Αυτό το εργασία χορηγείται με άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού - Παρόμοια Διανομή 3.0 Μη εισαγόμενο .
28/11/10
24/11/10
«Η αυτοκρατορία του μεμψίμοιρου»
Βαρέθηκα ν' ακούω αυτή την ασταμάτητη γκρίνια, την απύθμενη μιζέρια που ανακυκλώνεται παντού, στην τηλεόραση, στις παρέες, στο facebook, στο κυριακάτικο τραπέζι. Αυτή την μεμψίμοιρη στάση του φτωχού που πάντα τον εκμεταλεύονται, του στήνουν παγίδα, που δεν τον αφήνουν στην ησυχία του, που υπήρξε πάντα ένα αθώο θύμα συνομωσίας, που του παίρνουν τη μπουκιά απ' το στόμα, και που τελικά τον κάνουν πιο μίζερο από όσο θέλει να είναι.
Αρνούμαι να συναινέσω σ' αυτήν την ταπεινωτική υποβίβαση του έθνους μου σε ένα κατώτερο έθνος, μειονεκτικό, κουτσό, κομπλεξικό, λιγούρικο, άκαρπο, κατακεραυνωμένο και κακόμοιρο. Ως Ελληνίδα δεν δέχομαι να θέσω τον εαυτό μου σε κατώτερο σκαλί από τους Γερμανούς και τους Τροϊκανούς. Η παραίτηση έχει πάρει το μέρος της αυτοεκτίμησης τώρα πια και σ' όποιον παραπονιέται θα ήθελα πολύ να ρίξω δυο χαστούκια, για να συνέλθει και για να πάψει με τούτη τη μοιρολατρεία της φτώχειας. Ο παππούς μου με ένα αμπέχωνο και ένα σαράβαλο τουφέκι πήρε τα βουνά της Αλβανίας χωρίς να τον σταματάει τίποτα. «Οι ήρωες πολεμούν σαν Έλληνες» ήταν η περίφημη φράση του Τσώρτσιλ που έμεινε στην ιστορία, μόνο που τώρα από την ιστορία αποσυρθήκαμε εμείς αμαχητί.
Μου φαίνεται ότι έχουμε αγαπήσει τη φτώχεια μας, αναπαράγουμε τη φιγούρα του Καραγκιόζη κουρελή και κάπου (λέω κάπου) ίσως και να μας εξιτάρει αυτή η εικόνα του φουκαρά που δε βρίσκει πουθενά φιλευσπαχνία.
Χωρίς να έχω ιδιαίτερες επιστημονικές γνώσεις, καταθέτω μονάχα τον απλοϊκό συλλογισμό μου, παρομοιάζοντας το κάθε έθνος με μια ανθρώπινη φιγούρα και σκέφτομαι πως -όμοια με μια μονάδα έτσι κι ένα έθνος- αν εγώ έχω συνηθίσει να λυπάμαι τον εαυτό μου κατηγορώντας τους άλλους για την κατάντια μου, τότε δεν πρόκειται ποτέ να σηκωθώ. Ούτε βέβαια να ενηλικιωθώ. Όχι ότι τα πράγματα πάνε καλά, ούτε ότι οι δυναμικότερες οικονομίες δεν έχουν βάλει στο μάτι τα νησιά και τα πετρέλαιά μου. Δυστυχώς όμως οι κοινωνίες ήταν πάντα φτιαγμένες για να επιβιώνει ο δυνατότερος, και παρατηρώντας τη φύση καταλαβαίνω πως κάτι τέτοιο δεν είναι παράτερο, μια και το ανάπηρο μικρό κουνελάκι θα γίνει μια χαψιά από το πρώτο λιοντάρι που θα συναντήσει. Μέχρι και τη στιγμή της ίδιας της σύλληψης στην απαρχή της δημιουργίας, μονάχα το δυνατότερο σπερματοζωάριο καταφέρνει να γονιμοποιήσει το ωάριο, γιατί; Για να βγει γερό παιδί.
Αντί να κατηγορούμε τις πλούσιες χώρες για την απληστία τους (όχι, δεν επικροτώ τη λαιμαργία) θα ήταν καλύτερο να είχαμε οχυρωθεί, να είχαμε ενώσει τα χέρια εδώ και τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια, να είχαμε δουλέψει συνετά και σοβαρά πάνω στην ανάπτυξη της χώρας μας. Η ελευθερία προϋποθέτει κάποια οικονομική ανξαρτησία. Όλοι έπρεπε να είχαμε δουλέψει, όλοι για όλους κι ο καθένας για τον εαυτό του. Αντ' αυτού είμαστε με τη δικαιολογία στο στόμα, θα μου πεις τώρα για τους πολιτικούς, ότι εσύ δε φταίς, τί φταις κι εσύ ο καημένος που σου έκοψαν και το μισθό και δεν θα έχεις να πας στη Βίσση τα Χριστούγεννα. Αντί για Βίσση και βύσσινα, μήπως πρέπει να σου θυμίσω πριν μια δυο δεκαετίες που λέγαμε ότι ο Έλληνας ζυγό δεν σηκώνει και δεν κόβει τα μπουζούκια με καμία Παναγία και ας δουλεύουν οι Ευρωπαίοι για να πίνουμε στην υγειά του κορόϊδου; Το «μαζί τα φάγαμε» σε έθιξε, αλλά είναι η σαρκαστική αλήθεια, γιατί άμα δε σ άρεσαν οι πολιτικοί και το ξερες ότι κλέβανε γιατί τους ξαναψήφιζες; Για να βάλουν τον ανηψιό σου στη δουλειά; Ποιά δουλειά, εκείνη την κοροϊδία που πάει μουτρωμένος στη δημόσια θεσούλα του κι αν φτάσει στην ώρα του παίρνει κι επίδομα, και γύρω στις 11 βγαίνει για καφέ και λαϊκή; Το μισθό όμως τότε τον έβαζε στην τσέπη και τον αποσιωπούσε, τώρα που κόβεται, κόπτεται κι εκείνος. Δε μας ένοιαζε τί θα απογίνουν οι άλλοι, έφτανε να έχουμε εμείς το μέσον για να βολέψουμε την πάρτη μας κι η κοινωνική αλληλεγγύη ήταν ανέκδοτο με τον Τοτό. Θεοποιήσαμε το «μέσον» τον πολιτικό της γειτονιάς μας, που μπορεί να δεχτεί στο γραφείο του. Κι όταν ο ρουσφετοπολιτικός σου έκανε τις αυθαίρετες προσλήψεις του και στοιβάζονταν στο δημόσιο οι αχρείαστοι ναναι υπάλληλοι δεν είδα να κλείνουνε καμιά Ακρόπολη, όταν όμως τους διώξανε απ' το βόλεμα τότε μόνο ταμπουρωθήκανε στον ιερό βράχο σαν Λυσιστράτες. Τί άλλο θες να σου πω, για τη λαμογιά που θεωρείται το καλύτερο προσόν κι από το κάθε μορφής διδακτορικού κι ότι εμείς σαν κοινωνία την υποδεχτήκαμε; Στην Ελλάδα έτσι είναι, ήταν η απάντηση αν εξέφραζες και παράπονο. Έχει επίγνωση της ανταγωνιστικής αγοράς ο Έλληνας φοιτητής που του αρκεί να έχει φραπεδιά και τάβλι για καμιά δεκαριά χρόνια; Να μιλήσω για επιχειρηματικότητα; Πας να νοικιάσεις ένα κατάστημα και σου ζητάνε «αέρα» όσο ένα διαμέρισμα για προίκα, το κράτος φταίει δηλαδή κι εδώ, ή εμείς που έχοντας μια ιδιοκτησία θέλουμε να ζούμε στις πλάτες αυτών που θα έχουν του κουράγιο -ή την ανόητη ιδέα- να νοικιάσουν το μαγαζί μας;
Τώρα που ανατράπηκε η βάρκα γκρινιάζουμε, πολύ δε μας πάει; Μην θέλουμε και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο γιατί καταντάμε γελοίοι.
Με τσατίζουν οι Γερμανοί κι ένας λόγος είναι ότι δεν είναι μεμψίμοιροι. Κι ακόμη γιατί θέλουν πολλά, ενώ εμείς αρκούμαστε στο να είμαστε είμαστε κλεφτοκοτάδες. Δυο φορές και μια τρίτη σχεδόν τώρα έχουν φέρει τα πάνω κάτω κι όσες φορές κι αν καταστραφούν πάλι πρώτοι θα είναι, μου το εξηγείς; Ίσως γιατί είναι τόσο πεπεισμένοι ότι είναι η πιο ανώτερη φυλή, άλλο τόσο όσο κι εμείς ότι είμαστε η κατώτερη. Γι αυτό σου λέω κόφ' την κλάψα και δούλευε, μην τοποθετείς τον εαυτό σου στο τελευταίο σκαλάκι, για χατήρι του Σωκράτη και του Πλάτωνα δηλαδή. Το «όπου φτωχός κι η μοίρα του» είναι για τους ηττοπαθείς. Γιατί η μιζέρια είναι μια κακή συνήθεια και όσο την κολλάς πάνω σου τόσο γίνεσαι ένα μαζί της.
Μεταμόρφωση. Δημιουργικότητα. Περηφάνεια. Είμαστε Έλληνες, ας μην το ξεχνάμε.
13/11/10
PHOTOGRAPHY WORKSHOP BY PEDRO MEYER
21-23 Νοεμβρίου
Διάρκεια: 12 ώρες
Λήξη υποβολής συμμετοχής: 18 Νοεμβρίου
Ο καταξιωμένος Μεξικανός φωτογράφος Pedro Meyer (www.pedromeyer.com), έκθεση του οποίου παρουσιάζεται τις ημέρες αυτές για πρώτη φορά στη χώρα μας στις γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, θα πραγματοποιήσει τριήμερο εκπαιδευτικό εργαστήριο με τίτλο Editing projects for different presentations.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών, η φωτογραφία έχει μετεξελίξει τους κώδικες που μέχρι πρότινος τη χαρακτήριζαν. Η παρουσίαση της φωτογραφίας μέσω της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών ανοίγει νέους δρόμους αφήγησης και ανάγνωσης και επαναπροσδιορίζει τους όρους διάδρασης μεταξύ καλλιτέχνη-έργου-θεατή.
Πρόκειται για μια καλλιτεχνική εντατική πρακτική που απευθύνεται σε φωτογράφους, καλλιτέχνες και σε όσους επιθυμούν να λάβουν πρακτικές συμβουλές και κατευθυντήριες αναφορικά στο editing και την ανάδειξη του προσωπικού τους portfolio μέσω διαφορετικών μορφών παρουσίασης. Το εργαστήριο θα λειτουργήσει με αφορμή τις φωτογραφικές εργασίες των ίδιων των συμμετεχόντων. Στο τέλος του workshop οι συμμετέχοντες θα λάβουν βεβαίωση παρακολούθησης.
Η παρουσία του Pedro Meyer στην Αθήνα, συμπληρώνεται με τη διεξαγωγή συζήτησης στρογγυλής τράπεζας με θέμα Τέχνη και Διαδίκτυο που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου, ώρα 20:00, στο Auditorium της Ελληνομαρικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22).
Δήλωση συμμετοχής
Oι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλλουν συμπληρωμένη τη δήλωση συμμετοχής που βρίσκεται διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο www.photofestival.hcp.gr. Η δήλωση συμμετοχής θα πρέπει να πλαισιώνεται από 5-10 φωτογραφίες που παρουσιάζουν μέρος μίας φωτογραφικής εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει ολοκληρωθεί. Λόγω του περιορισμένου αριθμού συμμετοχόντων, οι τελικοί συμμετέχοντες θα επιλεγούν, ενώ ταυτόχρονα θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Oι φωτογράφοι που έχουν δηλώσει συμμετοχή θα ενημερώνονται εγκαίρως για την έκβαση της συμμετοχής τους.
Λήξη υποβολής συμμετοχής
Οι δηλώσεις συμμετοχής και το φωτογραφικό υλικό θα πρέπει να υποβληθούν έως την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το workshop, παρακαλούμε επικοινωνήστε με το Εληνικό Κέντρο Φωτογραφίας Τ: 210 92 10 545, Ε: contact@hcp.gr, http://www.photofestival.hcp.gr/
Διάρκεια: 12 ώρες
Λήξη υποβολής συμμετοχής: 18 Νοεμβρίου
Ο καταξιωμένος Μεξικανός φωτογράφος Pedro Meyer (www.pedromeyer.com), έκθεση του οποίου παρουσιάζεται τις ημέρες αυτές για πρώτη φορά στη χώρα μας στις γκαλερί της Ελληνοαμερικανικής Ένωσης, θα πραγματοποιήσει τριήμερο εκπαιδευτικό εργαστήριο με τίτλο Editing projects for different presentations.
Με τη ραγδαία ανάπτυξη των τεχνολογιών, η φωτογραφία έχει μετεξελίξει τους κώδικες που μέχρι πρότινος τη χαρακτήριζαν. Η παρουσίαση της φωτογραφίας μέσω της χρήσης των σύγχρονων τεχνολογιών ανοίγει νέους δρόμους αφήγησης και ανάγνωσης και επαναπροσδιορίζει τους όρους διάδρασης μεταξύ καλλιτέχνη-έργου-θεατή.
Πρόκειται για μια καλλιτεχνική εντατική πρακτική που απευθύνεται σε φωτογράφους, καλλιτέχνες και σε όσους επιθυμούν να λάβουν πρακτικές συμβουλές και κατευθυντήριες αναφορικά στο editing και την ανάδειξη του προσωπικού τους portfolio μέσω διαφορετικών μορφών παρουσίασης. Το εργαστήριο θα λειτουργήσει με αφορμή τις φωτογραφικές εργασίες των ίδιων των συμμετεχόντων. Στο τέλος του workshop οι συμμετέχοντες θα λάβουν βεβαίωση παρακολούθησης.
Η παρουσία του Pedro Meyer στην Αθήνα, συμπληρώνεται με τη διεξαγωγή συζήτησης στρογγυλής τράπεζας με θέμα Τέχνη και Διαδίκτυο που θα πραγματοποιηθεί την Τετάρτη 24 Νοεμβρίου, ώρα 20:00, στο Auditorium της Ελληνομαρικανικής Ένωσης (Μασσαλίας 22).
Δήλωση συμμετοχής
Oι ενδιαφερόμενοι καλούνται να υποβάλλουν συμπληρωμένη τη δήλωση συμμετοχής που βρίσκεται διαθέσιμη στο δικτυακό τόπο www.photofestival.hcp.gr. Η δήλωση συμμετοχής θα πρέπει να πλαισιώνεται από 5-10 φωτογραφίες που παρουσιάζουν μέρος μίας φωτογραφικής εργασίας που βρίσκεται σε εξέλιξη ή έχει ολοκληρωθεί. Λόγω του περιορισμένου αριθμού συμμετοχόντων, οι τελικοί συμμετέχοντες θα επιλεγούν, ενώ ταυτόχρονα θα τηρηθεί σειρά προτεραιότητας. Oι φωτογράφοι που έχουν δηλώσει συμμετοχή θα ενημερώνονται εγκαίρως για την έκβαση της συμμετοχής τους.
Λήξη υποβολής συμμετοχής
Οι δηλώσεις συμμετοχής και το φωτογραφικό υλικό θα πρέπει να υποβληθούν έως την Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010.
Για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το workshop, παρακαλούμε επικοινωνήστε με το Εληνικό Κέντρο Φωτογραφίας Τ: 210 92 10 545, Ε: contact@hcp.gr, http://www.photofestival.hcp.gr/
8/11/10
«Tails of Manhattan» by Woody Allen
Two weeks ago, Abe Moscowitz dropped dead of a heart attack and was reincarnated as a lobster. Trapped off the coast of Maine, he was shipped to Manhattan and dumped into a tank at a posh Upper East Side seafood restaurant. In the tank there were several other lobsters, one of whom recognized him. “Abe, is that you?” the creature asked, his antennae perking up.
“Who’s that? Who’s talking to me?” Moscowitz said, still dazed by the mystical slam-bang postmortem that had transmogrified him into a crustacean.
“It’s me, Moe Silverman,” the other lobster said.
“O.M.G.!” Moscowitz piped, recognizing the voice of an old gin-rummy colleague. “What’s going on?”
“We’re reborn,” Moe explained. “As a couple of two-pounders.”
“Lobsters? This is how I wind up after leading a just life? In a tank on Third Avenue?”
“The Lord works in strange ways,” Moe Silverman explained. “Take Phil Pinchuck. The man keeled over with an aneurysm, he’s now a hamster. All day, running at the stupid wheel. For years he was a Yale professor. My point is he’s gotten to like the wheel. He pedals and pedals, running nowhere, but he smiles.”
Moscowitz did not like his new condition at all. Why should a decent citizen like himself, a dentist, a mensch who deserved to relive life as a soaring eagle or ensconced in the lap of some sexy socialite getting his fur stroked, come back ignominiously as an entrée on a menu? It was his cruel fate to be delicious, to turn up as Today’s Special, along with a baked potato and dessert. This led to a discussion by the two lobsters of the mysteries of existence, of religion, and how capricious the universe was, when someone like Sol Drazin, a schlemiel they knew from the catering business, came back after a fatal stroke as a stud horse impregnating cute little thoroughbred fillies for high fees. Feeling sorry for himself and angry, Moscowitz swam about, unable to buy into Silverman’s Buddha-like resignation over the prospect of being served thermidor.
At that moment, who walked into the restaurant and sits down at a nearby table but Bernie Madoff. If Moscowitz had been bitter and agitated before, now he gasped as his tail started churning the water like an Evinrude.
“I don’t believe this,” he said, pressing his little black peepers to the glass walls. “That goniff who should be doing time, chopping rocks, making license plates, somehow slipped out of his apartment confinement and he’s treating himself to a shore dinner.”
“Clock the ice on his immortal beloved,” Moe observed, scanning Mrs. M.’s rings and bracelets.
Moscowitz fought back his acid reflux, a condition that had followed him from his former life. “He’s the reason I’m here,” he said, riled to a fever pitch.
“Tell me about it,” Moe Silverman said. “I played golf with the man in Florida, which incidentally he’ll move the ball with his foot if you’re not watching.”
from the issuecartoon banke-mail this.“Each month I got a statement from him,” Moscowitz ranted. “I knew such numbers looked too good to be kosher, and when I joked to him how it sounded like a Ponzi scheme he choked on his kugel. I had to do the Heimlich maneuver. Finally, after all that high living, it comes out he was a fraud and my net worth was bupkes. P.S., I had a myocardial infarction that registered at the oceanography lab in Tokyo.”
“With me he played it coy,” Silverman said, instinctively frisking his carapace for a Xanax. “He told me at first he had no room for another investor. The more he put me off, the more I wanted in. I had him to dinner, and because he liked Rosalee’s blintzes he promised me the next opening would be mine. The day I found out he could handle my account I was so thrilled I cut my wife’s head out of our wedding photo and put his in. When I learned I was broke, I committed suicide by jumping off the roof of our golf club in Palm Beach. I had to wait half an hour to jump, I was twelfth in line.”
At this moment, the captain escorted Madoff to the lobster tank, where the unctuous sharpie analyzed the assorted saltwater candidates for potential succulence and pointed to Moscowitz and Silverman. An obliging smile played on the captain’s face as he summoned a waiter to extract the pair from the tank.
“This is the last straw!” Moscowitz cried, bracing himself for the consummate outrage. “To swindle me out of my life’s savings and then to nosh me in butter sauce! What kind of universe is this?”
Moscowitz and Silverman, their ire reaching cosmic dimensions, rocked the tank to and fro until it toppled off its table, smashing its glass walls and flooding the hexagonal-tile floor. Heads turned as the alarmed captain looked on in stunned disbelief. Bent on vengeance, the two lobsters scuttled swiftly after Madoff. They reached his table in an instant, and Silverman went for his ankle. Moscowitz, summoning the strength of a madman, leaped from the floor and with one giant pincer took firm hold of Madoff’s nose. Screaming with pain, the gray-haired con artist hopped from the chair as Silverman strangled his instep with both claws. Patrons could not believe their eyes as they recognized Madoff, and began to cheer the lobsters.
“This is for the widows and charities!” yelled Moscowitz. “Thanks to you, Hatikvah Hospital is now a skating rink!”
Madoff, unable to free himself from the two Atlantic denizens, bolted from the restaurant and fled yelping into traffic. When Moscowitz tightened his viselike grip on his septum and Silverman tore through his shoe, they persuaded the oily scammer to plead guilty and apologize for his monumental hustle.
By the end of the day, Madoff was in Lenox Hill Hospital, awash in welts and abrasions. The two renegade main courses, their rage slaked, had just enough strength left to flop away into the cold, deep waters of Sheepshead Bay, where, if I’m not mistaken, Moscowitz lives to this day with Yetta Belkin, whom he recognized from shopping at Fairway. In life she had always resembled a flounder, and after her fatal plane crash she came back as one. ♦
Read more: http://www.newyorker.com/humor/2009/03/30/090330sh_shouts_allen?currentPage=all#ixzz14ib9fxxz
“Who’s that? Who’s talking to me?” Moscowitz said, still dazed by the mystical slam-bang postmortem that had transmogrified him into a crustacean.
“It’s me, Moe Silverman,” the other lobster said.
“O.M.G.!” Moscowitz piped, recognizing the voice of an old gin-rummy colleague. “What’s going on?”
“We’re reborn,” Moe explained. “As a couple of two-pounders.”
“Lobsters? This is how I wind up after leading a just life? In a tank on Third Avenue?”
“The Lord works in strange ways,” Moe Silverman explained. “Take Phil Pinchuck. The man keeled over with an aneurysm, he’s now a hamster. All day, running at the stupid wheel. For years he was a Yale professor. My point is he’s gotten to like the wheel. He pedals and pedals, running nowhere, but he smiles.”
Moscowitz did not like his new condition at all. Why should a decent citizen like himself, a dentist, a mensch who deserved to relive life as a soaring eagle or ensconced in the lap of some sexy socialite getting his fur stroked, come back ignominiously as an entrée on a menu? It was his cruel fate to be delicious, to turn up as Today’s Special, along with a baked potato and dessert. This led to a discussion by the two lobsters of the mysteries of existence, of religion, and how capricious the universe was, when someone like Sol Drazin, a schlemiel they knew from the catering business, came back after a fatal stroke as a stud horse impregnating cute little thoroughbred fillies for high fees. Feeling sorry for himself and angry, Moscowitz swam about, unable to buy into Silverman’s Buddha-like resignation over the prospect of being served thermidor.
At that moment, who walked into the restaurant and sits down at a nearby table but Bernie Madoff. If Moscowitz had been bitter and agitated before, now he gasped as his tail started churning the water like an Evinrude.
“I don’t believe this,” he said, pressing his little black peepers to the glass walls. “That goniff who should be doing time, chopping rocks, making license plates, somehow slipped out of his apartment confinement and he’s treating himself to a shore dinner.”
“Clock the ice on his immortal beloved,” Moe observed, scanning Mrs. M.’s rings and bracelets.
Moscowitz fought back his acid reflux, a condition that had followed him from his former life. “He’s the reason I’m here,” he said, riled to a fever pitch.
“Tell me about it,” Moe Silverman said. “I played golf with the man in Florida, which incidentally he’ll move the ball with his foot if you’re not watching.”
from the issuecartoon banke-mail this.“Each month I got a statement from him,” Moscowitz ranted. “I knew such numbers looked too good to be kosher, and when I joked to him how it sounded like a Ponzi scheme he choked on his kugel. I had to do the Heimlich maneuver. Finally, after all that high living, it comes out he was a fraud and my net worth was bupkes. P.S., I had a myocardial infarction that registered at the oceanography lab in Tokyo.”
“With me he played it coy,” Silverman said, instinctively frisking his carapace for a Xanax. “He told me at first he had no room for another investor. The more he put me off, the more I wanted in. I had him to dinner, and because he liked Rosalee’s blintzes he promised me the next opening would be mine. The day I found out he could handle my account I was so thrilled I cut my wife’s head out of our wedding photo and put his in. When I learned I was broke, I committed suicide by jumping off the roof of our golf club in Palm Beach. I had to wait half an hour to jump, I was twelfth in line.”
At this moment, the captain escorted Madoff to the lobster tank, where the unctuous sharpie analyzed the assorted saltwater candidates for potential succulence and pointed to Moscowitz and Silverman. An obliging smile played on the captain’s face as he summoned a waiter to extract the pair from the tank.
“This is the last straw!” Moscowitz cried, bracing himself for the consummate outrage. “To swindle me out of my life’s savings and then to nosh me in butter sauce! What kind of universe is this?”
Moscowitz and Silverman, their ire reaching cosmic dimensions, rocked the tank to and fro until it toppled off its table, smashing its glass walls and flooding the hexagonal-tile floor. Heads turned as the alarmed captain looked on in stunned disbelief. Bent on vengeance, the two lobsters scuttled swiftly after Madoff. They reached his table in an instant, and Silverman went for his ankle. Moscowitz, summoning the strength of a madman, leaped from the floor and with one giant pincer took firm hold of Madoff’s nose. Screaming with pain, the gray-haired con artist hopped from the chair as Silverman strangled his instep with both claws. Patrons could not believe their eyes as they recognized Madoff, and began to cheer the lobsters.
“This is for the widows and charities!” yelled Moscowitz. “Thanks to you, Hatikvah Hospital is now a skating rink!”
Madoff, unable to free himself from the two Atlantic denizens, bolted from the restaurant and fled yelping into traffic. When Moscowitz tightened his viselike grip on his septum and Silverman tore through his shoe, they persuaded the oily scammer to plead guilty and apologize for his monumental hustle.
By the end of the day, Madoff was in Lenox Hill Hospital, awash in welts and abrasions. The two renegade main courses, their rage slaked, had just enough strength left to flop away into the cold, deep waters of Sheepshead Bay, where, if I’m not mistaken, Moscowitz lives to this day with Yetta Belkin, whom he recognized from shopping at Fairway. In life she had always resembled a flounder, and after her fatal plane crash she came back as one. ♦
Read more: http://www.newyorker.com/humor/2009/03/30/090330sh_shouts_allen?currentPage=all#ixzz14ib9fxxz
6/11/10
«Kι από Δευτέρα δίαιτα»
Η ψήφος ήταν πάντα αναφαίρετο δικαίωμά μας. Ναι, σωστά, είπα ήταν γιατί δυστυχώς δεν είναι πια. Έχουμε φτάσει στο σημείο να κατηγορούμε εκείνους που σκοπεύουν να ψηφίσουν στις εκλογές, να τους κοιτάμε με μισό μάτι σαν να προσπαθούν να κρύψουν κάτι, λες και πάνε να ψηφίσουν έχοντας στα σκαριά κάτι το συμφέρον και το συνωμοτικό. Ναι, εμείς, η Ελλάδα της δημοκρατίας φτάσαμε να θεωρούμε προδοσία το εκλέγειν και το εκλέγεσθαι. Αν δεν είναι αυτό κατάλυση της δημοκρατίας και παραλήρημα των ηθών, τότε ποιό είναι;
Εγώ πάντως λέω να ψηφίσω Χατζηγιάννη. Γιατί δηλαδή, χειρότερος είναι από τους εν ενεργία πολιτικούς; Τόσα βροχερά απογεύματα αναγκάστηκα να τον ακούω στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου όταν οι άλλοι σταθμοί έκαναν χιόνια, τον συνήθισα. Άσε που αν εντοπίσω μάλιστα πως ολισθαίνει πολιτικώς μπορώ και να του τραγουδήσω «Χέρια ψηλά» και να παραδοθεί στο άψε-σβύσε. Με τους άλλους τι τύχη να ’χω σάμπως; Ξαδιάντροπα τομάρια με μισθό για παντεσπάνι.
Τσίπα δεν μας έμεινε σε εθνικό επίπεδο. Ακόμη και τώρα μιλάνε για εκλογική πίτα και τους τρέχουνε αναίσχυντα τα σάλια. Τον Βενιζέλο ειδικά τον είδα που γυάλισε το μάτι του μόλις οι εταιρίες δημοσκοπήσεων ανάφεραν τη λέξη «πίτα». Αν και για να πω την αλήθεια, δυσκολεύτηκα κάπως να διακρίνω το γυάλισμα του ματιού, έτσι όπως έχει κλείσει απ’ το λίπος. Φάγαvε καλά δε λέω, φαίνεται άλλωστε. Έτσι κι εγώ από Δευτέρα λέω να αρχίσω δίαιτα γιατί σιχάθηκα. Απελπίστηκε η ψυχή μου μ’ αυτά που βλέπω κι εκεί όπου πορεύεται ο τόπος. Και τί να κάνω που κατάντησα να σκέφτομαι να ψηφίσω Χατζηγιάννη για να το ρίξω κάπου. Να εξοστρακιστώ λες για να μη βλέπω; Άσε, έχουν σειρά άλλοι…
Καλά το είπε ο Πάγκαλος, ότι για να αρχίσουμε την επανάσταση πρέπει να παρκάρουμε κάπου τις Μercedes. Κι αυτή η καμπάνα δεν χτυπά μονάχα για την πολιτική τάξη, αλλά για όλους εκείνους που κρέμασαν το αμπέχωνο στην αίθουσα αναμονής και καβάλισαν τα κάμπριο. Και μια που μιλάμε για τετράτροχα βλέπω τόσες αγγελίες τελευταία να πουλάνε αυτοκίνητα και μηχανάκια όσο όσο «λόγω αναχώρησης στο εξωτερικό». Καλά μ’ αυτά, αλλά και καφετιέρες και φουρνάκια μικροκυμάτων που τα πουλάμε όλα λόγω αναχώρησης, τί πάθανε και δεν χωράνε μαζί μας στη βαλίτσα; Που βρήκες βρε Κίτσο μ’ λεβέντη να πας στο εξωτερικό; Πουλήσαμε πρώτα τις ιδεολογίες και τώρα μας απόμειναν οι καφετιέρες… Καλά κρασιά.
3/11/10
«Νυχτερινά»
Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας
Καζούο Ισιγκούρο
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2009
Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
σελ. 208 € 14,00
Στη νέα του εξαιρετική συλλογή διηγημάτων ο Καζούο Ισιγκούρο καταπιάνεται με τον έρωτα, τη μουσική, το πέρασμα του χρόνου. Το εξαίσιο αυτό λογοτεχνικό κουιντέτο μάς μεταφέρει από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο κι από το σαλόνι ενός λονδρέζικου διαμερίσματος στους αχανείς διαδρόμους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο Χόλιγουντ. Στη διάρκεια της διαδρομής γνωρίζουμε νεαρούς ονειροπόλους, αφανείς μουσικούς και σταρ στη δύση τους, που όλοι βρίσκονται σε μια στιγμή απολογισμού και προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Όμως οι πέντε ήρωες αυτών των νυχτερινών διηγημάτων έχουν ακόμα ένα κοινό σημείο: την αγωνία τους να μη χάσει η ζωή τη μαγεία της, ακόμη κι όταν έχουν πια ξεθωριάσει οι ανθρώπινες σχέσεις και οι νεανικές ελπίδες έχουν διαψευσθεί.
«Τα βιβλία του Ισιγκούρο είναι Ζεν κήποι δίχως “ανθισμένες” μεταφορές, δίχως ατίθασα ζιζάνια που απειλούν να καταπιούν την ουσία της πλοκής».
The Globe and Mail
«Ένας συγγραφέας που παίρνει τεράστια ρίσκα και κατόπιν χρησιμοποιεί τα εξαιρετικά του χαρίσματα για να τα χειριστεί όσο πιο λιτά γίνεται».
The New York Times Book Review
Πέντε ιστορίες της μουσικής και της νύχτας
Καζούο Ισιγκούρο
ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗΣ 2009
Μετάφραση: Τόνια Κοβαλένκο
σελ. 208 € 14,00
Στη νέα του εξαιρετική συλλογή διηγημάτων ο Καζούο Ισιγκούρο καταπιάνεται με τον έρωτα, τη μουσική, το πέρασμα του χρόνου. Το εξαίσιο αυτό λογοτεχνικό κουιντέτο μάς μεταφέρει από την Πλατεία του Αγίου Μάρκου της Βενετίας στην ανώνυμη αγγλική ύπαιθρο κι από το σαλόνι ενός λονδρέζικου διαμερίσματος στους αχανείς διαδρόμους ενός πολυτελούς ξενοδοχείου στο Χόλιγουντ. Στη διάρκεια της διαδρομής γνωρίζουμε νεαρούς ονειροπόλους, αφανείς μουσικούς και σταρ στη δύση τους, που όλοι βρίσκονται σε μια στιγμή απολογισμού και προσπαθούν να καταλάβουν τι τους συμβαίνει. Όμως οι πέντε ήρωες αυτών των νυχτερινών διηγημάτων έχουν ακόμα ένα κοινό σημείο: την αγωνία τους να μη χάσει η ζωή τη μαγεία της, ακόμη κι όταν έχουν πια ξεθωριάσει οι ανθρώπινες σχέσεις και οι νεανικές ελπίδες έχουν διαψευσθεί.
«Τα βιβλία του Ισιγκούρο είναι Ζεν κήποι δίχως “ανθισμένες” μεταφορές, δίχως ατίθασα ζιζάνια που απειλούν να καταπιούν την ουσία της πλοκής».
The Globe and Mail
«Ένας συγγραφέας που παίρνει τεράστια ρίσκα και κατόπιν χρησιμοποιεί τα εξαιρετικά του χαρίσματα για να τα χειριστεί όσο πιο λιτά γίνεται».
The New York Times Book Review
Το σχόλιο του viewer: Ένας βρετανοθρεμένος ιάπωνας συγγραφέας με πραγματικά δυνατή πένα σε ένα κουϊντέτο που ραγίζει καρδιές! Μετρημένος αλλά όχι συντηρητικός, γενναιόδωρος μα διόλου υπερφίαλος, βουτάει στην ανθρώπινη ψυχή με λιτότητα μέσα σε μια ελαφριά ατμόσφαιρα που φυσά θαρρείς ένα νυχτερινό αεράκι, τσαλακώνοντας τους χαρακτήρες του με χιούμορ, σκιτσάροντας μουσικά το χρόνο καθώς επίσης πράγματα και καταστάσεις, σε τούτα τα τόσο ολοκληρωμένα διηγήματα που θα μπορούσαν άνετα να χαρακτηρισθούν νουβέλες-καρποί ξεφλουδισμένοι από τα εξωτερικά τους φυλλώματα. Αν και είμαι πολιτικά αντίθετη, υπήρξε από εκείνα τα αναγνώσματα που μου φόρεσε το γνωστό μου μειδίαμα ονειροπόλησης κι απόλαυσης...
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)