη γιατί θέλουν πολλά, ενώ εμείς αρκούμαστε στο να είμαστε είμαστε κλεφτοκοτάδες. Δυο φορές και μια τρίτη σχεδόν τώρα έχουν φέρει τα πάνω κάτω κι όσες φορές κι αν καταστραφούν πάλι πρώτοι θα είναι, μου το εξηγείς; Ίσως γιατί είναι τόσο πεπεισμένοι ότι είναι η πιο ανώτερη φυλή, άλλο τόσο όσο κι εμείς ότι είμαστε η κατώτερη. Γι αυτό σου λέω κόφ' την κλάψα και δούλευε, μην τοποθετείς τον εαυτό σου στο τελευταίο σκαλάκι, για χατήρι του Σωκράτη και του Πλάτωνα δηλαδή. Το «όπου φτωχός κι η μοίρα του» είναι για τους ηττοπαθείς. Γιατί η μιζέρια είναι μια κακή συνήθεια και όσο την κολλάς πάνω σου τόσο γίνεσαι ένα μαζί της.
Μεταμόρφωση. Δημιουργικότητα. Περηφάνεια. Είμαστε Έλληνες, ας μην το ξεχνάμε.
13/11/10
PHOTOGRAPHY WORKSHOP BY PEDRO MEYER
21-23 Νοεμβρίου
Διάρκεια: 12 ώρες
Λήξη υποβολής συμμετοχής: 18 Νοεμβρίου
Ο καταξιωμένος Μεξικανός φωτογράφος Pedro Meyer (www.pedromeyer.com), έκθεση του οποίου παρουσιάζεται τις ημέρες αυτές για πρώτη φορά στη χώρα μας στις γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, θα πραγματοποιήσει τριήμερο εκπαιδευτικό εργαστήριο με τίτλο Editing projects for different presentations.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών, η φωτογραφία έχει μετεξελίξει τους κώδικες που μέχρι πρότινος τη χαρακτήριζαν. Η παρουσίαση της φωτογραφίας μέσω της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών ανοίγει νέους δρόμους αφήγησης και ανάγνωσης και επαναπροσδιορίζει τους όρους διάδρασης μεταξύ καλλιτέχνη-έργου-θεατή.
Πρόκειται για μια καλλιτεχνική εντατική πρακτική που απευθύνεται σε φωτογράφους, καλλιτέχνες και σε όσους επιθυμούν να λάβουν πρακτικές συμβουλές και κατευθυντήριες αναφορικά στο editing και την ανάδειξη του προσωπικού τους portfolio μέσω διαφορετικών μορφών παρουσίασης. Το εργαστήριο θα λειτουργήσει με αφορμή τις φωτογραφικές εργασίες των ίδιων των συμμετεχόντων. Στο τέλος του workshop οι συμμετέχοντες θα λάβουν βεβαίωση παρακολούθησης.
Η παρουσία του Pedro Meyer στην Αθήνα, συμπληρώνεται με τη διεξαγωγή συζήτησης στρογγυλής τράπεζας με θέμα Τέχνη και Διαδίκτυο που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου, ώρα 20:00, στο Auditorium της Ελληνομαρικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22).
Δήλωση συμμετοχής
Oι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλλουν συμπληρωμένη τη δήλωση συμμετοχής που βρίσκεται διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο www.photofestival.hcp.gr. Η δήλωση συμμετοχής θα πρέπει να πλαισιώνεται από 5-10 φωτογραφίες που παρουσιάζουν μέρος μίας φωτογραφικής εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει ολοκληρωθεί. Λόγω του περιορισμένου αριθμού συμμετοχόντων, οι τελικοί συμμετέχοντες θα επιλεγούν, ενώ ταυτόχρονα θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Oι φωτογράφοι που έχουν δηλώσει συμμετοχή θα ενημερώνονται εγκαίρως για την έκβαση της συμμετοχής τους.
Λήξη υποβολής συμμετοχής
Οι δηλώσεις συμμετοχής και το φωτογραφικό υλικό θα πρέπει να υποβληθούν έως την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το workshop, παρακαλούμε επικοινωνήστε με το Εληνικό Κέντρο Φωτογραφίας Τ: 210 92 10 545, Ε: contact@hcp.gr, http://www.photofestival.hcp.gr/
Διάρκεια: 12 ώρες
Λήξη υποβολής συμμετοχής: 18 Νοεμβρίου
Ο καταξιωμένος Μεξικανός φωτογράφος Pedro Meyer (www.pedromeyer.com), έκθεση του οποίου παρουσιάζεται τις ημέρες αυτές για πρώτη φορά στη χώρα μας στις γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, θα πραγματοποιήσει τριήμερο εκπαιδευτικό εργαστήριο με τίτλο Editing projects for different presentations.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών, η φωτογραφία έχει μετεξελίξει τους κώδικες που μέχρι πρότινος τη χαρακτήριζαν. Η παρουσίαση της φωτογραφίας μέσω της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών ανοίγει νέους δρόμους αφήγησης και ανάγνωσης και επαναπροσδιορίζει τους όρους διάδρασης μεταξύ καλλιτέχνη-έργου-θεατή.
Πρόκειται για μια καλλιτεχνική εντατική πρακτική που απευθύνεται σε φωτογράφους, καλλιτέχνες και σε όσους επιθυμούν να λάβουν πρακτικές συμβουλές και κατευθυντήριες αναφορικά στο editing και την ανάδειξη του προσωπικού τους portfolio μέσω διαφορετικών μορφών παρουσίασης. Το εργαστήριο θα λειτουργήσει με αφορμή τις φωτογραφικές εργασίες των ίδιων των συμμετεχόντων. Στο τέλος του workshop οι συμμετέχοντες θα λάβουν βεβαίωση παρακολούθησης.
Η παρουσία του Pedro Meyer στην Αθήνα, συμπληρώνεται με τη διεξαγωγή συζήτησης στρογγυλής τράπεζας με θέμα Τέχνη και Διαδίκτυο που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου, ώρα 20:00, στο Auditorium της Ελληνομαρικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22).
Δήλωση συμμετοχής
Oι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλλουν συμπληρωμένη τη δήλωση συμμετοχής που βρίσκεται διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο www.photofestival.hcp.gr. Η δήλωση συμμετοχής θα πρέπει να πλαισιώνεται από 5-10 φωτογραφίες που παρουσιάζουν μέρος μίας φωτογραφικής εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει ολοκληρωθεί. Λόγω του περιορισμένου αριθμού συμμετοχόντων, οι τελικοί συμμετέχοντες θα επιλεγούν, ενώ ταυτόχρονα θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Oι φωτογράφοι που έχουν δηλώσει συμμετοχή θα ενημερώνονται εγκαίρως για την έκβαση της συμμετοχής τους.
Λήξη υποβολής συμμετοχής
Οι δηλώσεις συμμετοχής και το φωτογραφικό υλικό θα πρέπει να υποβληθούν έως την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το workshop, παρακαλούμε επικοινωνήστε με το Εληνικό Κέντρο Φωτογραφίας Τ: 210 92 10 545, Ε: contact@hcp.gr, http://www.photofestival.hcp.gr/
8/11/10
«Tails of Manhattan» by Woody Allen
Two weeks ago, Abe Moscowitz dropped dead of a heart attack and was reincarnated as a lobster. Trapped off the coast of Maine, he was shipped to Manhattan and dumped into a tank at a posh Upper East Side seafood restaurant. In the tank there were several other lobsters, one of whom recognized him. “Abe, is that you?” the creature asked, his antennae perking up.
“Who’s that? Who’s talking to me?” Moscowitz said, still dazed by the mystical slam-bang postmortem that had transmogrified him into a crustacean.
“It’s me, Moe Silverman,” the other lobster said.
“O.M.G.!” Moscowitz piped, recognizing the voice of an old gin-rummy colleague. “What’s going on?”
“We’re reborn,” Moe explained. “As a couple of two-pounders.”
“Lobsters? This is how I wind up after leading a just life? In a tank on Third Avenue?”
“The Lord works in strange ways,” Moe Silverman explained. “Take Phil Pinchuck. The man keeled over with an aneurysm, he’s now a hamster. All day, running at the stupid wheel. For years he was a Yale professor. My point is he’s gotten to like the wheel. He pedals and pedals, running nowhere, but he smiles.”
Moscowitz did not like his new condition at all. Why should a decent citizen like himself, a dentist, a mensch who deserved to relive life as a soaring eagle or ensconced in the lap of some sexy socialite getting his fur stroked, come back ignominiously as an entrée on a menu? It was his cruel fate to be delicious, to turn up as Today’s Special, along with a baked potato and dessert. This led to a discussion by the two lobsters of the mysteries of existence, of religion, and how capricious the universe was, when someone like Sol Drazin, a schlemiel they knew from the catering business, came back after a fatal stroke as a stud horse impregnating cute little thoroughbred fillies for high fees. Feeling sorry for himself and angry, Moscowitz swam about, unable to buy into Silverman’s Buddha-like resignation over the prospect of being served thermidor.
At that moment, who walked into the restaurant and sits down at a nearby table but Bernie Madoff. If Moscowitz had been bitter and agitated before, now he gasped as his tail started churning the water like an Evinrude.
“I don’t believe this,” he said, pressing his little black peepers to the glass walls. “That goniff who should be doing time, chopping rocks, making license plates, somehow slipped out of his apartment confinement and he’s treating himself to a shore dinner.”
“Clock the ice on his immortal beloved,” Moe observed, scanning Mrs. M.’s rings and bracelets.
Moscowitz fought back his acid reflux, a condition that had followed him from his former life. “He’s the reason I’m here,” he said, riled to a fever pitch.
“Tell me about it,” Moe Silverman said. “I played golf with the man in Florida, which incidentally he’ll move the ball with his foot if you’re not watching.”
from the issuecartoon banke-mail this.“Each month I got a statement from him,” Moscowitz ranted. “I knew such numbers looked too good to be kosher, and when I joked to him how it sounded like a Ponzi scheme he choked on his kugel. I had to do the Heimlich maneuver. Finally, after all that high living, it comes out he was a fraud and my net worth was bupkes. P.S., I had a myocardial infarction that registered at the oceanography lab in Tokyo.”
“With me he played it coy,” Silverman said, instinctively frisking his carapace for a Xanax. “He told me at first he had no room for another investor. The more he put me off, the more I wanted in. I had him to dinner, and because he liked Rosalee’s blintzes he promised me the next opening would be mine. The day I found out he could handle my account I was so thrilled I cut my wife’s head out of our wedding photo and put his in. When I learned I was broke, I committed suicide by jumping off the roof of our golf club in Palm Beach. I had to wait half an hour to jump, I was twelfth in line.”
At this moment, the captain escorted Madoff to the lobster tank, where the unctuous sharpie analyzed the assorted saltwater candidates for potential succulence and pointed to Moscowitz and Silverman. An obliging smile played on the captain’s face as he summoned a waiter to extract the pair from the tank.
“This is the last straw!” Moscowitz cried, bracing himself for the consummate outrage. “To swindle me out of my life’s savings and then to nosh me in butter sauce! What kind of universe is this?”
Moscowitz and Silverman, their ire reaching cosmic dimensions, rocked the tank to and fro until it toppled off its table, smashing its glass walls and flooding the hexagonal-tile floor. Heads turned as the alarmed captain looked on in stunned disbelief. Bent on vengeance, the two lobsters scuttled swiftly after Madoff. They reached his table in an instant, and Silverman went for his ankle. Moscowitz, summoning the strength of a madman, leaped from the floor and with one giant pincer took firm hold of Madoff’s nose. Screaming with pain, the gray-haired con artist hopped from the chair as Silverman strangled his instep with both claws. Patrons could not believe their eyes as they recognized Madoff, and began to cheer the lobsters.
“This is for the widows and charities!” yelled Moscowitz. “Thanks to you, Hatikvah Hospital is now a skating rink!”
Madoff, unable to free himself from the two Atlantic denizens, bolted from the restaurant and fled yelping into traffic. When Moscowitz tightened his viselike grip on his septum and Silverman tore through his shoe, they persuaded the oily scammer to plead guilty and apologize for his monumental hustle.
By the end of the day, Madoff was in Lenox Hill Hospital, awash in welts and abrasions. The two renegade main courses, their rage slaked, had just enough strength left to flop away into the cold, deep waters of Sheepshead Bay, where, if I’m not mistaken, Moscowitz lives to this day with Yetta Belkin, whom he recognized from shopping at Fairway. In life she had always resembled a flounder, and after her fatal plane crash she came back as one. ♦
Read more: http://www.newyorker.com/humor/2009/03/30/090330sh_shouts_allen?currentPage=all#ixzz14ib9fxxz
“Who’s that? Who’s talking to me?” Moscowitz said, still dazed by the mystical slam-bang postmortem that had transmogrified him into a crustacean.
“It’s me, Moe Silverman,” the other lobster said.
“O.M.G.!” Moscowitz piped, recognizing the voice of an old gin-rummy colleague. “What’s going on?”
“We’re reborn,” Moe explained. “As a couple of two-pounders.”
“Lobsters? This is how I wind up after leading a just life? In a tank on Third Avenue?”
“The Lord works in strange ways,” Moe Silverman explained. “Take Phil Pinchuck. The man keeled over with an aneurysm, he’s now a hamster. All day, running at the stupid wheel. For years he was a Yale professor. My point is he’s gotten to like the wheel. He pedals and pedals, running nowhere, but he smiles.”
Moscowitz did not like his new condition at all. Why should a decent citizen like himself, a dentist, a mensch who deserved to relive life as a soaring eagle or ensconced in the lap of some sexy socialite getting his fur stroked, come back ignominiously as an entrée on a menu? It was his cruel fate to be delicious, to turn up as Today’s Special, along with a baked potato and dessert. This led to a discussion by the two lobsters of the mysteries of existence, of religion, and how capricious the universe was, when someone like Sol Drazin, a schlemiel they knew from the catering business, came back after a fatal stroke as a stud horse impregnating cute little thoroughbred fillies for high fees. Feeling sorry for himself and angry, Moscowitz swam about, unable to buy into Silverman’s Buddha-like resignation over the prospect of being served thermidor.
At that moment, who walked into the restaurant and sits down at a nearby table but Bernie Madoff. If Moscowitz had been bitter and agitated before, now he gasped as his tail started churning the water like an Evinrude.
“I don’t believe this,” he said, pressing his little black peepers to the glass walls. “That goniff who should be doing time, chopping rocks, making license plates, somehow slipped out of his apartment confinement and he’s treating himself to a shore dinner.”
“Clock the ice on his immortal beloved,” Moe observed, scanning Mrs. M.’s rings and bracelets.
Moscowitz fought back his acid reflux, a condition that had followed him from his former life. “He’s the reason I’m here,” he said, riled to a fever pitch.
“Tell me about it,” Moe Silverman said. “I played golf with the man in Florida, which incidentally he’ll move the ball with his foot if you’re not watching.”
from the issuecartoon banke-mail this.“Each month I got a statement from him,” Moscowitz ranted. “I knew such numbers looked too good to be kosher, and when I joked to him how it sounded like a Ponzi scheme he choked on his kugel. I had to do the Heimlich maneuver. Finally, after all that high living, it comes out he was a fraud and my net worth was bupkes. P.S., I had a myocardial infarction that registered at the oceanography lab in Tokyo.”
“With me he played it coy,” Silverman said, instinctively frisking his carapace for a Xanax. “He told me at first he had no room for another investor. The more he put me off, the more I wanted in. I had him to dinner, and because he liked Rosalee’s blintzes he promised me the next opening would be mine. The day I found out he could handle my account I was so thrilled I cut my wife’s head out of our wedding photo and put his in. When I learned I was broke, I committed suicide by jumping off the roof of our golf club in Palm Beach. I had to wait half an hour to jump, I was twelfth in line.”
At this moment, the captain escorted Madoff to the lobster tank, where the unctuous sharpie analyzed the assorted saltwater candidates for potential succulence and pointed to Moscowitz and Silverman. An obliging smile played on the captain’s face as he summoned a waiter to extract the pair from the tank.
“This is the last straw!” Moscowitz cried, bracing himself for the consummate outrage. “To swindle me out of my life’s savings and then to nosh me in butter sauce! What kind of universe is this?”
Moscowitz and Silverman, their ire reaching cosmic dimensions, rocked the tank to and fro until it toppled off its table, smashing its glass walls and flooding the hexagonal-tile floor. Heads turned as the alarmed captain looked on in stunned disbelief. Bent on vengeance, the two lobsters scuttled swiftly after Madoff. They reached his table in an instant, and Silverman went for his ankle. Moscowitz, summoning the strength of a madman, leaped from the floor and with one giant pincer took firm hold of Madoff’s nose. Screaming with pain, the gray-haired con artist hopped from the chair as Silverman strangled his instep with both claws. Patrons could not believe their eyes as they recognized Madoff, and began to cheer the lobsters.
“This is for the widows and charities!” yelled Moscowitz. “Thanks to you, Hatikvah Hospital is now a skating rink!”
Madoff, unable to free himself from the two Atlantic denizens, bolted from the restaurant and fled yelping into traffic. When Moscowitz tightened his viselike grip on his septum and Silverman tore through his shoe, they persuaded the oily scammer to plead guilty and apologize for his monumental hustle.
By the end of the day, Madoff was in Lenox Hill Hospital, awash in welts and abrasions. The two renegade main courses, their rage slaked, had just enough strength left to flop away into the cold, deep waters of Sheepshead Bay, where, if I’m not mistaken, Moscowitz lives to this day with Yetta Belkin, whom he recognized from shopping at Fairway. In life she had always resembled a flounder, and after her fatal plane crash she came back as one. ♦
Read more: http://www.newyorker.com/humor/2009/03/30/090330sh_shouts_allen?currentPage=all#ixzz14ib9fxxz
6/11/10
«Kι από Δευτέρα δίαιτα»
Η ψήφος ήταν πάντα αναφαίρετο δικαίωμά μας. Ναι, σωστά, είπα ήταν γιατί δυστυχώς δεν είναι πια. Έχουμε φτάσει στο σημείο να κατηγορούμε εκείνους που σκοπεύουν να ψηφίσουν στις εκλογές, να τους κοιτάμε με μισό μάτι σαν να προσπαθούν να κρύψουν κάτι, λες και πάνε να ψηφίσουν έχοντας στα σκαριά κάτι το συμφέρον και το συνωμοτικό. Ναι, εμείς, η Ελλάδα της δημοκρατίας φτάσαμε να θεωρούμε προδοσία το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Αν δεν είναι αυτό κατάλυση της δημοκρατίας και παραλήρημα των ηθών, τότε ποιό είναι;
Εγώ πάντως λέω να ψηφίσω Χατζηγιάννη. Γιατί δηλαδή, χειρότερος είναι από τους εν ενεργία πολιτικούς; Τόσα βροχερά απογεύματα αναγκάστηκα να τον ακούω στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου όταν οι άλλοι σταθμοί έκαναν χιόνια, τον συνήθισα. Άσε που αν εντοπίσω μάλιστα πως ολισθαίνει πολιτικώς μπορώ και να του τραγουδήσω «Χέρια ψηλά» και να παραδοθεί στο άψε-σβύσε. Με τους άλλους τι τύχη να ’χω σάμπως; Ξαδιάντροπα τομάρια με μισθό για παντεσπάνι.
Τσίπα δεν μας έμεινε σε εθνικό επίπεδο. Ακόμη και τώρα μιλάνε για εκλογική πίτα και τους τρέχουνε αναίσχυντα τα σάλια. Τον Βενιζέλο ειδικά τον είδα που γυάλισε το μάτι του μόλις οι εταιρίες δημοσκοπήσεων ανάφεραν τη λέξη «πίτα». Αν και για να πω την αλήθεια, δυσκολεύτηκα κάπως να διακρίνω το γυάλισμα του ματιού, έτσι όπως έχει κλείσει απ’ το λίπος. Φάγαvε καλά δε λέω, φαίνεται άλλωστε. Έτσι κι εγώ από Δευτέρα λέω να αρχίσω δίαιτα γιατί σιχάθηκα. Απελπίστηκε η ψυχή μου μ’ αυτά που βλέπω κι εκεί όπου πορεύεται ο τόπος. Και τί να κάνω που κατάντησα να σκέφτομαι να ψηφίσω Χατζηγιάννη για να το ρίξω κάπου. Να εξοστρακιστώ λες για να μη βλέπω; Άσε, έχουν σειρά άλλοι…
Καλά το είπε ο Πάγκαλος, ότι για να αρχίσουμε την επανάσταση πρέπει να παρκάρουμε κάπου τις Μercedes. Κι αυτή η καμπάνα δεν χτυπά μονάχα για την πολιτική τάξη, αλλά για όλους εκείνους που κρέμασαν το αμπέχωνο στην αίθουσα αναμονής και καβάλισαν τα κάμπριο. Και μια που μιλάμε για τετράτροχα βλέπω τόσες αγγελίες τελευταία να πουλάνε αυτοκίνητα και μηχανάκια όσο όσο «λόγω αναχώρησης στο εξωτερικό». Καλά μ’ αυτά, αλλά και καφετιέρες και φουρνάκια μικροκυμάτων που τα πουλάμε όλα λόγω αναχώρησης, τί πάθανε και δεν χωράνε μαζί μας στη βαλίτσα; Που βρήκες βρε Κίτσο μ’ λεβέντη να πας στο εξωτερικό; Πουλήσαμε πρώτα τις ιδεολογίες και τώρα μας απόμειναν οι καφετιέρες… Καλά κρασιά.
3/11/10
«Νυχτερινά»
Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας
Καζούο Ισιγκούρο
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2009
Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
σελ. 208 € 14,00
Στη νέα του εξαιρετική συλλογή διηγημάτων ο Καζούο Ισιγκούρο καταπιάνεται με τον έρωτα, τη μουσική, το πέρασμα του χρόνου. Το εξαίσιο αυτό λογοτεχνικό κουιντέτο μάς μεταφέρει από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο κι από το σαλόνι ενός λονδρέζικου διαμερίσματος στους αχανείς διαδρόμους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο Χόλιγουντ. Στη διάρκεια της διαδρομής γνωρίζουμε νεαρούς ονειροπόλους, αφανείς μουσικούς και σταρ στη δύση τους, που όλοι βρίσκονται σε μια στιγμή απολογισμού και προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Όμως οι πέντε ήρωες αυτών των νυχτερινών διηγημάτων έχουν ακόμα ένα κοινό σημείο: την αγωνία τους να μη χάσει η ζωή τη μαγεία της, ακόμη κι όταν έχουν πια ξεθωριάσει οι ανθρώπινες σχέσεις και οι νεανικές ελπίδες έχουν διαψευσθεί.
«Τα βιβλία του Ισιγκούρο είναι Ζεν κήποι δίχως “ανθισμένες” μεταφορές, δίχως ατίθασα ζιζάνια που απειλούν να καταπιούν την ουσία της πλοκής».
The Globe and Mail
«Ένας συγγραφέας που παίρνει τεράστια ρίσκα και κατόπιν χρησιμοποιεί τα εξαιρετικά του χαρίσματα για να τα χειριστεί όσο πιο λιτά γίνεται».
The New York Times Book Review
Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας
Καζούο Ισιγκούρο
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2009
Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
σελ. 208 € 14,00
Στη νέα του εξαιρετική συλλογή διηγημάτων ο Καζούο Ισιγκούρο καταπιάνεται με τον έρωτα, τη μουσική, το πέρασμα του χρόνου. Το εξαίσιο αυτό λογοτεχνικό κουιντέτο μάς μεταφέρει από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο κι από το σαλόνι ενός λονδρέζικου διαμερίσματος στους αχανείς διαδρόμους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο Χόλιγουντ. Στη διάρκεια της διαδρομής γνωρίζουμε νεαρούς ονειροπόλους, αφανείς μουσικούς και σταρ στη δύση τους, που όλοι βρίσκονται σε μια στιγμή απολογισμού και προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Όμως οι πέντε ήρωες αυτών των νυχτερινών διηγημάτων έχουν ακόμα ένα κοινό σημείο: την αγωνία τους να μη χάσει η ζωή τη μαγεία της, ακόμη κι όταν έχουν πια ξεθωριάσει οι ανθρώπινες σχέσεις και οι νεανικές ελπίδες έχουν διαψευσθεί.
«Τα βιβλία του Ισιγκούρο είναι Ζεν κήποι δίχως “ανθισμένες” μεταφορές, δίχως ατίθασα ζιζάνια που απειλούν να καταπιούν την ουσία της πλοκής».
The Globe and Mail
«Ένας συγγραφέας που παίρνει τεράστια ρίσκα και κατόπιν χρησιμοποιεί τα εξαιρετικά του χαρίσματα για να τα χειριστεί όσο πιο λιτά γίνεται».
The New York Times Book Review
Το σχόλιο του viewer: Ένας βρετανοθρεμένος ιάπωνας συγγραφέας με πραγματικά δυνατή πένα σε ένα κουϊντέτο που ραγίζει καρδιές! Μετρημένος αλλά όχι συντηρητικός, γενναιόδωρος μα διόλου υπερφίαλος, βουτάει στην ανθρώπινη ψυχή με λιτότητα μέσα σε μια ελαφριά ατμόσφαιρα που φυσά θαρρείς ένα νυχτερινό αεράκι, τσαλακώνοντας τους χαρακτήρες του με χιούμορ, σκιτσάροντας μουσικά το χρόνο καθώς επίσης πράγματα και καταστάσεις, σε τούτα τα τόσο ολοκληρωμένα διηγήματα που θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηρισθούν νουβέλες-καρποί ξεφλουδισμένοι από τα εξωτερικά τους φυλλώματα. Αν και είμαι πολιτικά αντίθετη, υπήρξε από εκείνα τα αναγνώσματα που μου φόρεσε το γνωστό μου μειδίαμα ονειροπόλησης κι απόλαυσης...
23/10/10
Ἰαπωνικὰ ἄνθη
Ραφαέλε Λὰ Κάπρια (Raffaele La Capria, Fiori giapponesi)
ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Φαντασία ἀπὸ Χαρτὶ» πωλοῦνταν χιλιάδες πράγματα φτιαγμένα ἀπὸ χαρτί, κουτιὰ κάθε χρώματος καὶ διάστασης, τετράδια μὲ φανταχτερὰ ἐξώφυλλα, πόστερ ὑπέροχα ποὺ κρεμιοῦνται στὸν τοῖχο, καπέλα, φορεσιές, χαρταετοί, μάσκες, καρναβαλίστικες ντουντοῦκες κι οἱ ἐκπλήξεις δὲν τελειώνουν ποτέ. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πάγκους ἕνας ἄντρας μὲ τὰ μάτια τραβηγμένα πρὸς τὰ πάνω σὰν δυὸ μαῦρα εἰσαγωγικὰ κάνει νόημα στὸ κοριτσάκι νὰ πλησιάσει. Ἐκείνη σφίγγοντας τὸ χέρι τοῦ πατέρα προσεγγίζει διστακτικὰ στὸν πάγκο. Ὁ ἄντρας τῆς δείχνει τρία μικρὰ κοχύλια πού ’χουν τὰ χείλη σφραγισμένα κι ἔπειτα τῆς λέει «Κοίτα!» καὶ τ’ ἀφήνει νὰ πέσουν σὲ ἕνα ποτήρι ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ νερό. Βυθισμένα στὸ νερὸ τὰ κοχύλια ἀνοίγουν σιγὰ-σιγὰ τὰ χείλη τους, κάτι σὰν νὰ τὰ σπρώχνει ἀπὸ μέσα, ἀνοίγουν διάπλατα καὶ νά ‘το ἀναδύεται ἕνα ἄνθος ζωντανὸ ποὺ ἀπορροφώντας ἀνοίγει καὶ διαστέλλεται, ἀναπτύσσεται ἐπάνω στὸ μίσχο, ἐνῶ τὰ πέταλα ἀνοίγουν κι ἁπλώνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο, μέχρι ποὺ καταλαμβάνουν ὁλόκληρο τὸ ποτήρι. Ἡ μικρούλα μαγεύτηκε.
«Μα τί εἶναι;»
«Ἰαπωνικὰ ἄνθη»
«Ἰαπωνικὰ ἄνθη; Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι!»
«Δὲν τὰ καταφέρνουν ν’ ἀνοίξουν ὅλα, βλέπεις;»
«Γιατί;»
«Ποιὸς ξέρει. Εἶναι λουλούδια ἀπὸ χαρτί. Κάποιο ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια, κάποιο ὄχι.»
«Αὐτὸ ἐδῶ φαίνεται ἀληθινό!»
«Κι ἀνοίγουν γιὰ σένα.»
«Γιὰ μένα;»
«Ανοίγουν γιὰ τὸν καθένα μὲ τρόπο διαφορετικό, σὰν νὰ εἶναι ὁ καθένας τὸ νερὸ ποὺ τὰ περιέχει.»
«Τὰ θέλω! Μοῦ τ’ ἀγοράζεις μπαμπὰ τὰ ἰαπωνικὰ ἄνθη;»
«Πάρ’ τα καὶ βάλ’ τα στὸ δωμάτιό σου καὶ θὰ δεῖς ποὺ ἀπόψε τὴ νύχτα θ’ ἀνθίσουν.»
«Λοιπόν, θὰ μοῦ τὰ πάρεις;»
Τὰ κοιτάζει κι ὁ πατέρας, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἀνησυχία ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ συγκρατήσει. Σήμερα τὸ βράδυ ἡ μικρούλα ξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνο οὐρλιάζοντας. Ἐκεῖνος ξέρει τί τῆς συμβαίνει ὅταν σπαράζει ἔτσι. Συνέβαινε καὶ σὲ κεῖνον, τὴ στιγμὴ ποὺ κάθε ἀκίνδυνο ἀντικείμενο τῆς κάμαρης ὅπου κοιμόταν, ἔμοιαζε νὰ φουσκώνει. Καὶ μεγάλωνε μέσα του σὰν ἰαπωνικὸ ἄνθος, τὸ Ἀπεριόριστο Πράγμα, τὸ ὑπερβολικό, χωρὶς ποτὲ νὰ βρίσκει τὸν ἀπαιτούμενο χῶρο, ποτέ, μήτε καὶ μέσα στὴ φαντασία. Κι ἔτσι σπρώχνοντας τὸ ἀπέβαλλε ἀπὸ μέσα του ρίχνοντάς το στὴν ἄβυσσο, σβῶλος ἀπὸ σκοτάδι στὸ σκοτάδι, καθὼς ἕνα οὐρλιαχτὸ ζωντάνευε, ἀγνώριστο, θηριῶδες, τὸ οὐρλιαχτό του, τὸ τελευταῖο του ἅρπαγμα. Μέχρι ποὺ κάποιος ἔτρεχε θορυβημένος, προλαβαίνοντας ἴσα-ἴσα νὰ τὸν σώσει, κι ἄναβε τὸ πορτατὶφ στὸ κομοδίνο. Τὸ μετρημένο φῶς τῆς λάμπας διέλυε τὸ σκοτάδι δημιουργώντας καταπραϋντικὲς σκιὲς γύρω ἀπ’ τὸ κρεββάτι. Τὸ καλὸ καὶ δίκαιο φῶς ποὺ τοῦ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ δεῖ ποῦ καταλήγουν τὰ μπράτσα καὶ τὰ πόδια, ν’ ἀναγνωρίσει σὲ μιὰ καρέκλα ἢ ἕνα τραπέζι τὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ποὺ τὸν ἐπανέφεραν στὴ θέση του στὸν κόσμο.
Ὅλα αὐτὰ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ πατέρα γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐνῶ ἡ μικρούλα τὸν ρώταγε «Λοιπὸν θὰ μοῦ τὰ πάρεις;» Κι ἐκεῖνος ψάχνει στὰ μάτια τῆς κόρης ἕνα σημάδι ἀπὸ κείνη τὴ λαθραία κι ἄπιαστη νυχτερινὴ ζωή, ὁπόταν κι αὐτὴ αἰσθάνεται ἀνεπανόρθωτα μόνη. Μὰ τίποτα δὲν φανερώνει κεῖνο τὸ βλέμμα ἀπὸ ὑγρὸ κεχριμπάρι, θαμπὸ καὶ μαζὶ ἰλλιγγιῶδες, μαγεμένο μπροστὰ σὲ τοῦτα τὰ λουλούδια ποὺ ἀνθίζουν μὲ τρόπο διαφορετικὸ γιὰ τὸν καθέναν.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).
Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγγραφέας, γνωστὸς ἰδιαίτερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγκεντρώθηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φωτογραφία καὶ συντήρηση ἔργων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς διαδρομὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/09/19/raffaele-la-capria-iaponika-anthi/
14/10/10
The art of losing
Ο μεγάλος Τζον Μπάνβιλ μιλάει στη Δέσποινα Τριβόλη για την τέχνη της αποτυχίας.
Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα.
Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας.
Παρατήρησα πως όταν μιλάτε για τις δυο συγγραφικές περσονές σας αναφέρεστε στον εαυτό σας στο τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι λίγο παράξενο αυτό;
Γράφετε πάνω από 30 χρόνια. Τι νομίζετε ότι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε το γράψιμο ή τον τρόπο με τον οποίο γράφετε;
του Νίκου Κουρμουλή
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=547978
Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα.
Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας.
Το πιο συνηθισμένο επίθετο που χρησιμοποιείται για τον Τζον Μπάνβιλ είναι «δύσκολος». Η γραφή του θυμίζει ποίηση -αιχμηρή και πυκνή συγχρόνως-, η γλώσσα του είναι δουλεμένη αριστοτεχνικά και λαξευμένη σαν μάρμαρο στον ήλιο. Τον παραλληλίζουν συχνά με έναν άλλο μεγάλο Ιρλανδό συγγραφέα, τον Τζέιμς Τζόις. Ο Μπάνβιλ γράφει πάνω από τριάντα χρόνια - έχει πια γίνει διάσημος, θεωρείται από τους κορυφαίους συγγραφείς του αγγλοσαξονικού κόσμου, κάτι που επιβεβαιώθηκε πλέον και επισήμως με το Βραβείο Μπούκερ που κέρδισε το 2005 για τη Θάλασσα. Ο ίδιος δηλώνει ότι απεχθάνεται τα βιβλία του. Ίσως γι' αυτό μετά το Μπούκερ, σε μια προσπάθεια απελευθέρωσης, εφηύρε μια άλλη συγγραφική περσόνα, τον Μπέντζαμιν Μπλακ, που γράφει ιστορίες μυστηρίου με πρωταγωνιστή έναν σκληρό ιατροδικαστή. Έχει μάλιστα βγάλει τέσσερα βιβλία στα τελευταία τρία χρόνια· περίεργη αντίφαση για έναν συγγραφέα που μοιάζει να γράφει με το σταγονόμετρο και έχει παραδεχτεί ότι γράφει μόλις διακόσιες λέξεις την ημέρα (μετά τη Θάλασσα έχει κυκλοφορήσει μόλις ένα βιβλίο ως Τζον Μπάνβιλ, τους Άπειρους Κόσμους).
Aφού κερδίσατε το Βραβείο Μπούκερ για το βιβλίο σας «Η Θάλασσα» δηλώσατε ότι χαρήκατε που ένα έργο τέχνης κέρδισε το Μπούκερ, κάτι που μάλλον ξένισε τους Λονδρέζους διανοούμενους. Παράλληλα, βέβαια, δηλώνετε συνέχεια πόσο πολύ αντιπαθείτε τα βιβλία που έχετε γράψει ως Τζον Μπάνβιλ. Δεν βλέπετε κάποια αντίφαση σε αυτό;
Νομίζω πως μάλλον μετανιώνω τώρα πια γι' αυτήν τη δήλωση. Ήμουν μάλλον σκανδαλιάρης και ήθελα να ενοχλήσω τους Λονδρέζους διανοούμενους, αν και εννοούσα αυτό που είπα: ήταν καλό που ένα βιβλίο σαν τη Θάλασσα, το οποίο τουλάχιστον φιλοδοξεί να είναι έργο τέχνης, κέρδισε ένα βραβείο που αποδίδεται ουσιαστικά στη mainstream λογοτεχνία που απευθύνεται στον μέσο όρο - όχι ότι υπάρχει τίποτα κακό στη mainstream λογοτεχνία που απευθύνεται στον μέσο όρο, αν αυτό είναι που σου αρέσει. Όσο για την απέχθεια που έχω για τα βιβλία μου, πρέπει στ' αλήθεια να προσπαθήσω να ξεκαθαρίσω τη θέση μου. Τα βιβλία μου είναι καλύτερα από οποιουδήποτε άλλου, φυσικά, απλώς όχι αρκετά καλά για μένα. Το μόνο που βλέπω όταν τα κοιτώ είναι τα ψεγάδια και οι ατέλειές τους, αν και φυσικά τέτοια πράγματα είναι αναπόφευκτα. Όπως λέει και ο Μπέκετ: «Προσπάθησε ξανά. Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα».
Τι μπορεί να κάνει κανείς αφού κερδίσει το Βραβείο Μπούκερ; Υπήρξε κάποια στιγμή που αναρωτηθήκατε τι θα μπορούσατε πλέον να επιτύχετε μετά από ένα τόσο σημαντικό βραβείο;
Το Βραβείο Μπούκερ είναι πάρα πολύ σημαντικό για έναν συγγραφέα, τον εκδότη του και τον τομέα των εκδόσεων γενικότερα, γιατί πουλάει πολλά βιβλία, πολλά από αυτά μάλιστα σε ανθρώπους που δεν θα διάβαζαν έναν συγκεκριμένο συγγραφέα ή ένα συγκεκριμένο βιβλίο. Αυτή όμως είναι και η μόνη του σημασία. Δεν αποτελεί κρίση για την τέχνη κάποιου. Ένας συγγραφέας που εντυπωσιάζεται από τα βραβεία έχει πρόβλημα.
Έχετε περιγράψει με μεγάλη λεπτομέρεια ότι ο Μπέντζαμιν Μπλακ έχει την ελευθερία να κάνει πράγματα που δεν κάνει ο Τζον Μπάνβιλ. Είναι αυτός ο λόγος που εφηύρατε αυτή την εναλλακτική συγγραφική περσόνα;
Δεν είμαι σίγουρος γιατί εφηύρα τον Μπέντζαμιν Μπλακ. Στην αρχή έμοιαζε με ένα παιχνίδι του μυαλού, αλλά πλέον νομίζω πως ήταν ένα παιχνίδι από την πλευρά του Μπάνβιλ για να κάνει ένα πείραμα και να δει πώς θα ήταν να πάει προς μια διαφορετική κατεύθυνση και τι ακριβώς θα μπορούσε να κάνει προς αυτή την κατεύθυνση. Οι φιλοδοξίες του Μπέντζαμιν Μπλακ δεν είναι τόσο υψηλές όσο του Μπανβιλ, αλλά ο Μπλακ, με τον δικό του ήσυχο τρόπο, αντλεί περηφάνια από το έργο του. Αυτή την περηφάνια τη ζηλεύει ο Μπάνβιλ.
Παρατήρησα πως όταν μιλάτε για τις δυο συγγραφικές περσονές σας αναφέρεστε στον εαυτό σας στο τρίτο πρόσωπο. Δεν είναι λίγο παράξενο αυτό;
Το κάνω μόνο και μόνο για να διαχωρίσω τον Μπέντζαμιν Μπλακ από τον Τζον Μπάνβιλ. Δεν αισθάνομαι διαιρεμένος ή διχασμένος. Για πάρα πολλά χρόνια έβγαζα τα λεφτά μου από την πρωινή μου δουλειά ως επιμελητή στις εφημερίδες. Αυτή η ζωή ήταν πιο διχασμένη από τη ζωή που ζω τώρα.
«Πόσο ανακριβής είναι η γλώσσα, και πόσο δύσκολο να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων» λέει ο Μαξ στη Θάλασσα. Αυτό μοιάζει να είναι μοτίβο σε όλα σας τα βιβλία. Όχι μόνο δίνετε μεγάλη σημασία στη γλώσσα, αλλά στη δουλειά σας συναντά κανείς την αντίληψη ότι η γλώσσα περιορίζει, ή ότι οι λέξεις δεν φτάνουν για να εκφράσουν το εύρος των συναισθημάτων ή των εικόνων που θα μπορούσε να έχει κάποιος. Ισχύει κάτι τέτοιο;
Οποιοσδήποτε γράφει ένα γράμμα στη μητέρα του, σε έναν διευθυντή τράπεζας ή στον εραστή του ξέρει πόσο ανεπαρκής και καμιά φορά προδοτική μπορεί να γίνει η γλώσσα. Όταν έχει γραφτεί το γράμμα, ο συγγραφέας κάνει ένα βήμα πίσω και παρατηρεί πως αυτό που ήθελε να πει δεν έχει ειπωθεί ή τουλάχιστον δεν έχει ειπωθεί πλήρως. Κάποιος άλλος μοιάζει να μιλάει, υπερκαλύπτοντας ή υποσκάπτοντας τη φωνή του συγγραφέα. Ποιο είναι αυτό το μυστήριο πρόσωπο με το οποίο μοιραζόμαστε τη γραφή μας; Είναι η ίδια η γλώσσα. Δεν εκφραζόμαστε εμείς μέσα από τη γλώσσα, η γλώσσα εκφράζεται μέσα από μας. Από την άλλη πλευρά, φυσικά, η γλώσσα είναι το πιο πολύτιμο δώρο που μας έχουν δώσει οι θεοί. Αν κάποιος με ρωτούσε ποια είναι η μεγαλύτερη εφεύρεση της ανθρωπότητας, θα έλεγα αμέσως: η πρόταση. Έχουν υπάρξει πολιτισμοί που τα κατάφεραν μια χαρά χωρίς τον τροχό, αλλά όλοι τους χρειαζόντουσαν την πρόταση, όχι μόνο για να ανθίσουν αλλά απλά και μόνο για να επιζήσουν.
Πολλές φορές σας βλέπουν ως δύσκολο ή έντονο συγγραφέα, κάποιον με εμμονή στη λεπτομέρεια, που γράφει σχεδόν ποιητικά. Πιστεύετε ότι ισχύει κάτι τέτοιο για τη δουλειά σας; Σας νοιάζει τι πιστεύουν οι άλλοι για τα βιβλία σας;
Θα ήθελα να αρέσουν τα βιβλία μου στους αναγνώστες -ή μάλλον να τα αγαπούν-, αλλά το μόνο που μπορώ να κάνω είναι να γράφω όσο πιο καλά μπορώ και να ελπίζω για το καλύτερο. Προσπαθώ να δώσω στην πρόζα μου το βάρος και την πυκνότητα της ποίησης - γιατί όχι; Ο μακαρίτης ο φίλος μου ο John McGahern έκανε πάντα έναν ωραίο διαχωρισμό: Έλεγε ότι υπάρχει η πρόζα, υπάρχει ο στίχος και υπάρχει και η ποίηση. Η ποίηση μπορεί να συμβεί και στις δυο μορφές γραφής. Η ποίηση είναι αυτή που δίνει αυτή την αίσθηση εγρήγορσης, αυτή την αίσθηση της έντονης ζωής για την οποία καταφεύγουμε στην τέχνη.
Γράφετε πάνω από 30 χρόνια. Τι νομίζετε ότι έχει αλλάξει στον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεστε το γράψιμο ή τον τρόπο με τον οποίο γράφετε;
Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Γράφω όπως έγραφα πάντα, προσπαθώντας να πω αυτό που θέλω όσο πιο σωστά γίνεται και αποτυγχάνω. Ίσως όμως αποτυγχάνω λίγο καλύτερα κάθε φορά.
Πιστεύετε ότι είναι δυνατόν να αλλάξει ένα βιβλίο τη ζωή κάποιου; Υπάρχει ένα βιβλίο που να έχει αλλάξει τη δική σας με κάποιον τρόπο;
Εξαρτάται από το βιβλίο και για ποια αλλαγή μιλάμε. Ο Ρίλκε έχει δηλώσει πως από τη στιγμή που θα αντικρίσεις τον αρχαϊκό κορμό του Απόλλωνα πρέπει να αλλάξεις τη ζωή σου, και πράγματι πρέπει, αλλά αυτή η αλλαγή πρέπει να είναι απειροελάχιστη. Όλα μάς αλλάζουν, μας μεγαλώνουν λίγο και η τέχνη έχει αυτό το αποτέλεσμα λίγο πιο έντονα από τα περισσότερα πράγματα τουλάχιστον. Οπότε όλα τα βιβλία που έχω διαβάσει με έχουν αλλάξει με κάποιον μικρό τρόπο.
Επισκεφτήκατε την Ελλάδα στα τέλη της δεκαετίας του '60 όταν δουλεύατε για την Aer Lingus. Υπάρχει μια εικόνα ή μια ιστορία από αυτή σας την επίσκεψη που να την έχετε κρατήσει μετά από όλα αυτά τα χρόνια;
Να περπατάω στο λυκόφως στη Μύκονο -όχι μόνο δεν είχε αεροδρόμιο, δεν είχε καν λεωφορεία ή αυτοκίνητα όσο ήμουν εκεί- και να συναντάω έναν όρμο με μια ξανθή παραλία, μια θάλασσα σκούρα σαν το κρασί και μία μόνο ταβέρνα που έπαιζε θρηνητική ελληνική μουσική από το ραδιόφωνο. Ήταν μια αξέχαστη στιγμή.
http://www.lifo.gr/mag/features/2105
http://www.lifo.gr/mag/features/2105
ΤΖΟΝ ΜΠΑΝΒΙΛ - ΑΠΕΙΡΟΙ ΚΟΣΜΟΙ
Μτφρ.: Τόνια Κοβαλένκο, Εκδόσεις Καστανιώτη, Σελ.: 252, τιμή: €14 .
Τροχίζοντας επίμονα τις προεξοχές των λέξεων, ο Τζων Μπάνβιλ φέρνει στο φως την υπεροχή της περιγραφής στη λογοτεχνία. Ένας υπέροχος στυλίστας, που ξεγλιστρά από την εκζήτηση. Το φως και η σκιά είναι τα αναπότρεπτα στοιχεία της συγγραφικής πραγματογνωμοσύνης του μεγάλου Ιρλανδού αφηγητή, στο τελευταίο του βιβλίο, με τίτλο «Άπειροι Κόσμοι». Η ένταση και η πυκνότητα του κειμένου δεν αφήνουν την παραμικρή αμφιβολία ότι η πεζογραφία δεν έχει πει την τελευταία της λέξη. Στο εν λόγω έργο ιχνογραφείται το χρονικό ενός επικείμενου θανάτου όπου οι Θεοί δεν είναι αμέτοχοι. Ο Αργειφάντης Ερμής, αυτός που φωτίζει τον ουρανό, ο προστάτης της αυγής, ο γλυκομίλητος κατεργάρης, επεμβαίνει συχνά στον ρου της εξιστόρησης βοηθώντας στην αποτροπή ή στη μετεξέλιξη των συμβάντων. Δεν ξεχνά βέβαια να καλύψει τα ίχνη του γέρο-Δία πατέρα, που η αποτρόπαιη δίψα του για ερωτική αποδοχή περιπλέκει τις ανθρώπινες αδυναμίες.
Ο κύριος όγκος του μυθιστορήματος, από την άλλη, εκφράζεται μέσα από το ανθρώπινο στοιχείο, που αντιπροσωπεύεται από μια οικογένεια. Μια ιεραρχική ομάδα, όπου δεσπόζει η μορφή του πατέρα. Θα λέγαμε, καλύτερα, η απουσία αυτού. Διότι ο δεινός μαθηματικός, ο εφευρέτης συμβόλων, ο μελετητής των αριθμών, βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σάβανο της σάρκας του. Στο «Υπερώο» του σπιτιού, ο Αδάμ πεθαίνει. Πρωτόπλαστος, που ταυτόχρονα είναι και εξόριστος. Με μια έννοια πραγματιστική. Ποτέ του δεν χώρεσε σε κανόνες. Το αδούλωτο πνεύμα του σαρώνει περιοχές απάτητες και σκέψεις απωθημένες. Γαντζωμένα θραύσματα συσσωρευμένων παθών. Μιλιά δεν έχει. Κέρινη ακινησία. Από κοντά η πολύ νεότερη γυναίκα του. Τι την μάγεψε σε αυτόν το δυσοίωνο άντρα, ακόμη αναρωτιέται. Ένα βροχερό απόγευμα σε μια γέφυρα, θυμάται. Ελπίζει πως αυτή θα είναι η τελευταία εικόνα που θα πάρει μαζί του. Ακολουθεί η Πέτρα, η νευρωτική κόρη. Συντάσσει με ευλάβεια ιερομόναχου ένα ευρετήριο ιατρικών παθήσεων. Δυσκολεύεται στην επικοινωνία. Ο χρόνος είτε σέρνεται είτε την παρασύρει σε ένα ξέφρενο αγώνα ταχύτητας. Δίπλα της, στον ρόλο του αδερφού, ο Αδάμ νούμερο δύο. Ανασφαλής και υπόλογος της πατρικής χειραφέτησης. Όσο και αν προσπαθεί να αποκτήσει ολότελα δική του φωνή, αποτυγχάνει παταγωδώς. Η γυναίκα του, μια ηθοποιός του κλασικού θεάτρου, ερωτικά παραμελημένη, αποτελεί το νήμα της στάθμης για τη πνευματική του υγεία.
Η ψυχρή πρόζα του Μπάνβιλ, γνωστός και με το ψευδώνυμο Μπέντζαμιν Μπλακ, ξεχύνεται χειμαρρώδης, από κάθε δυνατή πηγή. Οι πόροι της αναπνέουν ζωτικότητα. Στροβιλίζει τον μύθο γύρω από μνήμες και απαριθμήσεις. Οι παλιότεροι τις καταχωνιασμένες απώλειές τους, οι νεότεροι τη δειλία τους, οι Θεοί τις αταξίες τους. Αυτό το αμβλύστομο μείγμα παρασύρει στη μυστική σπηλιά του τον φέροντα σκελετό μιας μυθιστορίας, που ακάματη ερεθίζει τις αισθήσεις. Ο λόγος του ακριβός, με μαύρο χιούμορ και σαιξπηρικές απολήξεις, αποκτά την στιλπνότητα της ποίησης δίχως να είναι καν ποιητικός. Ο τίτλος και μόνο προδίδει ένα παράδοξο ερώτημα. Το άπειρο πολλαπλασιάζεται; Είναι ένα όλον ή στοιχειοθετημένες ψηφίδες, ατάκτως σπαρμένες; Το μυστήριο του Άλλου.
Η αρχική ιδέα για το μυθιστόρημα πάρθηκε από το θεατρικό έργο του Γερμανού ρομαντικού συγγραφέα Χάινριχ φον Κλάιστ, «Αμφιτρύων». Τελικά αυτονομήθηκε, αφού ο σχηματισμός των ηρώων τράβηξε τον Μπάνβιλ σε άλλα μονοπάτια. Ένα άπειρο σύμπαν όπου όλες ή τουλάχιστον οι περισσότερες επιθυμίες τείνουν να πραγματοποιηθούν. Η κύρια αδυναμία των «θνητών» έγκειται στο ότι αξιολογούν τη λογική σαν την οδό προς την αλήθεια. Έτσι χάνουν ένα μεγάλο κομμάτι από τη γοητεία των πραγμάτων. Εκεί σημαντικό ρόλο παίζει η έκφραση, οι διαστάσεις και όχι το αντικείμενο αυτό καθεαυτό. Οι σχέσεις των επίγειων χαρακτήρων προσβάλλονται από την ανυπαρξία. Αγνοούν τα κομμάτια που λείπουν από τον χάρτη. Ενώ προσπαθούν να τα βρουν, επινοούν δικά τους σχέδια και φαντασιακές ενασχολήσεις που τελικά τους ενώνουν. Αυτοσχεδιάζουν, εναρμονισμένοι με την φύση που οργιάζει γύρω τους. Έχουν κατασκευάσει μια ιδιότυπη Κιβωτό, όπου ο καθένας παροτρύνει τον διπλανό του για τη τελική έξοδο. Ο πατέρας, αυτός ο φροντιστής και τιμωρός, μετακινεί σαν μαριονέτες τους οικείους του. Η φαινομενική αυθεντία του ενός σπάει σε μικρά κομμάτια όταν ξεσπά η οδύνη και η ενοχή παλιότερων πληγών.
Ο Μπάνβιλ εκτροχιάζει τη σκέψη των πρωταγωνιστών του, βάζοντάς τους συνεχώς διλήμματα. Ακόμη και μια απλοϊκή πράξη είναι βάσανο. Διακτινίζεται σε παράλληλες περιφέρειες χωροχρόνου. Ο συγγραφέας δοκιμάζει σε αυτό το βιβλίο να μετατρέψει τη γνώριμη αποστασιοποίηση του σε λυρικό τραγούδι και το πετυχαίνει σε εξαίσιο βαθμό. Ένας υδροβιότοπος από ζωγραφισμένες αρτ-ντεκώ σκηνές, όπου διακρίνεται δια γυμνού οφθαλμού η αγάπη του Μπάνβιλ για τους κόλαφους των ακατονόμαστων ηδονών, και δεν μιλάμε αποκλειστικά γι' αυτούς της σάρκας. Ύστερα από το βραβείο Booker (με το μυθιστόρημα «Η θάλασσα», 2005), ο Τζων Μπάνβιλ επιστρέφει ως Μπάνβιλ, συστήνοντας μας, ξανά, τον ζωτικό χώρο του αδιανόητου, σαν μοχλός σκέψης. Σαν τρίχα πάνω στην επιφάνεια της λίμνης, σαν σκόνη που μπαίνει από τα ανοιχτά παράθυρα. Αξίζει να σημειώσουμε πως η μετάφραση της Τόνιας Κοβαλένκο μεταγγίζει απλόχερα όλη την υγρασία του πρωτότυπου κειμένου.
του Νίκου Κουρμουλή
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=547978
9/10/10
Αντόνιο Ταμπούκι “Η ζωή δε βρίσκεται σε αλφαβητική σειρά”
"Η ζωή δε βρίσκεται σε αλφαβητική σειρά, όπως πιστεύετε εσείς. Εμφανίζεται λίγο εδώ και λίγο εκεί, όπως νομίζει αυτή καλύτερα, θρυμματίζεται, το πρόβλημα είναι να μαζέψεις μετά τα ψίχουλα, είναι μια σωρός από άμμο -και ποιός είναι άραγε ο κόκκος που συγκρατεί τον άλλο; Κάποιες φορές εκείνος που βρίσκεται στην κορυφή και φαίνεται υποβασταζόμενος από όλη τη σωρό είναι ακριβώς αυτός που κρατάει ενωμένους όλους τους άλλους. Γιατί αυτή η σωρός, βλέπεις, δεν υπακούει στους νόμους της φυσικής, βγάλε τον κοκκίσκο που πίστευες ότι δεν στήριζε τίποτα και καταρρέουν όλα, η άμμος γλυστρά, ισοπεδώνεται και δεν σου μένει άλλο από το να κάνεις ζιγκ ζαγκ με το δάχτυλο, κλωθογυρίσματα, μονοπάτια που δεν σε βγάζουν πουθενά, και δώστου να μένεις εκεί σχεδιάζοντας ελιγμούς, μα που να’ναι εκείνος ο ευλογημένος κόκκος που τους ένωνε όλους μαζί… Κι ύστερα, μια μέρα το δάχτυλο σταματά από μόνο του, δεν αντέχει πια να κλωθογυρίζει, στην άμμο υπάρχει ένα διάγραμμα περίεργο, ένα σχέδιο ανώφελο δίχως νόημα κι εκεί μια υποψία σε κυριεύει, ότι η σημασία όλου αυτού του πράγματος ήτανε τελικά τα ζιγκ ζαγκ."
Μετάφραση: Ξένια Παπαδημητρίου
Antonio Tabucchi
“La vita non è in ordine alfabetico”
"La vita non è in ordine alfabetico come credete voi. Appare... un po' qua e un po' là, come meglio crede, sono briciole, il problema è raccoglierle dopo, è un mucchietto di sabbia, e qual è il granello che sostiene l'altro? A volte quello che sta sul cocuzzolo e sembra sorretto da tutto il mucchietto, è proprio lui che tiene insieme tutti gli altri, perché quel mucchietto non ubbidisce alle leggi della fisica, togli il granello che credevi non sorreggesse niente e crolla tutto, la sabbia scivola, si appiattisce e non ti resta altro che farci ghirigori col dito, degli andirivieni, sentieri che non portano da nessuna parte, e dai e dai, stai lì a tracciare andirivieni, ma dove sarà quel benedetto granello che teneva tutto insieme... e poi un giorno il dito si ferma da sé, non ce la fa più a fare ghirigori, sulla sabbia c'è un tracciato strano, un disegno senza logica e senza costrutto, e ti viene un sospetto, che il senso di tutta quella roba lì erano i ghirigori."
Ο Αντόνιο Ταμπούκι γεννήθηκε το 1943 στην Πίζα, πόλη στην οποία εξακολουθεί να μένει, μετά από πολύχρονη παραμονή στην Πορτογαλία. Το 1997 τιμήθηκε με το Ευρωπαϊκό Αριστείο Γραμμάτων. Τα βιβλία που έχει εκδώσει μέχρι σήμερα είναι τα εξής : Piazza d'Italia (1975), Il piccolo naviglio (1978), Il gioco del rovescio (1981), Donna di Porto Pim (1983 - Η γυναίκα του Πόρτο Πιμ, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα 1977), Notturno Indiano (1984 - Νυχτερινό στην Ινδία, ελλην. μτφρ. Μυρσίνης Ζορμπά, Οδυσσέας, 1990), Piccoli equivoci senza importanza (1985), Il filo dell'orizzonti (1986 - Η γραμμή του ορίζοντα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1998), I volatili del Beato Angelico (1987), I dialoghi mancati (1988), Un baule pieno di gente (1990), L'angelo nero (1991 - Ο Μαύρος Άγγελος, ελλην. μτφρ. Τότας Κονβερτίνο, Εστία, 1995), Sogni di sogni (1992 - Όνειρα ονείρων, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999), Requiem (1992 - Ρέκβιεμ, ελλην. μτφρ. Domenica Minniti, Οδυσσέας, 1994), Gli ultimi tre giorni di Fernando Pessoa (1994 - Οι τρεις τελευταίες μέρες του Φερνάντο Πεσσόα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Άγρα, 1999) Sostiente Pereira (1994 - Έτσι ισχυρίζεται ο Περέιρα, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1995), La testa perduta di Damasceno Monteiro (1997 - Η χαμένη κεφαλή του Νταμασένου Μοντέιρου, ελλην. μτφρ. Ανταίου Χρυσοστομίδη, Ψυχογιός, 1998), Ένα πουκάμισο γεμάτο λεκέδες - Συζητήσεις του Αντόνιο Ταμπούκι με τον μεταφραστή του Ανταίο Χρυσοστομίδη εφ' όλης της ύλης (Άγρα, 1999).
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)