Ραφαέλε Λὰ Κάπρια (Raffaele La Capria, Fiori giapponesi)
ΤΟ ΚΑΤΑΣΤΗΜΑ μὲ τὴν ἐπιγραφὴ «Φαντασία ἀπὸ Χαρτὶ» πωλοῦνταν χιλιάδες πράγματα φτιαγμένα ἀπὸ χαρτί, κουτιὰ κάθε χρώματος καὶ διάστασης, τετράδια μὲ φανταχτερὰ ἐξώφυλλα, πόστερ ὑπέροχα ποὺ κρεμιοῦνται στὸν τοῖχο, καπέλα, φορεσιές, χαρταετοί, μάσκες, καρναβαλίστικες ντουντοῦκες κι οἱ ἐκπλήξεις δὲν τελειώνουν ποτέ. Σὲ κάποιον ἀπὸ τοὺς πάγκους ἕνας ἄντρας μὲ τὰ μάτια τραβηγμένα πρὸς τὰ πάνω σὰν δυὸ μαῦρα εἰσαγωγικὰ κάνει νόημα στὸ κοριτσάκι νὰ πλησιάσει. Ἐκείνη σφίγγοντας τὸ χέρι τοῦ πατέρα προσεγγίζει διστακτικὰ στὸν πάγκο. Ὁ ἄντρας τῆς δείχνει τρία μικρὰ κοχύλια πού ’χουν τὰ χείλη σφραγισμένα κι ἔπειτα τῆς λέει «Κοίτα!» καὶ τ’ ἀφήνει νὰ πέσουν σὲ ἕνα ποτήρι ποὺ ξεχειλίζει ἀπὸ νερό. Βυθισμένα στὸ νερὸ τὰ κοχύλια ἀνοίγουν σιγὰ-σιγὰ τὰ χείλη τους, κάτι σὰν νὰ τὰ σπρώχνει ἀπὸ μέσα, ἀνοίγουν διάπλατα καὶ νά ‘το ἀναδύεται ἕνα ἄνθος ζωντανὸ ποὺ ἀπορροφώντας ἀνοίγει καὶ διαστέλλεται, ἀναπτύσσεται ἐπάνω στὸ μίσχο, ἐνῶ τὰ πέταλα ἀνοίγουν κι ἁπλώνονται ὁλοένα καὶ περισσότερο, μέχρι ποὺ καταλαμβάνουν ὁλόκληρο τὸ ποτήρι. Ἡ μικρούλα μαγεύτηκε.
«Μα τί εἶναι;»
«Ἰαπωνικὰ ἄνθη»
«Ἰαπωνικὰ ἄνθη; Τί ὄμορφα ποὺ εἶναι!»
«Δὲν τὰ καταφέρνουν ν’ ἀνοίξουν ὅλα, βλέπεις;»
«Γιατί;»
«Ποιὸς ξέρει. Εἶναι λουλούδια ἀπὸ χαρτί. Κάποιο ἔρχεται στὴν ἐπιφάνεια, κάποιο ὄχι.»
«Αὐτὸ ἐδῶ φαίνεται ἀληθινό!»
«Κι ἀνοίγουν γιὰ σένα.»
«Γιὰ μένα;»
«Ανοίγουν γιὰ τὸν καθένα μὲ τρόπο διαφορετικό, σὰν νὰ εἶναι ὁ καθένας τὸ νερὸ ποὺ τὰ περιέχει.»
«Τὰ θέλω! Μοῦ τ’ ἀγοράζεις μπαμπὰ τὰ ἰαπωνικὰ ἄνθη;»
«Πάρ’ τα καὶ βάλ’ τα στὸ δωμάτιό σου καὶ θὰ δεῖς ποὺ ἀπόψε τὴ νύχτα θ’ ἀνθίσουν.»
«Λοιπόν, θὰ μοῦ τὰ πάρεις;»
Τὰ κοιτάζει κι ὁ πατέρας, ἀλλὰ μὲ μιὰ ἀνησυχία ποὺ δὲν καταφέρνει νὰ συγκρατήσει. Σήμερα τὸ βράδυ ἡ μικρούλα ξύπνησε ἀπὸ τὸν ὕπνο οὐρλιάζοντας. Ἐκεῖνος ξέρει τί τῆς συμβαίνει ὅταν σπαράζει ἔτσι. Συνέβαινε καὶ σὲ κεῖνον, τὴ στιγμὴ ποὺ κάθε ἀκίνδυνο ἀντικείμενο τῆς κάμαρης ὅπου κοιμόταν, ἔμοιαζε νὰ φουσκώνει. Καὶ μεγάλωνε μέσα του σὰν ἰαπωνικὸ ἄνθος, τὸ Ἀπεριόριστο Πράγμα, τὸ ὑπερβολικό, χωρὶς ποτὲ νὰ βρίσκει τὸν ἀπαιτούμενο χῶρο, ποτέ, μήτε καὶ μέσα στὴ φαντασία. Κι ἔτσι σπρώχνοντας τὸ ἀπέβαλλε ἀπὸ μέσα του ρίχνοντάς το στὴν ἄβυσσο, σβῶλος ἀπὸ σκοτάδι στὸ σκοτάδι, καθὼς ἕνα οὐρλιαχτὸ ζωντάνευε, ἀγνώριστο, θηριῶδες, τὸ οὐρλιαχτό του, τὸ τελευταῖο του ἅρπαγμα. Μέχρι ποὺ κάποιος ἔτρεχε θορυβημένος, προλαβαίνοντας ἴσα-ἴσα νὰ τὸν σώσει, κι ἄναβε τὸ πορτατὶφ στὸ κομοδίνο. Τὸ μετρημένο φῶς τῆς λάμπας διέλυε τὸ σκοτάδι δημιουργώντας καταπραϋντικὲς σκιὲς γύρω ἀπ’ τὸ κρεββάτι. Τὸ καλὸ καὶ δίκαιο φῶς ποὺ τοῦ ἀρκοῦσε γιὰ νὰ δεῖ ποῦ καταλήγουν τὰ μπράτσα καὶ τὰ πόδια, ν’ ἀναγνωρίσει σὲ μιὰ καρέκλα ἢ ἕνα τραπέζι τὰ σημεῖα ἀναφορᾶς ποὺ τὸν ἐπανέφεραν στὴ θέση του στὸν κόσμο.
Ὅλα αὐτὰ περνοῦσαν ἀπὸ τὸ μυαλὸ τοῦ πατέρα γιὰ μιὰ στιγμὴ ἐνῶ ἡ μικρούλα τὸν ρώταγε «Λοιπὸν θὰ μοῦ τὰ πάρεις;» Κι ἐκεῖνος ψάχνει στὰ μάτια τῆς κόρης ἕνα σημάδι ἀπὸ κείνη τὴ λαθραία κι ἄπιαστη νυχτερινὴ ζωή, ὁπόταν κι αὐτὴ αἰσθάνεται ἀνεπανόρθωτα μόνη. Μὰ τίποτα δὲν φανερώνει κεῖνο τὸ βλέμμα ἀπὸ ὑγρὸ κεχριμπάρι, θαμπὸ καὶ μαζὶ ἰλλιγγιῶδες, μαγεμένο μπροστὰ σὲ τοῦτα τὰ λουλούδια ποὺ ἀνθίζουν μὲ τρόπο διαφορετικὸ γιὰ τὸν καθέναν.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).
Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγγραφέας, γνωστὸς ἰδιαίτερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγκεντρώθηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φωτογραφία καὶ συντήρηση ἔργων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς διαδρομὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/09/19/raffaele-la-capria-iaponika-anthi/