12/12/11

Σκοτώνουν τους ήρωες όταν γεράσουν;

Βαρέθηκα τον διασυρμό. Περισσότερο βαρέθηκα να κάθομαι δακρύβρεχτη στην κουπαστή ενός καραβιού ακυβέρνητου με ένα κομματάκι ψωμί στο χέρι και τυλιγμένη με κουρέλια να το σφίγγω σαν το τελευταίο μου εφόδιο. Είναι κακομοιριά, αρνούμαι να ζήσω ή να πεθάνω με κακομοιριά, δε μου το επιτρέπει το παρελθόν μας. Από πότε λουφάξαμε και περιμένουμε να δούμε να μας αφαιρούν ένα ένα τα ζωτικά μας όργανα; Τί είναι αυτό που μας καθηλώνει; Ποιό είναι το αντίδοτο του εξατμισμένου θυμού; Για σας και για μενα μιλάω, πάντα απ τους νέους εξαρτώνται οι εξεγέρσεις, γιατί κοιμόμαστε τον ύπνο του δικαίου –φόβου- περιμένοντας να δούμε τι θα φέρει το ξημέρωμα; Τίποτα δε θα φέρει, ερήμωση και καταστροφή θα φέρει. Γιατί στο σκοτάδι θα εξαφανίζονται ολοένα και περισσότερα πράγματα που θα παίρνει κάποιο ξένο χέρι και το πρωί απλά  θα συνειδητοποιούμε ότι δεν βρίσκονται πια εκεί. Ποιός από τους καλλιτέχνες και τους διανοούμενους έδειξε ουσιαστική δράση; Κανείς. Ποιός από τους κλέφτες τιμωρήθηκε; Κανείς. Τί περιμένουν οι γονείς που τα παιδιά τους λιποθυμούν από την πείνα στα σχολεία και κοιμούνται στ΄αυτοκίνητα; Να μας δείξουν έλεος; Είδατε ποτέ κατακτητή να δείχνει έλεος;  Ή μήπως είδατε γονατισμένο πρόγονό μας να το ζητά; Για μας χτυπά η καμπάνα, κι αν θέλετε να φύγετε και ν΄ αφήσετε πίσω γέρους και μετανάστες να γυαλίζουν τα παπούτσια των κατακτητών, ώρα σας καλή. Οι υπόλοιποι όμως, που θα μείνουμε, δε νομίζετε ότι έχουμε χρέος να αντισταθούμε σθεναρά; Ή μήπως να στολίσουμε δέντρα σαν να κυλάει η ζωή με κάπως  λιγότερη ευδιαθεσία και να φάμε κουραμπιέδες και μελομακάρονα «όσο έχουμε ακόμα»; Ποιός το  ορίζει αυτό το «όσο έχουμε»; Κάποιος που δεν ξέρουμε, που μονάχα υποθέτουμε, ναι, ο εχθρός είναι αόρατος. Ας αρχίσουμε λοιπόν από αυτούς που γνωρίζουμε, κι είναι τρακόσιοι. Αυτούς που ζητάνε αναδρομικά των κλεψιών τους 240 εκ. και δε σταματάνε πουθενά. Τουλάχιστον για να μην ντρεπόμαστε όταν μια γιαγιά απλώνει το χέρι χωρίς να μας κοιτάζει. Ο πρώτος φόνος λοιπόν πρέπει να είναι του φόβου. Τίποτα δεν έχουμε να χάσουμε από αυτά που με τόση καρτερικότητα φυλάσσουμε. Γιατί τίποτα δεν ήταν και δεν είναι δικό μας. Ούτε η θεσούλα με τη σύμβαση, ούτε ό,τι μας πλασσάρανε να επιθυμήσουμε και να το πληρώνουμε με δόσεις είναι δικό μας, ούτε το σπίτι με το στεγαστικό, ούτε η ίδια μας η πατρίδα που τη σκυλεύουν ακόμα δεν πεθάναμε. Κάθε μέρα παραξενέυομαι κι αναρωτιέμαι, ένα πένθος έχει τέσσερα στάδια, σοκ, πόνο, οργή, θλίψη. Εμείς σε ποιό ακριβώς βρισκόμαστε; Γιατί όπου και να ψάξω το θυμό, δεν τον  βρίσκω πουθενά. Η μόνη λύση είναι να ξυπνήσει η οργή, αυτή που με τόση μαεστρία ξέρουν να καταπνίγουν στο φόβο. Ένα ποτάμι έχει τεράστια ορμή, ένα ποτάμι οργισμένο μπορεί να κάνει θαύματα.  Ακόμη και η ζωή μας να χαθεί τουλάχιστον θα μείνει η αξιοπρέπεια, απόγονε του Αχιλλέα, αν είσαι ακόμα, έσο έτοιμος.

18/11/11

ΜΑΝΙΦΕΣΤΟ ΛΕΚΤΙΚΩΝ ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΩΝ


Έπαψα να πιστεύω στο τυχαίο, στο σπουδαίο και στα δυο ταυτόχρονα. Δεν κυνηγάω πλέον να εξηγήσω το τυχαίο, δεν επιδιώκω να το δω ως ορόσημο και ειδικά δεν προσπαθώ ν’ αδράξω την ευκαιρία του τυχαίου για ν’ αλλάξω καταστάσεις ζωής. Κακώς.


Από την άλλη πλευρά, δεν με καλύπτει πια το σπουδαίο. Το θεωρώ μια καθαρά υποκειμενική κρίση και ό,τι θεωρείται αντικειμενικά σπουδαίο δεν είναι παρά μία συλλογική θεώρηση υποκειμενικών κρίσεων που συγκλίνουν, ώστε να βγει ένα πόρισμα για τη σπουδαιότητα μιας αξίας.


Ό,τι θεωρείται σπουδαίο ίσως έτσι να φαίνεται κάτω από τη δύναμη της συνήθειας, που είναι πολύ ισχυρότερη από κάθε είδους σπουδαίο. Ένας «σπουδαίος καφές» κερδίζει το αξίωμά του περισσότερο από την ανάγκη μας για καφεΐνη παρά απ’ την πλούσια γεύση του.


Επομένως δεν υπάρχουν κριτήρια για το σπουδαίο. Και φυσικά δεν μπορεί το σπουδαίο να συμβεί τυχαία, αφού γίνεται βήμα βήμα ενώ στην περίπτωση του τυχαίου απλά διαταράσσεται το επαναλαμβανόμενο. Το τυχαίο όμως είναι σπουδαίο, γιατί μπορεί από μόνο του να δρομολογήσει ικανότητες, καταστάσεις και να καταργήσει συνήθειες.


Θα μπορούσε όμως μια σειρά συμπτώσεων να οδηγήσει στο σπουδαίο; Αν, ναι, τότε αυτόματα καταλύεται ο αρχικός συλλογισμός πως το σπουδαίο συμβαίνει τυχαία. Προφανώς βρισκόμαστε σε αδιέξοδο και να που η εξίσωσή μας σ’ αυτό το σημείο παραμένει άλυτη.


Αν ξαναγυρίσουμε όμως στο αρχικό στάδιο του συλλογισμού, εύκολα καταλαβαίνουμε ότι το αντικειμενικά σπουδαίο δεν μπορεί έτσι απλά να τύχει, ενώ το υποκειμενικά σπουδαίο μπορεί να βασιστεί σε συμπτώσεις.


Διότι αν σ’ αυτό το σημείο προσθέσουμε στην εξίσωσή μας τη λέξη «εξέλιξη», κι αφαιρέσουμε λέξεις όπως «πρότυπα», «κλισέ» και «στασιμότητα», είναι αυτόματα εξηγήσιμο πως η έννοια του σπουδαίου πρέπει ν’ αναφέρεται σε μεμονωμένες ενέργειες που αποτελούν μέρος της παγκόσμιας προόδου κι όχι σε πρόσωπα-πρότυπα του σπουδαίου.


Μιλάμε δηλαδή ετούτη τη στιγμή για μία μηχανή καθολικής προόδου όπου τα πρόσωπα-εργάτες του σπουδαίου διατηρούν την ανωνυμία τους, μιλάμε για ποιοτική επιλογή έργου του κάθε ατόμου, δηλαδή για ένα αυστηρό σχολείο, όπου η παραγωγή των μαθητών ελέγχεται αξιοκρατικά χωρίς να επεισέρχονται παράγοντες κοινωνικής προέλευσης, όπως δόξα χρήμα, κοινωνική καταξίωση, ταξικές διαφορές.   Ξ.Π. (1992)

4/3/11

Δελτίο τύπου Γιατρών του Κόσμου



Οι γυναίκες-μέλη των Γιατρών του Κόσμου Θεσσαλονίκης συναντιούνται στις 8 Μαρτίου στην Γιορτή της Γυναίκας

Οι γυναίκες –μέλη των Γιατρών του Κόσμου συναντιούνται στις 8 Μαρτίου, ημέρα της γιορτής της γυναίκας για ένα ποτό στο Φουαγιέ- καφέ του Κινηματογράφου Ολύμπιον.

Η εκδήλωση θα πραγματοποιηθεί στις 8.30μ.μ. και είναι ανοιχτή πρόσκληση σε όλες τις γυναίκες, ενώ μέλη της οργάνωσης θα μιλήσουν για την εθελοντική δράση της γυναίκας σήμερα.

Σας περιμένουμε για μία όμορφη βραδιά με κουβεντούλα στο καφέ του Ολύμπιον με θέα την Αριστοτέλους. Είσοδος με ποτό 10 ευρώ.

Τα έσοδα θα διατεθούν για την αγορά πρώτων ειδών ανάγκης (γάλατα & κρέμες) σε άπορες οικογένειες.

Χρύσα Μπαντίνου
ΓΡΑΦΕΙΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ: ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ 65Τ.Κ.: 54630 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

ΤΗΛ./FAX: 2310566641E-MAIL : mdmthe@otenet.gr

28/2/11

Μιγκέλ Ερνάντεθ, o ποιητής του λαού

Το τέλος του Ισπανικού Εμφυλίου Πολέμου (1936-1939) σημαδεύτηκε από την αποδυνάμωση των λογοτεχνικών φωνών της χώρας. Πολλοί λογοτέχνες δολοφονήθηκαν ή αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της εξορίας, ενώ άλλοι βρέθηκαν έγκλειστοι σε φυλακές, υπό αξιοθρήνητες συνθήκες, για πολλά χρόνια, όπως ο ποιητής Μιγκέλ Ερνάντεθ, ο οποίος πέθανε στη φυλακή του Αλικάντε, θύμα της καταπίεσης του καθεστώτος του δικτάτορα Φράνκο.

Η Ισπανία γιόρτασε το 2010 την επέτειο των εκατό χρόνων από τη γέννηση του Μιγκέλ Ερνάντεθ και προς τιμήν του ποιητή πραγματοποιούνται σε όλη τη χώρα εκθέσεις, ειδικές εκδόσεις των έργων του και πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις. Μια άλλη σημαντική πτυχή της μνείας αυτής είναι η δημοσίευση εκτενών αφιερωμάτων στα σημαντικότερα πολιτιστικά περιοδικά της χώρας.

Ο Μιγκέλ Ερνάντεθ γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου του 1910 στην Οριουέλα, μια μικρή πόλη στην ανατολική ακτή της Ισπανίας που ανήκει στην επαρχία του Αλικάντε. Ήταν γιος ενός ζωέμπορου και πέρασε την παιδική ηλικία του σε στενή επαφή με την φύση, βοηθώντας τον αδελφό του τον Βιθέντε που δούλευε ως γιδοβοσκός. Κατά τη διάρκεια αυτών των χρόνων ο Μιγκέλ παρατηρεί προσεκτικά τον κύκλο της φύσης, τις εποχιακές αλλαγές, τη συμπεριφορά των ζώων, τις ιδιότητες των διαφόρων φυτών, το φεγγάρι και τα αστέρια... Αυτό το φυσικό και συνάμα ειδυλλιακό περιβάλλον θα γίνει κύριο θέμα των πρώτων ποιημάτων του. Μόνο για λίγα χρόνια ο Μιγκέλ πάει στο σχολείο, όπου θα σπουδάσει αριθμητική, γραμματική, γεωγραφία και θρησκεία.

Το 1925, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, πρέπει να εγκαταλείψει τα γράμματα για να επιστρέψει στην παλιά δουλειά του ως γιδοβοσκός. Αλλά παράλληλα, ο Μιγκέλ σπάει τη μονοτονία της ζωής του διαβάζοντας όσα βιβλία πέφτουν στα χέρια του, βιβλία που περιέχουν τα έργα των μεγαλύτερων συγγραφέων της ισπανικής γλώσσας. Μερικές φορές γράφει απλούς στίχους στη σκιά ενός δέντρου. Τα απογεύματα, που κατεβαίνει στην γειτονιά του, γνωρίζει τον Ραμόν Σιχέ και τους αδελφούς Φενόλ, στο αρτοπωλείο των οποίων γίνεται κάθε βράδυ λογοτεχνική συζήτηση. Ο Ραμόν Σιχέ, φοιτητής στο Πανεπιστήμιο της Μούρθια, καθοδηγεί τις αναγνώσεις του Μιγκέλ και τον ενθαρρύνει να συνεχίσει την δημιουργική εργασία του. Ο νεαρός βοσκός κάνει μια μεγάλη προσπάθεια αυτοεκπαίδευσης και διαβάζει τα έργα των συγγραφέων του ισπανικού Χρυσού Αιώνα: Θερβάντες, Λόπε ντε Βέγα, Καλντερόν και Γκαρθιλάσο. Από το 1930, ο Μιγκέλ Ερνάντεθ αρχίζει να δημοσιεύει ποιήματα σε εβδομαδιαία περιοδικά όπως El Pueblo de Orihuela και σε τοπικές εφημερίδες όπως El Día de Alicante. Το όνομά του αρχίζει να γίνεται ξακουστό στις λογοτεχνικές ομάδες όλης της επαρχίας.

Τον Δεκέμβριο του 1931 ο Μιγκέλ Ερνάντεθ φτάνει στη Μαδρίτη με μια συλλογή ποιημάτων, μερικές συστάσεις και μια καρδιά γεμάτη όνειρα. Παρόλο που κάποια λογοτεχνικά περιοδικά της πρωτεύουσας ζητούν δημόσια μια θέση εργασίας για τον «γιδοβοσκό-ποιητή», οι μέρες περνούν, τα λεφτά τελειώνουν και ο ποιητής επιστρέφει απογοητευμένος στην Οριουέλα. Το 1933 γράφει το βιβλίο Perito en lunas [Ειδήμων στα φεγγάρια] και συμμετέχει σε πολλές πολιτιστικές εκδηλώσεις στην πόλη του και στο Αλικάντε.

Η δεύτερη απόπειρα του Ερνάντεθ για την κατάκτηση της Μαδρίτης θα γίνει την άνοιξη του 1934. Εκεί ο συγγραφέας Χοσέ Μαρία ντε Κοσίο του προσφέρει μια θέση εργασίας, και ο Μιγκέλ, σιγά-σιγά, θα γίνει μέλος ενός λογοτεχνικού κύκλου, στον οποίο ανήκουν μεγάλες λογοτεχνικές προσωπικότητες όπως ο Λουίς Θερνούδα, η Μαρία Θαμπράνο, ο Μανουέλ Αλτολαγκίρε, ο Ραφαέλ Αλμπέρτι, ο Βιθέντε Αλειξάντρε και ο Πάμπλο Νερούδα, οι οποίοι τον οδηγούν στους δρόμους του σουρεαλισμού και του δείχνουν τις καινούργιες επαναστατικές ποιητικές μορφές, στρέφοντας τον νεαρό ποιητή προς στην ιδεολογία του κομμουνισμού. Ο Μιγκέλ Ερνάντέθ έχει ήδη αποκτήσει λογοτεχνική ωριμότητα. Από εδώ και πέρα θα γράψει τις λαμπρότερες σελίδες της ζωής του.

Η κορύφωση της ποιητικής δράσης του Ερνάντεθ συμπίπτει με τον Ισπανικό Εμφύλιο. Ο ποιητής, χωρίς δεύτερη σκέψη, παίρνει μέρος για να υπερασπιστεί την Ισπανική Δημοκρατία και μετατρέπει σε όπλο καταγγελίας την λυρική του δημιουργικότητα. Στα μέσα του πολέμου καταφέρνει να ξεφύγει για λίγο για να παντρευτεί στην Οριουέλα την Χοσεφίνα Μανρέσα στις 9 Μαρτίου του 1937. Σε λίγες μέρες ο «ποιητής-στρατιώτης» πρέπει να πάει στο πολεμικό μέτωπο στην Χαέν της Ανδαλουσίας. Ο Ερνάντεθ διαβάζει ποιήματα και εμψυχώνει τους συναδέλφους του στο μέτωπο. Ταξιδεύει συνέχεια και γράφει ασταμάτητα ποιήματα και θέατρο. Όλες αυτές οι δραστηριότητες μαζί με το άγχος του πολέμου θα του προκαλέσουν οξεία εγκεφαλική αναιμία. Δυο ποιητικές συλλογές εξέδωσε εκείνη την εποχή: Viento del pueblo [Άνεμος του λαού] (1937) και Εl hombre acecha [Ο άνθρωπος παραμονεύει] (1939).

Την άνοιξη του 1939, όταν διαπιστώνει την ήττα των Ρεπουμπλικάνων, ο Μιγκέλ Ερνάντεθ προσπαθεί να διασχίσει τα σύνορα προς την Πορτογαλία. Η πορτογαλική αστυνομία, όμως, τον παραδίδει στις ισπανικές αρχές. Αρχίζει τότε μια μακριά πορεία σε πολλές φυλακές της Ισπανίας: Σεβίλλη, Μαδρίτη, Οκάνια, Αλικάντε... όπου πέθανε από οξεία πνευμονική φυματίωση στις 28 Μαρτίου του 1942. Δεν είχε κλείσει ακόμα τα τριάντα δυο του χρόνια.

Αν και ο Μιγκέλ Ερνάντεθ έγραψε σε ένα ποίημα: «Callo después de muerto» (Σωπαίνω μετά το θάνατό μου), η αλήθεια είναι ότι ο ποιητής της Οριουέλα συνεχίζει να μιλά μέσα από τα ποιήματά του στις νέες γενιές. Οι νεότεροι κάθε γενιάς δεν παύουν να ανακαλύπτουν σε αυτό τον ποιητή και στο έργο του κάτι που τους μιλάει και αγγίζει την ψυχή τους. Ο Μιγκέλ Ερνάντεθ συνεχίζει να είναι ένας σύγχρονος ποιητής, ίσως γιατί ακόμα υπάρχουν απλοί άνθρωποι που δεσμεύονται να συνεργαστούν μεταξύ τους στην αναζήτηση ενός καλύτερου κόσμου.


Para la libertad (Miguel Hernández / Joan Manuel Serrat)


Para la libertad sangro, lucho, pervivo.
Para la libertad, mis ojos y mis manos,
como un árbol carnal, generoso y cautivo,
doy a los cirujanos.


Para la libertad siento más corazones
que arenas en mi pecho: dan espumas mis venas,
y entro en los hospitales, y entro en los algodones
como en las azucenas.


Para la libertad me desprendo a balazos
de los que han revolcado su estatua por el lodo.
Y me desprendo a golpes de mis pies, de mis brazos,
de mi casa, de todo.


Porque donde unas cuencas vacías amanezcan,
ella pondrá dos piedras de futura mirada
y hará que nuevos brazos y nuevas piernas crezcan
en la carne talada.


Retoñarán aladas de savia sin otoño
reliquias de mi cuerpo que pierdo en cada herida.
Porque soy como el árbol talado, que retoño:
porque aún tengo la vida.


Για την ελευθερία (Miguel Hernández / Joan Manuel Serrat)


Για την ελευθερία αιμορραγώ, αγωνίζομαι, επιζώ.
Για την ελευθερία, τα μάτια και τα χέρια μου,
σαν ένα δέντρο σάρκινο, γενναιόδωρο και δέσμιο,
δίνω στους χειρούργους.


Για την ελευθερία πιότερες νιώθω καρδιές
από άμμους στο στήθος μου: οι φλέβες μου γεννούν αφρούς
και μπαίνω στα νοσοκομεία, και μπαίνω στα μπαμπάκια
όπως στους κρίνους.


Για την ελευθερία με πυροβολισμούς απομακρύνομαι
απ’ αυτούς που ρίξαν τ’ άγαλμά της στη λάσπη.
Και με χτυπήματα απομακρύνομαι απ’ τα πόδια μου, απ’ τα μπράτσα μου,
απ’ το σπίτι μου, από τα πάντα.


Γιατί όταν η μέρα χαράξει στα άδεια λεκανοπέδια
εκείνη θα τοποθετήσει δυο λίθους μελλοντικής ματιάς
και νέα μπράτσα και νέα πόδια θα κάνει να μεγαλώσουν
στην υλοτομημένη σάρκα.


Με φτερά σφρίγους θα βλαστήσουν δίχως φθινόπωρο
υπολείμματα του σώματός μου που χάνω σε κάθε πληγή.
Γιατί είμαι σαν το υλοτομημένο δέντρο, που βλασταίνω:
γιατί ακόμα έχω τη ζωή.


Συντάξη - μετάφραση: Emmanuel Vinader
Επιμέλεια: Βίκυ Ρούσκα
http://www.ispania.gr/arthra/logotexnia/1963-miguel-hernandez-ekato-xronia-apo-th-gennhsh

Να 'χαν κι άλλοι όραμα εκτός απ' τους γιδοβοσκούς...

4/2/11

ΚΟΠΗ ΠΙΤΑΣ ΓΙΑΤΡΩΝ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Τo γραφείο των Γιατρών του Κόσμου Θεσσαλονίκης θα πραγματοποιήσουν την κοπή της πρωτοχρονιάτικης πίτας την Κυριακή 6 Φεβρουαρίου και ώρα 19:30 στο καφέ Μουσείου Φωτογραφίας που βρίσκεται στο λιμάνι (Αποθήκη Α΄).

ΓΡΑΦΕΙΟ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
ΙΩΝΟΣ ΔΡΑΓΟΥΜΗ 65
ΤΚ 54630
ΤΗΛ./FAX: 2310 – 56 66 41
E-MAIL : mdmthe@otenet.gr

Η αίθουσα που διατίθεται για την κοπή της βασιλόπιτας είναι μία ευγενική προσφορά του Μουσείου Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης.



Χρύσα Μπαντίνου, γραφείο Θεσσαλονίκης

16/1/11

Η Ταξιδιωτική Λογοτεχνία στην Ελλάδα

Η ταξιδιωτική γραφή δεν συνιστά λογοτεχνικό πάρεργο, αλλά πεζογραφικό είδος ή υποείδος, ως αναπλάθουσα λιγότερο ή περισσότερο φαντασιακά έναν τόπο και μια εποχή.

Η σύγκριση προς άλλα, λογοτεχνικά κείμενα, καταδεικνύει ότι δεν υπάρχουν στεγανά να την περιχαρακώνουν. Ταξιδιωτική λογοτεχνία έχουμε από τότε που άρχισαν να ασχολούνται συνειδητά με την ταξιδιωτική γραφή οι λογοτέχνες. Στη σύγχρονη ταξιδιωτική λογοτεχνία, η οποία μπορεί να μην είναι αμιγής ως προς το περιεχόμενό της, εμπεριέχονται το δοκίμιο, ο εσωτερικός μονόλογος, ακόμα και η αυτοβιογραφία.

Η ταξιδιωτική γραφή εξελίχτηκε σε ταξιδιωτική λογοτεχνία στα μέσα του 19ου αιώνα. Μέχρι τότε η λειτουργικότητα της ταξιδιογραφίας -ο όρος εμφανίστηκε πρόσφατα, ενδεχομένως από το «travel writing»- υπαγορευόταν αποκλειστικά από τις ιστορικές αναγκαιότητες και τούτο προέκυπτε επειδή το ταξίδι κατά κύριο λόγο εξυπηρετούσε πρακτικούς σκοπούς. Ως λογοτεχνικό είδος η ταξιδιωτική εντύπωση αποκαταστάθηκε την τέταρτη δεκαετία του 20ού αιώνα.

Ως αφετηρία της ελληνικής ταξιδιωτικής λογοτεχνίας έχει καθιερωθεί το έτος 1927, οπότε εγκαινιάστηκε η σειρά Ταξιδεύοντας του Νίκου Καζαντζάκη. Τα βιβλία υπό τον γενικό τίτλο Ταξιδεύοντας καθιερώθηκαν ως πρότυπο, καθιστώντας τον συγγραφέα τους το πρόσωπο εκείνο που συστηματοποίησε στην Ελλάδα το λογοτεχνικό είδος ή υποείδος της ταξιδιωτικής εντύπωσης. Τα ταξιδιωτικά κείμενα των πρώτων Ελλήνων ταξιδιογράφων παρουσιάζουν αποκλίσεις και διακυμάνσεις. Είναι πάντως γεγονός ότι, εκτός του Καζαντζάκη, εκείνοι που συνδέονται με τη συγκεκριμένη πεζογραφική ενασχόληση λόγω του πλούσιου έργου και της μακρόχρονης παρουσίας τους στον χώρο είναι οι Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος, Κώστας Ουράνης και Πέτρος Χάρης. Μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο παρατηρείται μια έξαρση ταξιδιογραφικής παραγωγής με τις καταθέσεις καταξιωμένων συγγραφέων. Από τη δεκαετία του 1950 θα κάνουν την εμφάνισή τους στον χώρο και άλλοι συγγραφείς, ενίοτε με ιδιαίτερες αξιώσεις, αλλά δίχως ιδιαίτερη συνεισφορά, με αποτέλεσμα να «απολαμβάνουν» τον τίτλο του επιγόνου.

Στη δεκαετία του 1970 η ταξιδιωτική γραφή δεν κινεί ιδιαίτερα το ενδιαφέρον. Τα περισσότερα των κειμένων που κυκλοφορούν δεν διαθέτουν τις αντοχές να λειτουργήσουν ούτε ως λογοτεχνήματα προς χρήσιν τουριστών. Την επόμενη δεκαετία, παρά την εμφάνιση αρκετών αξιόλογων έργων, το είδος ή υποείδος δεν θα έχει απήχηση στο αναγνωστικό κοινό. Παράλληλα, όμως, σε μια εποχή που γίνεται ολοένα ερμητικότερη, θα αρχίσει διστακτικά να εμφανίζεται μια αλλαγή στη μορφή, μια νέα αντίληψη η οποία επέτασσε όχι μια απλή παρουσίαση, αλλά μια ερμηνεία, που να εκφράζεται με τρόπο υπαινικτικό. Πρόκειται για μια νέα αντίληψη που ακολουθούσε τα desiderata της σύγχρονης πεζογραφίας.

Τα τελευταία χρόνια του 20ού αιώνα, και στα πρώτα του τρέχοντος, σημειώνεται μια ποικιλία τόσο στη θεματολογία όσο και στη μορφή. Οι ικανότεροι εκπρόσωποι του είδους αποκρυσταλλώνοντας τις σύγχρονες προκλήσεις-απαιτήσεις θα οδηγήσουν τη γραφή τους σε νέους δρόμους, προς αποκάλυψη της ψυχής του τόπου. Παράλληλα θα παρατηρηθεί ένας μεγάλος αριθμός καλογραμμένων βιβλίων και από μη «επαγγελματίες» συγγραφείς, με αποτέλεσμα, εκτός από την αναβάθμιση, και την εντυπωσιακή διεύρυνση της ταξιδιωτικής γραφής.

Εισαγωγή - επιμέλεια: Διονύσης Ν. Μουσμούτης


Γράφει ο Κώστας Ουράνης προλογίζοντας τις δικές του ταξιδιωτικές εντυπώσεις: «Ο λόγος που μ’ έκανε να τις εκδώσω είναι ο ίδιος που μου υπαγόρεψε τα ταξίδια μου. Είναι για να δώσω μ’ αυτές ένα μέσο διαφυγής σ’ όσους νιώθουν την ανάγκη να ξεχάσουν για λίγο τις καταθλιπτικές συνθήκες της σύγχρονης ζωής – μιας ζωής που της έχει λείψει κάθε χαρά και κάθε ασφάλεια». Η ταξιδιωτική λογοτεχνία, λοιπόν, εμφανίζεται στην Ελλάδα ως τέτοια το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, με τον Ραγκαβή, τον Βικέλα, τον Κονδυλάκη, τον Καρκαβίτσα, και ακμάζει κατά την περίοδο του Μεσοπολέμου, με τον Καζαντζάκη και τον Ουράνη, αλλά και τον Παναγιωτόπουλο, τον Παπατσώνη, τον Κόντογλου. Κύρια επιδίωξη των συγγραφέων αυτών είναι να μεταδώσουν και να δημιουργήσουν στο μυαλό του αναγνώστη, που αναζητά τη νοερή έστω απόδραση, μια όσο το δυνατόν πιο πλήρη και εναργή εικόνα του ξένου τόπου επιμένοντας, για τον σκοπό αυτό, από τη μία στην περιγραφή των φυσικών και αστικών τοπίων και των μνημείων του παρελθόντος και, από την άλλη, στη συναισθηματική συμμετοχή συγγραφέων και αναγνωστών στα περιγραφόμενα.

Βλέπε τη συνέχεια αυτού του ωραίου σχετικού άρθρου: http://areadingdiary.wordpress.com/2010/07/20


Θα συναντήσουμε λοιπόν σ' άλλους συγγραφείς περισσότερο και σ' άλλους λιγότερο όλα εκείνα τα στοιχεία που μπορούμε ν' αποκαλέσουμε «συνταγή» της ταξιδιωτικής λογοτεχνίας, όπως αυτή διαμορφώθηκε και καθιερώθηκε από την ολογομελή ομάδα των προικισμένων συγγραφέων που από την εποχή του Μεσοπολέμου καλλιέργησαν συστηματικά το είδος και η οποία χρησιμοποιήθηκε στη συνέχεια ως τα τέλη περίπου της δεκαετία του 1970.

Υπάρχει η περιγραφή, άλλοτε πλούσια κι άλλοτε επιβλητική όπως στον Ουράνη, άλλοτε σπαρταριστά ζωντανή και νευρώδης όπως στον Καζαντζάκη, άλλοτε αρρενωπά στοιβαρή όπως στον Κόντογλου, άλλοτε ανάλαφρη και δροσερή, όπως στον Καραντώνη, άλλοτε βαθιά και στοχαστική όπως στον Παναγιωτόπουλο, άλλοτε λυρικά ακριβής όπως στον Βενέζη, άλλοτε ουδέτερη όπως στον Θεοτοκά.

Υπάρχει η ιστορική διαδρομή, δοσμένη από τον Κόντογλου με τη γοητεία της πειρατικής αφήγησης, από τον Ουράνη με τον ρομαντισμό και το πάθος, από τον Καζαντζάκη με το ρεαλισμό και την αναζήτηση κι ερμηνεία των αιτιών, από τον Παναγιωτόπουλο με την παραστατική ανάπλαση των συμβάντων, από το Μυριβίλη με την ήσυχη αβίαστη εξιστόριση.

Υπάρχει η κριτική της τέχνης, περιστασιακή του Βενέζη, συγκινητικά κατατοπιστική μέσα στη φαινομενική αφέλειά της του Κόντογλου, επιστημονική και κάπως ψυχρή του αισθητικού Παπαντωνίου, αισθαντικότατη και χωρίς ίχνος επιστημονισμού του Ουράνη, σφαιρική και αποδεικτική ευρήτερης αισθητικής καλλιέργιας του Θεοτοκά, ολοζώντανη και σαφέστατη του Καζαντάκη.

Υπάρχουν ακόμα οι ποικίλες πληροφορίες, σχετικές με ήσσονα αξιοθέατα και λησμονημένες ιστορίες, με την πνευματική παράδοση και την πολιτιστική παρουσία του τόπου, με τους ανθρώπους που ανέδειξε και τον ανέδειξαν, με τη σύγχρονη οικονομικοκοινωνική εικόνα του και με την ανθρωπογεωγραφία των κατοίκων του, που σε άλλους συγγραφείς σπανίζουν, σε άλλους συνυπάρχουν ισόρροπα προς τα άλλα στοιχεία, σε άλλους, τους «ήσσονες» αφθονούν, υπερκαλύπτοντας τα υπόλοιπα.

Όλα τα παραπάω περνούν μέσα από το φίλτρο της προσωπικότητας και της διάθεσης κάθε συγγραφέα, αποκτώντας εκείνη την ιδιαιαίτερη χροιά που δίνει το μέτρο του ύφους. Το τελευταίο αναδεικνύεται ακόμα περισσότερο με την εξωτερίκευση και την απόδοση της βαθύτερης επίδρασης που οι εντυπώσεις και οι εμπειρίες ασκούν στους λογοτέχνες μας.

Αννίτα Π. Παναρέτου  «Ελληνική ταξιδιωτική λογοτεχνία»
Εκδόσεις Σαββάλας 2002

7/1/11

Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις




Μ' αρέσει άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία

κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δε σε φτάνει.
Μου φαίνεται ακόμα ότι τα μάτια μου σε σκεπάζουν πετώντας
κι ότι ένα φιλί, μου φαίνεται,
στα χείλη σου τη σφραγίδα του βάνει.


Κι όπως τα πράγματα όλα ποτισμένα είναι από την ψυχή μου,
έτσι αναδύεσαι κι εσύ μες απ' τα πράγματα,
ποτισμένη απ' τη δική μου ψυχή.
Του ονείρου πεταλούδα, της ψυχής μου εσύ της μοιάζεις έτσι,
σαν όπως μοιάζεις και στη λέξη μελαγχολία, καθώς ηχεί.


Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν ξενιτιά.
Κι άμα κλαις μου αρέσεις,
απ' την κούνια σου πεταλούδα μικρή μου εσύ.
Κι ενώ μεν απ' τα πέρατα με ακούς,
η φωνή μου εμένα δεν μπορεί να σ' αγγίξει:
Άσε με τώρα να βυθιστώ κι εγώ σωπαίνοντας
μες στη δική σου σιωπή.


Άσε με τώρα να σου μιλήσω κι εγώ με τη σιωπή
τη δικιά σου
που είναι απέριττη σα δαχτυλίδι αρραβώνων
και που λάμπει σαν αστραπή.
Είσαι όμοια η νύχτα, αγάπη μου,
η νύχτα που κατηφορίζει έναστρη.
Απόμακρη και τόση δα κι απ' αστέρια φτιαγμένη
είναι η δικιά σου σιωπή.


Μ' αρέσεις άμα σωπαίνεις, επειδή στέκεις εκεί σαν απουσία.
Μακρινή κι απαρηγόρητη, σα να σε σκέπασε χώμα.
Μια λέξη μόνο αν πεις, ένα χαμόγελο - μου αρκεί
για να πανηγυρίσω που είσαι εδώ κοντά μου ακόμα.

 ΠΑΜΠΛΟ ΝΕΡΟΥΔΑ



















"Βιβλίο Των Ωρών"


Σβύσε τα μάτια μου, μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σε σένα
και δίχως στόμα θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σα να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη,
εγώ μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.

Ράινερ Μαρία Ρίλκε  (απόσπασμα: μετ. Κ. Παλαμάς)

2/1/11

Καλή χρονιά από τους Ράμπο με τα laptop!

Ειδικά εκπαιδευμένοι για να καθαρίσουν τη φοροδιαφυγή...