2/7/09

ΣΙΕΝΑ, Η «ΜΑΓΙΚΗ ΣΥΝΤΑΓΗ» ΤΗΣ ΤΟΣΚΑΝΗΣ


Ακολουθώντας μια διαδρομή που μοιάζει να ξεδιπλώνεται πάνω στις κυματοειδείς κοιλάδες της Τοσκάνης, θυμίζοντας ιταλική μπαλάντα, το τραίνο πλησιάζει σφυρίζοντας χαρούμενα στον σιδηροδρομικό σταθμό της Σιένα. Το κίτρινο αστικό λεωφορείο που ξεκινά από το σταθμό, είναι το επόμενο βήμα του ταξιδιού. Περνώντας από τα προάστια, σιγά σιγά σκαρφαλώνει προς το ιστορικό κέντρο της πόλης. Στέκεται στο κόκκινο φανάρι που βρίσκεται μπροστά σε μια από τις οκτώ πύλες του τείχους με τις βαριές ξύλινες πόρτες και περιμένει να του δώσει το σύνθημα για να περάσει το κατώφλι της μεσαιωνικής πόλης. Η Σιένα είναι μια πόλη μαγευτική, ίσως από τις πιο όμορφες της περιοχής της Τοσκάνης, χτισμένη πάνω στους λόφους, κι έτσι ενώ τη μία στιγμή την βλέπεις ολόκληρη να ποζάρει μπροστά σου, την επόμενη χάνεσαι μέσα σε ένα λαβύρινθο μεσαιωνικών σπιτιών, τοπίο που δημιουργεί μια τέλεια αντίθεση με την γειτονική αναγεννησιακή Φλωρεντία. Περιπλανώμαι μέσα στα στενά που ανταγωνίζονται σε ομορφιά μεταξύ τους, κι έχουν μείνει λες, ολόιδια μέσα στο χρόνο.  Η πόλη με κερδίζει από τα πρώτα ακόμη βήματά μου. Τα κτίσματα σε γήινο χρώμα, τα στενά πλακόστρωτα σοκάκια, μια οσμή  γαλήνιας ηρεμίας αναδύεται από την πόλη, που διατηρεί και μια ζωηρή φρεσκάδα. Η τέλεια συνταγή.

Μπορεί κανείς να παρατηρήσει ότι πολλές πόλεις και χωριά της Τοσκάνης φέρουν κοινά χαρακτηριστικά. Μια κεντρική πλατεία που περιστοιχίζεται από δημόσια και θρησκευτικά κτίρια, την εκκλησία, το δημαρχείο, μια λότζια που είναι μέρος της κεντρικής αγοράς, και ένα πανύψηλο καμπανίλε, το κωδωνοστάσιο που οι τεράστιες καμπάνες του ακουγόταν σε όλη την πόλη. Η Σιένα έχει ένα σύστημα ρυμοτομίας που συναντάμε αποκλειστικά εδώ. Χωρίζεται σε 17 «κοντράντε» (περιφέρειες) που η κάθε μία είναι στην ουσία μία αυτόνομη περιοχή, με τις παραδόσεις της, το μουσείο, την εκκλησία, το έμβλημά της και με μία κρήνη όπου συνήθιζαν να ξαναβαφτίζουν τα νεογέννητα χρίζοντάς τα μέλη της κοντράντα τους. Η αφοσίωση στη γενέθλια κοντράντα ήταν απόλυτη και συνεχίζεται ακόμη και σήμερα ανάμεσα στους Σιενέζους, με τη μορφή ενός πιο ήπιου ανταγωνισμού. Η κεντρική πλατεία ήταν πάντα ο χώρος διεξαγωγής των τοπικών εκδηλώσεων και της καθημερινής βόλτας, της «πασετζιάτα», και το ίδιο συμβαίνει ακόμα, στην κεντρική Πιάτσα ντελ Κάμπο, στην οποία φαίνεται να καταλήγει κάθε σοκάκι του ιστορικού κέντρου. Η επικλινής πλατεία είναι του 12ου αιώνα, κι έχει σχήμα βεντάλιας, ενώ περιστοιχίζεται ημικυκλικά από κομψά κτίρια που θυμίζουν τη Σιένα στη χρυσή εποχή της(1260-1348). Γραμμές από λευκό μάρμαρο χωρίζουν την βεντάλια σε εννέα τομείς, κι έχουν συμβολική αξία, αφού εκπροσωπούν τα μέλη του συμβουλίου των Εννέα, το οποίο ήταν υπεύθυνο για την διακυβέρνηση της μεσαιωνικής Σιένας. Η πλατεία διακατέχεται από μία χαλαρή ατμόσφαιρα, με τους επισκέπτες να κάθονται τις ηλιόλουστες μέρες καταμεσής της πλατείας. Είναι παράξενη η αίσθηση, θαρρείς πως δίνεις παράταση κι οι θεατές σου σε παρακολουθούν καθισμένοι στα πολυάριθμα καφέ και εστιατόρια που απλώνονται ολόγυρα. Μα ίσως τελικά είναι το επιβλητικό Παλάτσο Πούμπλικο που κλέβει την παράσταση από απέναντι και το πανύψηλο κωδωνοστάσιο Τόρε ντελ Μάντζα, των 102 μέτρων, που είναι το δεύτερο ψηλότερο της Ιταλίας. Χτίστηκε στα 1338-48 από τους αδελφούς Μούτσο και Φραντζέσκο ντι Ρινάλντο, για να δοξάσει την ελευθερία της πόλης-κράτους, σηματοδοτώντας το τέλος της φεουδαρχικής εποχής. Πήρε δε το όνομά του από τον πρώτο κωδωνοκρούστη που είχε το παρατσούκλι «Μάντζαγκουαντάνι» (=φάε τα κέρδη) λόγω της απραξίας του, αφού το μόνο που είχε να κάνει ήταν να σημαίνει τη βραδινή συσκότιση και να προειδοποιεί τους πολίτες για έναν επερχόμενο κίνδυνο. Ίσως όμως τελικά τούτο να είναι λίγο άδικο, αφού για να φτάσεις την πελώρια καμπάνα πρέπει να ανεβείς τα 505 σκαλιά του Τόρε, που στο πλάτος του χωρά ίσα ίσα ένα άτομο, και τούτο δεν είναι και μικρό πράγμα! Όταν όμως αγγίξεις την κορυφή αποζημιώνεσαι σίγουρα, αναπνέοντας έναν αέρα ελευθερίας, λίγο τσουχτερό βέβαια λόγω του ύψους...Είναι ιδανικό μέρος εδώ για να ρεμβάσει κανείς το πανόραμα της Σιένας, είτε να το ζωγραφίσει-όπως βλέπω να σχεδιάζουν γύρω μου- έτσι όπως αγκαλιάζεται από την ύπαιθρο της Τοσκάνης, θέαμα μοναδικό…Το Παλάτσο Πούμπλικο, με τις χαρακτηριστικές γοτθικές καμάρες της πρόσοψης, αποτελεί την έδρα του δημοτικού συμβουλίου από τον 13ο αιώνα. Μέρος του, το Μουσέο Τσίβικο, που οι αίθουσές του είναι ανοιχτές στο κοινό και όπου μπορεί κανείς να δει δείγματα τέχνης της σχολής της Σιένα. Εντυπωσιακές οι τοιχογραφίες των Αλμπρόντζο Λορεντζέτι, Σιμόνε Μαρτίνι στις σάλες του μουσείου από τον 14ο αιώνα. Συνεχίζω την περιήγηση στην ιστορία της τέχνης της Σιένα στη δημοτική πινακοθήκη, που περιέχει μία πολύτιμη συλλογή από έργα των Ντούκιο, Σιμόνε Μαρτίνι, Πιέτρο και Αλμπρόντζο Λορεντζέτι, Σατέστα και Μπάρτολο ντι Φρέντι.

Κάνω σημαντικές προσπάθειες να πειθαρχήσω και να επικεντρώσω το ενδιαφέρον μου στην τέχνη, γιατί ολόκληρη η πόλη μου φαίνεται σαν ένα έργο τέχνης και κάτι με ελκύει να χυθώ στους δρόμους της πόλης, άλλοτε στις γραφικές γειτονιές γύρω από τον Σαν Ντομένικο, άλλοτε στους πολύβουους κεντρικούς δρόμους της αγοράς βολτάροντας ανάμεσα στα εμπορικά καταστήματα. Κάνω στάση για ένα εσπρέσσο και βρίσκομαι σε δίλημμα, να παραγγείλω «Πανφόρτε ντι Σιένα», ένα σκούρο κέικ που φτιάχνεται με φρούτα γλασέ, ξηρούς καρπούς, κανέλα και γαρύφαλλο, ή τα «Ριτσαρέλι», γλυκά που φτιάχνονται από αλεσμένα αμύγδαλα, φλούδα πορτοκαλιού και μέλι. Το έντονο άρωμα του καφέ, με ξελογιάζει κι έπειτα ξεχύνεται στους δρόμους κουβαλώντας με μαζί του, αναμειγνύεται με τα γκρουπ των τουριστών που ξεναγούνται, τους Σιενέζους που απολαμβάνουν τους αργούς ρυθμούς της γενέτειρας τους, τους φοιτητές που κρατούν ένα σημαντικό κομμάτι του παλμού αυτής της πόλης. Στον περίπατό μου συναντώ κτίρια σαν το Παλάτσο Πικολομίνι, μια, αρχικά, ιδιωτική επιβλητική έπαυλη που σε αυτήν φυλάσσονται τα κρατικά και οικονομικά αρχεία από το 13ο αιώνα και δείγματα βιβλιοδετικής τέχνης του μεσαίωνα, την Λότζια ντελα Μερκανσία, μέσα στην αγορά, που χτίστηκε το1417 για να κλείνουν οι έμποροι τις συμφωνίες τους, το περιστύλιο Λότζε ντελ Πάπα που χτίστηκε το 1462 προς τιμήν του πάπα Πίου Β. Ανεβαίνοντας την via Galluzza κατευθύνομαι προς το σπίτι της Αγίας Αικατερίνης που η Κάρα της φυλάσσεται στο παρεκκλήσι του Σαν Ντομένικο, μίας γοτθικής εκκλησίας που μοιάζει με σιταποθήκη. Πιο πάνω η Φορτσέτα Μεντιτσέα, το κόκκινο φρούριο που στεγάζει σήμερα το ανοιχτό θέατρο και η Ενοτέκα Ιτάλια Περμανέντε που στεγάζεται στις πρώην αποθήκες πολεμοφοδίων της Φορτσέτα κι όπου μπορεί κανείς να δοκιμάσει και να αγοράσει κάθε ποικιλία κρασιού που παράγεται στην Ιταλία. Πολύ συχνά συναντώ μία στήλη με το θρυλικό άγαλμα της λύκαινας που θήλασε τον Ρωμύλο και τον Ρώμο, τους ιδρυτές της Ρώμης. Κι αυτό γιατί σύμφωνα με την παράδοση η Σιένα ιδρύθηκε από τον Σένιους, τον γιο του Ρώμου. Στην πραγματικότητα όμως η Σιένα είναι μία ετρουσκική πόλη που άρχισε να αναπτύσσεται κατά τον 1ο αιώνα, όταν οι Ρωμαίοι εγκατέστησαν σε αυτήν στρατιωτικό φυλάκιο. Στη μεγαλύτερη ακμή της έφτασε κατά τον Μεσαίωνα και υπήρξε μία από τις πλουσιότερες της Ευρώπης. Οι πρώτες τράπεζες που ιδρύθηκαν εδώ και συγκέντρωναν χρήματα από όλη τη Χριστιανοσύνη για λογαριασμό του Πάπα, στήριξαν μια πόλη όπου ο πλούτος και το μέγεθος της δύναμής της προκάλεσαν το φθόνο της Φλωρεντίας. Στο αποκορύφωμα της έφτασε υπό την εξουσία του Συμβουλίου των Εννέα, στο οποίο κυριαρχούσε η μεσαία τάξη κι υπήρξε υπεύθυνο για την ανέγερση πολλών γοτθικών κτιρίων που έδωσαν στη Σιένα την εκπληκτική μορφή της. Στην παρακμή έφτασε το 1348, όταν μία επιδημία πανώλης έπληξε την πόλη θερίζοντας σχεδόν το μισό πληθυσμό της κι από τότε δεν ανέκαμψε ποτέ. Διακόσια χρόνια αργότερα ηττήθηκε από τη Φλωρεντία, μετά από μία δεκαοχτάμηνη πολιορκία κι έκτοτε άρχισε να μαραζώνει στη σκιά της. Πολλά έργα τέχνης απομακρύνθηκαν, οι τράπεζες έκλεισαν κι απαγορεύτηκε κάθε οικοδομική δραστηριότητα στην πόλη.

Στην εποχή της ακμής της όμως οικοδομήθηκε το Ντουόμο, ο καθεδρικός ναός, που είναι από τους πιο εντυπωσιακούς της Ιταλίας και αντικατοπτρίζει τη δύναμη και τον πλούτο που γνώρισε κάποτε η πόλη. Οι κάτοικοι βοήθησαν να μεταφερθούν υλικά από τα κοντινά λατομεία που έδωσαν στο Ντουόμο τη ριγωτή ασπρόμαυρη μορφή του, με σκοπό να χτιστεί ο μεγαλύτερος ναός της Χριστιανοσύνης, σχέδιο που εγκαταλείφτηκε όταν η πανώλη χτύπησε την πόλη. Αυτό φανερώνεται από την ύπαρξη του ανολοκλήρωτου πλαϊνού κλίτους που αν τελείωνε το μήκος του θα έφτανε τα 50 μέτρα και το πλάτος του τα 30. Ο πλαϊνός διάδρομος του κλίτους στεγάστηκε και μετατράπηκε στο μουσείο έργων του Ντουόμο (Μουσέο ντελ Όπερα ντελ Ντουόμο) και περιλαμβάνει γλυπτά του Τζοβάνι Πιζάνο που κάποτε στόλιζαν την πρόσοψη του ναού, την αριστουργηματική Μαεστά του Ντούκιο, «Θεοτόκος σε θρόνο», καθώς και έργα των Α. Λορεντζέτι, Μαρτίνι Μπάρτολο. Η συλλογή περιλαμβάνει επίσης ταπιτσερί και χειρόγραφα.Το εσωτερικό του ναού είναι πραγματικά εκθαμβωτικό. Ασπρόμαυρες μαρμάρινες κολώνες στηρίζουν έναν εκπληκτικό θόλο, ένα μαρμάρινο δάπεδο με παραστάσεις από βιβλικές σκηνές, ο άμβωνας με ανάγλυφες παραστάσεις από τον Πιζάνο, το μπρούντζινο άγαλμα του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή από τον Ντονατέλο, το θυσιαστήριο του Πικολομίνι, μέρος του οποίου είχε φιλοτεχνήσει ο Μικαλάντζελο. Το Βαπτιστήριο περιέχει έναν από τους πιο σημαντικούς αναγεννησιακούς θησαυρούς της Σιένας, χαλκογραφίες που αναπαριστούν σκηνές από τη ζωή του Ιωάννη του Βαπτιστή, των Ντονατέλο, Λορέντζο Γκιμπέρτι, Τζάκοπο ντελα Κουέρτσια κ.α. ενώ η βιβλιοθήκη Πικολομίνι με τις προσφάτως ανακαινισμένες τοιχογραφίες του Πιντουρίκιο από τη ζωή του Πάπα Πίου Β είναι επίσης αξιόλογη, στο αριστερό κλίτος του ναού. Το Ντουόμο έχει μία εξαιρετική πρόσοψη από ρόδινο, λευκό και πράσινο μάρμαρο. Το σύμβολο του ανατέλλοντος ηλίου πάνω από την κεντρική είσοδο του ναού έχει χαρακτήρα συμβολικό. Ελπίζοντας να σταματήσει την αιματοχυσία και την εχθρότητα, ο Άγιος Βερναδίνος της Σιένας ήθελε να εγκαταλείψουν οι κάτοικοι τα εμβλήματα των κοντράντε τους και να ενωθούν κάτω από αυτό το σύμβολο του ανατέλλοντος Χριστού.



Ο ανταγωνισμός όμως συνεχίζεται ακόμα και σήμερα- οι Σιενέζοι περηφανεύονται με πάθος για την κοντράντα που ανήκουν-και κορυφώνεται στο φεστιβάλ του Πάλιο, ενός άγριου αγώνα με άλογα, που τα ιππεύουν αναβάτες χωρίς σέλα. Διεξάγεται προς τιμή της Παναγίας κάθε χρόνο στις 2 Ιουλίου και στις 16 Αυγούστου, στην ασφυκτικά γεμάτη από θεατές Πιάτσα ντελ Κάμπο, που τις μέρες εκείνες μετατρέπεται σε ιππόδρομο. Ο πρώτος αγώνας καταγράφτηκε στα 1283 και λέγεται ότι οι ρίζες του εθίμου προέρχονται από την εκγύμναση Ρωμαίων στρατιωτών. Οι αναβάτες εκπροσωπούν τις 17 κοντράντε, αλλά μόνο δέκα από αυτές μπορούν να συμμετέχουν, οπότε γίνεται κλήρωση. Μία φαντασμαγορική πομπή ξεκινά από το Ντουόμο, με τυμπανιστές, ραβδούχους και σημαιοφόρους που επιδεικνύουν τις ικανότητες τους πετώντας τη σημαία ψηλά, όλοι εκπρόσωποι των κοντράντε, ντυμένοι με μεσαιωνικά κοστούμια. Ο αγώνας που διεξάγεται με ανατριχιαστική ταχύτητα κι αγριότητα, διαρκεί ελάχιστα-μόλις 90 δευτερόλεπτα -σε αντίθεση με τα χρηματικά ποσά που ποντάρονται σε στοιχήματα και είναι τεράστια. Ο νικητής βραβεύεται με το «pallium», ένα λάβαρο με την εικόνα της Παρθένου και το ίδιο βράδυ καταλαμβάνει τιμητική θέση σε μία μεγάλη υπαίθρια γιορτή που γίνεται στην πλατεία που φωτίζεται με κεριά δημιουργώντας μία αίσθηση μοναδική… Ξ.Π. 2003
Copyright no 11509