Η κουκουβάγια ποὺ ἐκείνη τὴ νύχτα ἐξέπεμπε τὸ ἐρωτικό της κάλεσμα δὲν μποροῦσε νὰ ξέρει ὅτι ἡ ἀκατανίκητη ἐπίκληση μὲ τὴν ὁποία διατυμπάνιζε σ’ ὅλη τὴν οἰκουμένη, «Εἶμ-αι-δῶ! Εἶμ-αι-δῶ!», ἀντηχοῦσε στ’ ἀριστερὸ αὐτὶ τοῦ χωρικοῦ ποὺ κοιμόταν στὴν καλύβα πιὸ κάτω, σὲ μικρὴ ἀπόσταση ἀπὸ τὸ δέντρο ὅπου ἐκείνη κούρνιαζε. Τὸ χαλάζι ποὺ εἶχε πέσει μπόλικο τὴν προηγούμενη μέρα εἶχε καταστρέψει ἕνα μεγάλο μέρος τῶν ἀμπελώνων, ὁ καιρὸς δὲν φαινόταν νὰ ὑπόσχεται τίποτε καλύτερο —ἤτανε συνεχόμενα ἀσταθής— καὶ τώρα ἐκείνη ἡ φωνὴ προμήνυε λὲς κι ἄλλες ζημιές. Ὁ χωρικὸς κόλλησε τὸ πρόσωπο στὸ παράθυρο, εἶδε τὴ μεγάλη σκούρα μάζα πάνω στὴν καρυδιὰ ποὺ ὀρθωνόταν μπροστὰ στὸ σπίτι κι ἀπὸ κεῖ τοῦ ξανάρθε τὸ κάλεσμα τῆς κουκουβάγιας. Εἶχε διαλέξει βλέπεις δαῦτον κεῖνο τὸ δυσοίωνο πουλί, σὰν νὰ μὴν εἶχαν ἤδη πέσει τόσες συμφορὲς στὸ σπιτικό του, λὲς καὶ δὲν ἦταν ἀρκετὰ μίζερη ἡ ζωὴ ποὺ περνοῦσε, σὰ νὰ μὴν ἦταν ἀρκετὰ σκληρὸ τὸ χαλάζι τῆς προηγούμενης. Τὸ παλιὸ ἔθιμο, γιὰ νὰ σταματήσεις τὸ κακὸ μάτι, ὁ χωρικὸς τὸ γνώριζε καλά, κι ἀπὸ τὰ βάθη τῶν χρόνων τοῦ ἔφτανε ἡ ἐντολὴ ποὺ ὁ ἴδιος μὲ ἀκρίβεια θὰ ἀκολουθοῦσε. Πῆρε τὸ κυνηγετικὸ τουφέκι ποὺ κρεμόταν στὸν τοῖχο κι ἔτσι ὅπως ἦταν μὲ τὸ σώβρακο κατέβηκε πατώντας στὶς μύτες τῶν γυμνῶν του ποδιῶν καὶ δίχως νὰ κάνει καθόλου θόρυβο στὸ χορτάρι κρύφτηκε πίσω ἀπὸ τὸ θάμνο, ἐκεῖ ὅπου τὸ σκοτάδι ἦταν πιὸ παχύ. Στὴν ἡσυχία τῆς νύχτας στάθηκε μὲ τὸ αὐτὶ τεντωμένο, ὅμοιο μὲ ζώου τοῦ δάσους, ὥστε νὰ ἐντοπίσει ἀπὸ ποιὸ σημεῖο ἀκριβῶς προερχόταν τὸ σκούξιμο τῆς κουκουβάγιας. Κι ἐκείνη νὰ ἐπαναλαμβάνει σὲ ὅλο τὸ ἔναστρο σύμπαν ξανὰ καὶ ξανὰ τὸ κάλεσμα ἐκεῖνο τοῦ ἔρωτα ποὺ δὲν μποροῦσε πιὰ νὰ συγκρατήσει, «Εἶμ-αι-δῶ! Εἶμ-αι-δῶ!» Ἐκεῖ εἶσαι, ἔ; Μιὰ τουφεκιὰ λαμπάδιασε στὸ σκοτάδι καὶ νά, ἡ φτωχὴ κουκουβάγια πέφτει κάτω χτυπημένη στὴ φτερούγα.
Γιὰ ἕνα χωρικὸ ποὺ ὑπακούει σὲ μιὰ μοιρολατρικὴ ἐπιταγή, γιὰ ἕναν μίζερο χωρικὸ μαθημένο νὰ ἀντιμετωπίζει τὴν βίαιη δύναμη τοῦ κακοῦ καὶ τὰ σκοτεινά της μηνύματα μὲ μοναδικὰ ὅπλα ἐκεῖνα ποὺ ἡ ὠμὴ γνώση τῶν αἰώνων τὸν ἐφοδίασε, δὲν εἶναι ἀπανθρωπιά, παρὰ μόνο ἕνα τελετουργικὸ ξόρκι νὰ καρφώσει ζωντανὴ μιὰ κουκουβάγια στὴν ἐξώπορτα τοῦ σπιτιοῦ του. Ἔτσι λοιπὸν χωρὶς καθόλου νὰ διστάσει, ἤρεμα τὴν σταύρωσε τὴ φτωχὴ κουκουβάγια κι ἐξίσου ἤρεμα χτύπησε καὶ ξαναχτύπησε τὰ καρφιὰ ποὺ τὴ στέριωναν μὲ τὰ φτερὰ ἀνοιγμένα πάνω στὸ ξύλο. Ἡ κουκουβάγια στὴ στιγμὴ τοῦ τετέλεσται δίπλωσε τὸ κεφάλι ἀπὸ τὴ μιὰ πλευρά, οὔρλιαξε καὶ συσπάστηκε ἀπ’ ἄκρη σ’ ἄκρη ἐξαιτίας τοῦ φριχτοῦ πόνου ποὺ τὴ διαπερνοῦσε, ὥσπου τὰ πυκνά της βλέφαρα, τόσο ὅμοια μὲ τ’ ἀνθρώπινα, ἔκλεισαν στὰ μεγάλα ἀστραφτερὰ μάτια ποὺ σβήνανε ἀργὰ στὸ ψυχορράγημά της. Ὁ χωρικὸς κοίταξε ἱκανοποιημένος τὴν δουλειὰ τελειωμένη κι ἔτσι σίγουρος πιὰ γύρισε γιὰ ὕπνο στὸ κρεβάτι του. Τώρα τὸ χαλάζι θὰ ἀπέφευγε τὸ χωράφι του κι ἡ κουκουβάγια ποὺ προηγουμένως μὲ τὸ κάλεσμά της τὸν ἀπειλοῦσε, θὰ ξεραινόταν σιγὰ σιγὰ στὴν πόρτα του προστατεύοντάς τον ἀπὸ τὶς συμφορὲς τοῦ κόσμου.
Πηγή: Ἀπὸ τὸν τόμο Raffaele La Capria, Fiori giapponesi (1979).
Raffaele La Capria (Νάπολη τῆς Ἰταλίας, 1922). Ἰταλὸς συγγραφέας, γνωστὸς ἰδιαίτερα γιὰ τὰ τρία μυθιστορήματά του ποὺ συγκεντρώθηκαν ὑπὸ τὸν τίτλο Tre romanzi di una giornata (1982, Einaudi, Torino).
Μετάφραση ἀπὸ τὰ ἰταλικά:
Ξένια Παπαδημητρίου (Θεσσαλονίκη, 1974). Σπούδασε φωτογραφία καὶ συντήρηση ἔργων τέχνης. Δημοσίευσε διηγήματά της στὰ περιοδικὰ Νὰ ἕνα μῆλο, Συμπαντικὲς διαδρομὲς καὶ Ὥς3. Ζεῖ καὶ ἐργάζεται στὴν Ἰταλία καὶ στὴν Ἑλλάδα.
http://bonsaistoriesflashfiction.wordpress.com/2010/07/16/raffaele-la-capria-ftochi-mou-koukoubagi/